Στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και κρίσεις συχνά η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να μπορέσουν οι εμπλεκόμενες χώρες να απεμπλακούν από τις καταστάσεις στις οποίες έχουν εμπλακεί με δική τους πρωτοβουλία και στη βάση δικών τους δεσμεύσεων.
Αυτό ως ένα βαθμό αποτυπώνεται και στην τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία, με όλη τη δυναμική που δείχνει να παίρνει και τον τρόπο που καθορίζεται από δύο αλληλοδιαπλεκόμενες εντάσεις: αυτές που αφορούν το εσωτερικό της ίδιας της Ουκρανίας σε όλη τη μετασοβιετική διαδρομή της και αυτές που αφορούν τις αμερικανορωσικές σχέσεις σε όλη την μεταψυχροπολεμική εξέλιξή τους.
Από τη μια, υπάρχει το υπόβαθρο των εσωτερικών αντιθέσεων της ίδιας της Ουκρανίας, όπου το εθνικό αίτημα συνυπήρξε για δεκαετίες με την ένταξη στον ευρύτερο ρωσικό χώρο και όπου το κλίμα στις ανατολικές επαρχίες ορίζει διαιρέσεις ταυτοτήτων και γλωσσών και όπου η προσπάθεια επένδυσης σε έναν συνδυασμό στροφής προς τη Δύσης παράλληλα με εντονότερο εθνικισμό δεν διευκολύνει την αντιμετώπιση του προβλήματος με τις ανατολικές επαρχίες.
Από την άλλη, υπάρχει όλο αυτό που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «Νέο Ψυχρό Πόλεμο», δηλαδή τον τρόπο που οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι η Ρωσία (και προοπτικά μια «ευρασιατική» σύγκλιση με την Κίνα) αποτελούν απειλή που πρέπει να «ανασχεθεί», κυρίως με τη δημιουργία μιας υγειονομικής ζώνης φιλοδυτικών κρατών και την επέκταση και ενίσχυση του ΝΑΤΟ και την αντίστοιχη προσπάθεια της Ρωσίας να δείξει ότι μπορεί πάντα να απαντήσει με στρατιωτικό τρόπο και γι’ αυτό ζητά μια επιστροφή σε ένα καθεστώς εγγυήσεων και μια αντίληψη συλλογικής ασφαλείας που παραπέμπει στα χρόνια αμέσως μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Πώς και οι δύο πλευρές έχουν εγκλωβιστεί σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση
Ως προς τις ΗΠΑ, το πρόβλημα είναι ο τρόπος που έχει οριστεί τα τελευταία χρόνια το μέτωπο της αντιπαράθεσης. Ο τρόπος που πλέον ως αντίπαλος αναφέρονται τα «αυταρχικά καθεστώτα» και ο τρόπος που αυτό επιτρέπει στις ΗΠΑ να ηγούνται της Δύσης, σημαίνει ότι χρειάζονται πεδία σύγκρουσης που αυτό να επιβεβαιώνεται.
Αυτό επιτείνεται και από δύο άλλες παραμέτρους: η μία είναι ότι ένα μέρος του στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ θεωρεί ότι τώρα είναι μια ευκαιρία όχι απλώς να ανασχεθεί η Ρωσία (ενδεικτική και η επιστροφή του αφηγήματος περί της ρωσικής παρέμβασης στα εσωτερικά των δυτικών χωρών, π.χ. στις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ) αλλά και να «σταλεί μήνυμα» στην Κίνα και τη δική προσπάθεια γεωπολιτικής αναβάθμισης. Η άλλη είναι ότι μια σειρά από χώρες κυβερνήσεις επενδύουν στο να αποτελούν τμήμα αυτής της «υγειονομικής ζώνης» απέναντι στη Ρωσία.
Όλα αυτά, στην περίπτωση των ΗΠΑ, επικαθορίζονται και από την ανάγκη να υπάρξει ένα αντίβαρο σε αυτό που φαντάζει ως η αποχώρηση των ΗΠΑ τόσο από την Κεντρική Ασία όσο, επί της ουσίας, και από τη Μέση Ανατολή.
Η κατάσταση αυτή εγκλωβίζει τη συζήτηση σε μια κατάσταση πνευμάτων όπου μια πολεμική εμπλοκή στην Ουκρανία θα επέτρεπε επιτέλους να υπάρξει εκείνη η μεγάλη ρήξη με τη Ρωσία και το είδος κυρώσεων που θα είχαν πραγματικό κόστος. Μάλιστα, ορισμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Μεγάλη Βρετανία, που έχει και αρκετούς operatives στην Ουκρανία, μάλιστα δείχνουν να επενδύουν ακόμη περισσότερο στη σύγκρουση.
