Ηταν ένα παράδειγμα των μεσογειακών πόλεων, η ζωή των οποίων βασιζόταν στη «γειτνίαση των ξένων», κατά την υπέρχοη έκφραση του Εμμανουέλ Λεβινάς. Αναγνώριζαν το δικαίωμα να είσαι ξένος, να απολαμβάνεις τις ημέρες και νύχτες της εγγύς Ανατολής, να συγχρωτίζεσαι με άλλους πολίτες μέσα στο πνεύμα της κοσμοπολίτικης συνύπαρξης. Αναπόφευκτα η Σμύρνη δημιούργησε τη δική της μυθολογία πριν περάσει στην καταστρφοή του 1922. Κι ύστερα επιβίωσε στις αναμνήσεις, την πεζογραφία, την ποίηση, τη μουσική και τις άλλες τέχνες.
Ειδικά για τη φετινή περίσταση τις διαστάσεις αυτής της μυθολογίας αναδεικνύει στην ανθολογία «Σμύρνη, περίκαλλη και χιλιοτραγουδισμένη» (εκδ. Μεταίχμιο) ο Θωμάς Κοροβίνης (που, παρεμπιπτόντως έχει πρόσφατα παραδώσει τη δική του συλλογή κειμένων «Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Ανατολή», εκδ. Αγρα). Με την ανθολόγηση κειμένων επανέρχεται και αναπτύσσει την πρώτη έκδοση του 2006, που τότε εντασσόταν στη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία», την οποία διηύθυνε ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος.
Τα κείμενα μοιράζονται σε τρία μεγάλα κεφάλαια, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί περίπου στα χρονικά όρια των μεγάλων φάσεων της πολιτείας: από την ίδρυση της αρχαίας Σμύρνης μέχρι την περίοδο της μεγάλης ακμής και το 1922, αλλά και έως την τουρκική μεγαλούπολη στις παρυφές του 21ου αιώνα. Ορισμένα αποσπάσματα παρουσιάζουμε στα «ΝΕΑ», χαρακτηριστικά του τι μπορεί να ανακαλύψει ο αναγνώστης στην ανθολογία.
«Καφετζήδες, παντοπώλες ή βαρκάρηδες»
Ξύπνιοι, ευκίνητοι, ευφυέστατοι και εξαιρετικά διασκεδαστικοί, οι Ελληνες της Σμύρνης είναι καφετζήδες, παντοπώλες ή βαρκάρηδες: τρία επαγγέλματα που τα προτιμούν στην κατώτερη τάξη, όπως οι συμπατριώτες τους της ανώτερης τάξης διαλέγουν το επάγγελμα του δικηγόρου ή του γιατρού. Αν είσαι καφετζής, φλυαρείς όλη μέρα, μαθαίνεις όλα τα νέα, μιλάς για τα πολιτικά, βρίζεις τους Τούρκους, κινείσαι, δρας και αγωνίζεσαι με τον τρόπο σου για τη Μεγάλη Ιδέα. Αν είσαι παντοπώλης, πουλάς λίγο απ’ όλα, εμπορεύεσαι, συναλλάσσεσαι, πράγματα που αποτελούν ατέλειωτη ευτυχία για έναν Ελληνα. Αν είσαι βαρκάρης, βρίσκεσαι διαρκώς συντροφιά με τη θάλασσα, αυτή την παλιά φίλη των απογόνων του Οδυσσέα, κινείσαι δεξιά – αριστερά στο πηγαινέλα του λιμανιού, γνωρίζεις καινούργια πρόσωπα, ρωτάς τους ταξιδιώτες που ‘ρχονται από μακριά, φιλονικείς μαζί τους για την τιμή της μεταφοράς – άλλη μια σπάνια απόλαυση για τον Ελληνα. Πρόκειται για μια φυλή διασκεδαστική και τελικά συμπαθητική, παρά τα ελαττώματά της, υπομονετική, ανθεκτική, ολιγαρκή και ελαφρά επίμονα προσηλωμένη στην ακατάβλητη προσδοκία της. […]
(G. Deschamps, «Στους δρόμους της Μικρασίας, Οδοιπορικό 1890», μτφρ. Σ. Κασεσιάν, Τροχαλία, Αθήνα 1990)
Στο παραθαλάσσσιο βουλεβάρτο
«Εδώ συγκρούονται η Ανατολή και η Δύση απότομα και απροειδοποίητα. Κατά την ώρα του βραδινού περιπάτου μεταμορφώνεται το αρχοντικό τμήμα της μαρίνας μεταξύ του κτιρίου της Ρεζί και του λιμανιού σ’ ένα είδος παραθαλάσσιου βουλεβάρτου που θυμίζει αρκετά την digue της Οστάνδης με εντελώς κοσμοπολίτικο κομψό χαρακτήρα δυτικού πολιτισμού. Εδώ κάνουν τον περίπατό τους στο φρέσκο δροσερό αεράκι που φυσάει μακριά από το βάθος του όρμου εκατοντάδες πολίτες, οι κυρίες με μια φροντισμένη και πολυτελή τουαλέτα και που ο αριθμός τους θα μπορούσε νά προϋποθέσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους, με ανοικτού χρώματος θερινά φορέματα γεμάτα καλό γούστο, με καπέλα κατά τα πιο εκκεντρικά μοντέλα της τελευταίας παριζιάνικης μόδας. Οι νεαροί κύριοι ντυμένοι σαν δανδήδες με ντεκολτέ παπούτσια και με πλουμιστές μεταξένιες κάλτσες».
