Πρωτοδιάβασα τον Ζακ Ντεριντά στη σάρκα εκ της σαρκός του «Βήματος», στις «Εποχές», περίπου δύο χρόνια πριν βρεθώ στο Παρίσι, το ’68. Στο ίδιο τεύχος, ο Γιάννης Χρήστου δημοσίευε σε μία μόνο σελίδα το «Πιστεύω» του για τη μουσική.

Δεν ξέρω πώς, αλλά η «Εισήγηση» του Ντεριντά, γραμμένη ειδικά για το σπουδαίο περιοδικό, και το «Πιστεύω» του Χρήστου λειτούργησαν σαν μεταμορφωτήρια δύναμη οι συνέπειες της οποίας μόλις τώρα εμφανίζονται στη σκέψη μου και τα γραπτά μου.

Οταν μετά από πολλά χρόνια το Τμήμα Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου αναγόρευσε τον Ζακ Ντεριντά επίτιμο διδάκτορα, σε έναν λευκό φάκελο του ενεχείρισα αυτό το πολύτιμο για μένα Τεύχος 34, του Φεβρουαρίου του ’66. Το αποχωρίστηκα, «χαλώντας», όπως λένε, τη «σειρά» του περιοδικού στη βιβλιοθήκη μου αλλά κρατώντας έως σήμερα τη μαγική του δύναμη.

Το κυριακάτικο «Βήμα» πριν από λίγα χρόνια, με πρωτοβουλία θαρρώ της Ελένης Βουλτσίδου, «έδωσε» σε προσφορά ορισμένα τεύχη. Θυμάμαι όμως πως σε όσα περίπτερα αναζήτησα την εφημερίδα, το φύλλο με την πολύτιμη «προσφορά» είχε εξαντληθεί.

Στα γαλλικά, το 2000, εκ των υστέρων, το κείμενο αυτό του νεότατου τότε Ντεριντά, σε ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού «Alter», δόθηκε για πρώτη φορά στους γάλλους αναγνώστες, επιβεβαιώνοντας ό,τι έγραφε εκεί ο Ντεριντά για την αξία της φαινομενολογίας ως «άσκησης που προηγείται κάθε ανάγνωσης, κάθε στοχασμού, κάθε γραφής».

Το 2015, από τις εκδόσεις Principia, αυτό το περιπλανώμενο κείμενο με τίτλο «Ε. Husserl: Η φαινομενολογία και το πέρας της μεταφυσικής» επανεκδόθηκε στην παλαιά μετάφρασή του από τη Ρωξάνη Αργυροπούλου, μετά την παραχώρηση των δικαιωμάτων από το Ιδρυμα Χρήστου Λαμπράκη.

Του κύκλου τα γυρίσματα με έβαλαν κι εμένα στο γαϊτανάκι της γραφής και του κερδισμένου (το λέω μετά γνώσεως) χρόνου να γράφω ξανά στις «Εποχές» του «Βήματος», που αυτοαποκαλούνται «Νέες», ενώ είναι οι «παλαιές» – με μικρές ίσως διαφορές λόγω συνθηκών και ονομάτων (λόγω συνθηκών).

Ο 32χρονος τότε φιλόσοφος, που έγραφε για τις «Εποχές», δεν υπάρχει πια. Το «πέρας» της μεταφυσικής έχει ήδη συντελεστεί με κίνδυνο να ξανανοίξει ως παταφυσική, χωρίς όμως τον μεγαλοφυή Ζαρί.

Η «ειδητική αναγωγή» – για να μιλήσω με όρους φαινομενολογίας – σε καμία «ουσία»δεν οδηγεί πλέον, όχι γιατί τα πράγματα δεν είναι αυτά που είναι αλλά, απλούστατα, γιατί έγιναν παρωδία.

Και η επάνοδος στην ελληνική γλώσσα, η οποία όπως γράφει ο Ντεριντά, σε εκείνο το κείμενο, είναι «προορισμένη να ελευθερώσει την περιγραφή από τα κατασταλάγματα που η παράδοση άφησε σε κάθε νέα έννοια», υφίσταται τώρα, από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, κ. Αντώνη Κουνάδη, την αστειότερη γελοιοποίησή της.

Θα προσυπέγραφα ευχαρίστως την έκκληση του Θάνου Βερέμη από «ΤΑ ΝΕΑ» της προπερασμένης Παρασκευής προς τους «πνευματικούς ανθρώπους» για τις άρες, τις μάρες και τις «κουκουνάδες» του κ. Κουνάδη, εάν δεν διέβλεπα – στην τελευταία παράγραφο – την επιθυμία του να γίνει κι αυτός ακαδημαϊκός.