Ως προς τη Ρωσία, το πρόβλημα έγκειται στο πώς θα χειριστεί τον τρόπο που βλέπει την κατάσταση στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια η Ρωσία δείχνει να πιστεύει ότι η εποχή της συνεννόησης με τη Δύση έχει περάσει και ότι πλέον η Δύση και οι ΗΠΑ κινούνται εχθρικά στο όριο της πολεμικής αντιπαράθεσης. Την ίδια στιγμή, στην ίδια την Ουκρανία ο ερχομός Ζελένσκι δεν βοήθησε στο να υπάρξει πρόοδος στο ζήτημα που αφορά την εσωτερική ειρήνευση στην Ουκρανία, δηλαδή τις θεσμικές αλλαγές και την απόδοση κάποιου είδος τοπικής αυτοκυβέρνησης στις ανατολικές επαρχίες. Αντιθέτως, φάνηκε ότι το Κίεβο επένδυε στον εθνικισμό, με αποκορύφωμα τον τρόπο που έθεσε ξανά ως στόχο την ανακατάληψη των ανατολικών περιοχών και της Κριμαίας. Όλα αυτά επικαθορίζονται και από μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη της ρωσικής ηγεσίας ότι η Ουκρανία αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου ρωσικού χώρου, όπως φάνηκε και στο άρθρο του ίδιου του Πούτιν το καλοκαίρι για την «Ιστορική ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών».
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να επιλέξει η Ρωσία να αυξήσει την πίεση και προς την Ουκρανία και προς τις ΗΠΑ, τόσο για την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ όσο και για εγγυήσεις ασφαλείας που επικεντρώνουν στην μη επέκταση του ΝΑΤΟ σε μια συγκυρία ειδικά το δεύτερο ήταν πολύ δύσκολο να απαντηθεί με ρητό τρόπο καταφατικά.
Η αμοιβαία κλιμάκωση
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια κλιμάκωση από την οποία δεν είναι εύκολη η διέξοδος.
Από τη μια οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν προχωρήσει σε μια εντυπωσιακή επένδυση επικοινωνιακή στην προβολή της ιδέας του επικείμενου πολέμου, που εάν δεν υπάρξει μια σημαντική υποχώρηση από την άλλη πλευρά, τότε η όποια αποκλιμάκωση θα φανεί ως «υποχωρητικότητα» έναντι της Ρωσίας, όπως υπογραμμίζουν ήδη οι πιο επιθετικές φωνές.
Από την άλλη, η Ρωσία δείχνει να είναι εγκλωβισμένη στο πώς «ύψωσε τον πήχη». Έχει αναβαθμίσει τη στρατιωτική της παρουσία κοντά στην Ουκρανία – σε μεγάλο βαθμό ήδη από τον Απρίλιο όταν μετέφερε σημαντικές μονάδες, οι τρέχουσες κινήσεις αφορούν περισσότερο μεγάλες ασκήσεις – και ταυτόχρονα έχει απαιτήσει από τη Δύση δεσμεύσεις όπως η μη επέκταση του ΝΑΤΟ που δύσκολα μπορούν να ικανοποιηθούν, κάτι που με τη σειρά του κάνει την «αποκλιμάκωση» να φαντάζει ως υποχώρηση.
Την ίδια στιγμή και από τις δύο πλευρές ο πειρασμός της έντασης είναι πραγματικός. Για τις πιο επιθετικές φωνές στη Δύση το να υπάρξει τελικά ένοπλη σύγκρουση στην Ουκρανία είναι η ιδανική ευκαιρία για το «επόμενο επίπεδο» κυρώσεων και τη διαμόρφωση ενός κόσμου με σαφέστερους διαχωρισμούς «φίλων» και «εχθρών», με τις ΗΠΑ σε ηγετικό ρόλο μεταξύ των «φιλελεύθερων δημοκρατιών».
Για τη Ρωσία μια πραγματική επίδειξη δύναμης προς την Ουκρανία δείχνει να φαντάζει ως ο τρόπος που θα την υποχρέωνε να διαλέξει στρατόπεδο και να αναγνωρίσει την ανάγκη λύσης στο ζήτημα των ανατολικών επαρχιών και βέβαια θα ήταν το μήνυμα στη Δύση ότι οι «κόκκινες γραμμές» δεν μπορούν να ξεπεραστούν. 0000
Ο πραγματικός φόβος για τη σύγκρουση
Βεβαίως την ίδια στιγμή, ο φόβος για τη σύγκρουση είναι πραγματικός και στις δύο πλευρές. Στην πλευρά της Δύσης υπάρχει επίγνωση ότι ο κραδασμός από μια ένοπλη σύρραξη θα είναι πολύ μεγάλος, σε μια συγκυρία όπου εκτός όλων των άλλων στα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας έχει προστεθεί και αυτό του πληθωρισμού, που αρχίζει να μη δείχνει και τόσο συγκυριακός. Υπάρχει επίσης ο φόβος μήπως οι κυρώσεις τελικά δεν αποδειχτούν τόσο αποτρεπτικές, εάν ισχύουν όσα είπε ο ίδιος ο ΥΠΕΞ της Ουκρανίας για το ότι αυτή τη στιγμή η αποπομπή της Ρωσία από το σύστημα συναλλαγών SWIFT δεν περιλαμβάνεται στις κυρώσεις που ετοιμάζει η ΕΕ εξαιτίας της αντίδρασης των Ευρωπαίων (όπως δεν είναι εύκολη και η ενεργειακή αποκοπή της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο). Επιπλέον, δεν είναι δεδομένο ότι σε αυτή τη φάση η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να δώσει έμφαση στα διεθνή ή να επιμείνει στον δρόμο της εσωτερικής ανασυγκρότησης στον δρόμο για τις εκλογές στο μέσο της θητείας του Νοεμβρίου 2022.