(Π.Κ. Ενεπεκίδης, «Τραπεζούντα – Κωνσταντινούπολη – Σμύρνη, τρία κέντρα του μικρασιατικού ελληνισμού, 1800 – 1923», Ωκεανίδα, 1989. Η αφήγηση είναι του πρώσου περιηγητή Paul Lindau το 1900)
«Ενας Στρατιώτης απλούς…»
«Πλέον ευτυχέστερον τόπον, και πλέον ωραιώτερον, δεν πιστεύω να εύρω από την ωραίαν και περιώνυμον Σμύρνη μας. Τα πάντα εισίν πάμφθηνα, ο κόσμος γλυκύς. Περιποιητικός και καταδεκτικώτατος προς πάντας και δη προς τον ελευθερωτήν Στρατόν του τον οποίον υπεραγαπά και λατρεύει πολύ. Ενας Στρατιώτης απλούς, χαίρει μεγαλητέραν εκτίμησιν και αγνήν λατρείαν από πάντα πολίτην της Σμύρνης, περισσότερον ο εδώ κόσμος τιμά και λατρεύει έναν Στρατιώτην παρά έναν αξιωματικόν. Καλλοναί δε, αφθάστου μεγαλείου και εκπάγκλου ωραιώτητος. Γλυκίταται παρθένοι της Σμύρνης, και ως άγγελοι παραδείσισι, σκορπίζουσιν την μεγαλητέραν χαράν, και το πλέον αφάνταστον χιούμορ που μπορεί να σπαράξη τον κάθε αισθηματίαν άνθρωπον, και να αναβιβάση αυτόν εις τα επτά στερεώματα του ουρανού από μιαν τοιαύτην απόλαυσιν».
(Από το γράμμα του στρατιώτη Ορφέα Μακρυγιαννόπουλου, 7/5/1919 στο «Χαίρε μέσα από τη μάχη, Μακεδονία, Θράκη, Μικρασία 1918-1922», εισαγωγή – έρευνα – παρουσίαση: Φώντας Λάδης, Τροχαλία, Αθήνα 1993)
«Το κεφάλι τσιμπολογούσαν οι κότες»
«Από τον δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω· θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από τον δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι· το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν παρά κάτω, ήταν πεταμένα δυο ή τρία πτώματα.
Ολος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδιδόταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε έξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του ‘δωσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Οταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Ολα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι έξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε· βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό· μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο παρά κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα.
Οταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαϊρακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς· όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο σταν αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες».
(Από τη μαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου,
στο «Η έξοδος, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας», τόμ. α’, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1980).
Απογυμνωμένη από την ιστορία
«Η αρμενική, η ελληνική και η φράγκικη ή ευρωπαϊκή συνοικία είχαν σχεδόν εντελώς καταστραφεί. Μόνον οι εβραϊκές και οι τουρκικές συνοικίες απόμεναν. Ανάμεσα στα πασίγνωστα ορόσημα της παλιάς πόλης που έπαψαν να υπάρχουν ήταν ο αρμενικός, ο γαλλικός και ο ελληνικός καθεδρικός ναός, τα ξενοδοχεία Splendid Palace και Smyrna Palace, τα προξενεία Γαλλίας, Βρετανίας, Αμερικής, Δανίας και Ολλανδίας, το Sporting Club και το Smyrna Club, το Θέατρο της Σμύρνης και τα ωραία μαγαζιά του Φραγκομαχαλά. Με φρικιαστική ακρίβεια, η φωτιά εξέφραζε συμβολικά το ξερίζωμα και την καταστροφή της ελληνικής και της αρμενικής Σμύρνης. Η ελληνική Σμύρνη είχε πεθάνει. Και η χριστιανική Σμύρνη, ένας από τους μεγάλους αρχαίους χριστιανικούς
θεσμούς της Μικράς Ασίας, είχε πεθάνει κι αυτή. Ο φοίνικας που θα ανασταινόταν απ’ αυτές τις στάχτες ήταν μια τούρκικη Ισμίρ, απογυμνωμένη από δυο χιλιάδες και παραπάνω χρόνους ιστορίας».