Ο Αγγελος Τερζάκης όμως, που διηύθυνε τις «Εποχές», δεν έγινε ποτέ. Ούτε ο Σεφέρης ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού μαζί με τον Δημαρά, τον Θεοτοκά, τον Σκαλιόρα, τον Καραπαναγιώτη και τον Λαμπράκη. Ο Τάκης Σινόπουλος μάλιστα, που κρατούσε τη στήλη της κριτικής της ποίησης, περιγράφει στο «Νυχτολόγιο» τη συνάντησή του με τον Τερζάκη στη Χρήστου Λαδά με τα εξής: «Ο κ. Τερζάκης σοβαρός – όπως πάντα. Στο «σοβαρός» περιλαμβάνεται και το «αγέλαστος». Διευκρινίζει ορισμένες λεπτομέρειες. Φροντίστε, λέει, αυτό, τούτο, εκείνο. Κατά τα άλλα είστε απολύτως ελεύθερος να διατυπώνετε τη γνώμη σας. Υποχρέωση καμία, προκατάληψη καμία. Ο κ. Τερζάκης σηκώνεται. Ευθυτενής. Από σήμερα, κύριε Σινόπουλε, σας θεωρούμε τακτικό συνεργάτη των «Εποχών».

Χειραψία. Χαίρετε.

Χαίρετε».

Εγώ, τη συνάντησή μου με τον Λέοντα Καραπαναγιώτη πώς να την περιγράψω;

Οταν «κατέβηκε» από «Το Βήμα» στα «ΝΕΑ», με απέλυσε. Σε τρεις μήνες η γραμματέας του, Μίνα Δαφνομήλη, με κάλεσε ενθέρμως να ξαναρχίσω – αλλά φρονιμότερος. (Η μήνυση του Β. Φίλια στα «ΝΕΑ» εξαιτίας μου, ακολούθησε.)

Μετά την έλευση του Μεμή στα «ΝΕΑ», ο ευγενικός Παντελής Καψής με προσκάλεσε στο «Βήμα». Τώρα, τη χαρά μού τη δίνει η ανταλλαγή μηνυμάτων με τον Αντώνη Καρακούση, επί παντός επιστητού, της οινογνωσίας μη εξαιρουμένης. Κι εγώ δεν ξέρω αν το γαϊτανάκι του χρόνου (και των ταμπεραμέντων των διευθυντών) δικαίωσε τα 47 χρόνια μου στον ΔΟΛ.

Αυτό που όμως ξέρω είναι ό,τι μου είπε μια δημοσιογράφος της «ΕφΣυν»: «Κύριε Βέλτσο, «Το Βήμα» είναι ο βιότοπός σας» -λες και είμαι ερωδιός ή ότι σε περιόδους ξηρασίας υπάρχουν ακόμη βιότοποι.

«Υπάρχει όμως ο χρόνος» έγραφε ο Σινόπουλος. «Συνύπαρξη, συνύφανση παρελθόντος και παρόντος, μπορούμε να ειπούμε, ταύτιση. Οχι παράλληλη πορεία. Ετσι που να μην ξέρεις, η φωνή που ακούς, πότε είναι παρούσα και πότε παρελθούσα».

Αλλά το θέμα είναι να ακούς φωνές. Να θέλεις η φωνή σου να τους πει αυτά που τους γράφεις. Να υπάρχουν έντυπα που τα κοινωνούν και που με τον τρόπο τους συμβάλλουν στη στερεοφωνική ακουστική τους αφήνοντας την αυτολογοκρισία σε χαμηλά επίπεδα σακχάρου. Να έχεις επίγνωση του πόσο και πώς διαβάζεσαι. Και να αντιλαμβάνεσαι ότι ακόμα κι αν δεν δύνασαι να διαφύγεις από την οροθέτηση, γνωρίζεις καλά αυτό που σου θέτει τους όρους. Να είσαι ικανός ακόμα και για «κινήσεις» που αφήνουν να εννοηθεί το αντίθετο από ό,τι υποδεικνύουν. Πριν απ’ όλα να είσαι γραφέας. Αφησε λοιπόν τους άλλους να προσθέσουν πριν το ουσιαστικό, την «πρόθεση» που σε χαρακτηρίζει. Και μην επαφίεσαι στις καλές τους προθέσεις. Αν σε «παίζουν» είναι γιατί «παίζεις» κι εσύ. Αν το εκτιμούν, κερδίζουν μαζί σου. Η σκακιέρα που αμφότεροι παίζετε λέγεται Παιδεία.