Στην πλευρά της Ρωσίας, παρά τη μεγάλη προετοιμασία που έχει γίνει για την αντιμετώπιση όλων των παραλλαγών κυρώσεων και την υποστήριξη της Κίνας σε αυτή την κατεύθυνση, υπάρχει επίγνωση ότι μια πολεμική σύγκρουση θα είχε απρόβλεπτες και πιθανώς πολύ αρνητικές συνέπειες, ακόμη, ακόμη και εάν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις καταφέρουν μεγάλα πλήγματα και σε βραχύ χρόνο. Δεν επιθυμεί μια μακρόχρονη εισβολή ή κατοχή Ουκρανικού εδάφους και γνωρίζει ότι οι κυρώσεις, στον όποιο βαθμό επηρεάσουν την εσωτερική κοινωνική κατάσταση, θα μπορούσαν να επιτείνουν και τη εσωτερική κοινωνική δυσαρέσκεια.
Η αναζήτηση διεξόδου
Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι υπάρχει μια παράλληλη προσπάθεια να αναζητηθεί κάποιο σημείο ισορροπίας που να επιτρέψει και στις δύο πλευρές μια αποκλιμάκωση που να μην δείχνει ότι κάποια πλευρά υποχώρησε.
Έτσι, λοιπόν, ενώ οι ΗΠΑ, δια στόματος του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν, ανέβασαν τους τόνους μιλώντας για επικείμενη ανά πάσα στιγμή ρωσική εισβολή, παράλληλα ήταν ο Αμερικανός πρόεδρος που είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Πούτιν και στην οποία θα μπορούσε κανείς να διακρίνει την προσπάθεια να διατηρηθεί ένα κανάλι επικοινωνίας ανοιχτό, κάτι που φάνηκε και από το γεγονός ότι το Κρεμλίνο δήλωσε, διά στόματος του προεδρικού συμβούλου Γιούρι Ουσάκοφ, που ενημέρωσε για το τηλεφώνημα Μπάιντεν – Πούτιν, ότι «η Ρωσία θα μελετήσει προσεκτικά τις προτάσεις του Προέδρου Μπάιντεν». Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε ότι «κάθε άλλο παρά έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες για μια διπλωματική λύση» κατά τη διάρκεια διαλόγου του με τον ίδιο τον Πούτιν ενώπιον των τηλεοπτικών συνεργειών. Και το ίδιο το γεγονός ότι συνεχίζονται οι συνομιλίες με το «σχήμα της Νορμανδίας», δηλαδή στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μινσκ σε αυτό το κλίμα παραπέμπουν. Το ίδιο και δηλώσεις όπως αυτές του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη το θέμα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και ότι πρέπει να γίνει διάλογος για τα ζητήματα ασφάλειας στην Ευρώπη. Όλα αυτά δείχνουν ότι πέραν των επικοινωνιακών τόνων, υπάρχει και μια παράλληλη κίνηση, με όλη τη δυσκολία που υπάρχει στο να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ και σε σχέση το ουκρανικό.
Η ίδια η ουκρανική κυβέρνηση πάντως, παρότι όπως θα ήταν ίσως αναμενόμενο έχει επενδύσει στην προβολή της απειλής που έχει, για να μπορέσει να έχει ενίσχυση και διπλωματική και στρατιωτική, εντούτοις επίσης δείχνει να μη θέλει να γίνει το θέατρο ενός πολέμου που για την ίδια μόνο καταστροφικές επιπτώσεις θα έχει, κάτι που εξηγεί, την ώρα που και το ίδιο το σκηνικό επικείμενου πολέμου επίσης έχει μεγάλη κόστος, εάν κρίνουμε και από το γεγονός ότι κατά τη συνομιλία του με τον Μπάιντεν τον προσκάλεσε στο Κίεβο για να «συμβάλει στην αποκλιμάκωση» ενός ευχαριστώντας τις ΗΠΑ υπογράμμισε ότι η βοήθειά τους «θα βοηθήσει να αποτρέψει τη διασπορά πανικού». Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Ζελένσκι έχει ασκήσει κριτική στις αποφάσεις ξένων κυβερνήσεων να απομακρύνουν τους διπλωμάτες τους από την Ουκρανία.