(Michael Llewellyn Smith, «Το όραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922», Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002)
Η «χαμένη Σμύρνη» του Τούρκου
«5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1942). Βγαίνω στις 9 το πρωί για να πάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου κάθεται με το κασελάκι του ένας λούστρος, ένας γεράκος. Τον ρωτάω εγγλέζικα να μου πει, πού μπορώ να βρω σίγκαρετς. Μου απαντάει ελληνικά: Εδώ παρακάτω. – Πώς το κατάλαβες, του λέω, πως είμαι ρωμιός; Αμ’ σε κατάλαβα, μου απαντάει με θαυμάσια ελληνική προφορά. Ω, νάξερες, εξακολούθησε να λέει, τι ήταν η Σμύρνη άλλοτε τέτοια μέρα! Πάει πια, δε βλέπει η Σμύρνη Πάσχα! Ολοι αυτοί οι δρόμοι ήταν γιομάτοι κόσμο. Δεν έβρισκες τόπο να περάσεις!
– Εκλεισα για μια στιγμή τα μάτια μου και είδα κάτι μπρός μου. Και σκέφθηκα κάτι. Και ξέχασα κάμποσα άλλα πράματα. Ετσι γιόρτασα φέτος το Πάσχα. – Ο γεράκος εκείνος, ο Τούρκος, νοσταλγούσε την αλλοτινή Σμύρνη, που ήταν και γι’ αυτόν, σε κάποιο ιδιαίτερο νόημα, «χαμένη πατρίδα»».
(Παναγιώτης Κανελλόπουλος, περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1972)
Νοσταλγία της Σμύρνης
«Είναι μια οχλοβοή αυτή, που φτάνει από μακριά,
που μου φέρνει χαιρετίσματα απ’ τις θάλασσες,
καθώς τα σύννεφα κάτασπρα περνούν από πάνω μου,
αλαργεύω σ’ εκείνο τον πάμπλουτο τόπο.
Τα βουνά καπνισμένα προσκαλούν κάθε ψυχή,
ένας πρωινός άνεμος φυσάει ακατάπαυστα προς το Αιγαίο,
εκείνη η μεγάλη θάλασσα, η λίμνη των ηρώων
ταξιδεύει στη σκέψη μου, που όλο εκεί τριγυρίζει».
(Τζεϊχούν Ατούφ Κανσού, «Νοσταλγία της Σμύρνης», μτφρ. Θωμάς Κοροβίνης, Siirlerimiz ve Şarkιlarιmιzda deniz Coşcun Güngen, İstanbul 1998)
«Ελληνική παιδεία και λεβαντινισμός, ερωτισμοί και δεισιδαιμονίες»
«H απόγνωση των ερειπίων της Μικρασίας είναι απερίγραπτη. Τα πάντα συντείνουν για να την κάνουν πιο στυγνή. Οι νεκροί, για να μιλήσουν, έχουν ανάγκη από ζωντανό αίμα· είναι αυτό που λείπει εδώ. Κάποτε περνά ένας ξένος, κάνει την προσφορά τής ζωής, και φανερώνεται ο ίσκιος του Τειρεσία ή της Αντίκλειας· έπειτα όλα χάνουνται στην απέραντη νέκρα.
Οταν, χτες, μας οδήγησαν από το στενό πλευρικό διάδρομο της βιβλιοθήκης (δεξιά καθώς μπαίνεις) στη σαρκοφάγο του Κέλσου, του πατέρα, δεν μπόρεσα να μη συλλογιστώ τον τάφο του Λυσία του Γραμματικού. Κλεισμένος για λίγο στο μικρό υπόγειο, που φώτιζε ο φύλακας με μια λάμπα του πετρελαίου, μπορούσα ν’ αναλογιστώ, χωρίς υλικά εμπόδια, το λιμάνι της Εφεσος στα καλά χρόνια· αυτή την πόρτα της Ανατολής. Καράβια και καραβάνια· ένα ατέλειωτο πάει κι έλα ανάμεσα στη θάλασσα και το εσωτερικό· ντόπιοι, πάροικοι, ναύτες, βάρβαροι, κράματα συμφερόντων, θρησκειών, φυλών· ελληνική παιδεία και λεβαντινισμός, ερωτισμοί και δεισιδαιμονίες. Δεν ένιωθα μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το λιμάνι και το λιμάνι της Σμύρνης ή της Αλεξάνδρειας γύρω στο τέλος του ΙΘ’ αιώνα. […] Κλεισμένοι μέσα από το πρωί ως την ώρα που σκοτείνιασε· απογραφή του πληθυσμού. Η παραλία έρημη, εκτός από δυο τρεις διαβάτες κάθε τόσο· τους απογραφείς. Η διαφορά από το καθημερινό δεν είναι μεγάλη. Η Ιζμίρ είναι η πιο άτονη πολιτεία που είδα· κάνει μόνιμα την απογραφή της».
(Γιώργος Σεφέρης, «Μέρες του 1945-1951», Ικαρος, Αθήνα 1973)