Οδηγεί η αύξηση των εγγραφών στα σχολεία πάντα και σε πρόοδο στην μάθηση και (ακολούθως) σε οικονομική ανάπτυξη των κοινωνιών; Πιθανότατα όχι. Οι αριθμοί των παιδιών σε μια σχολική τάξη δεν φέρνουν από μόνοι τους ποιότητα και μαθησιακά αποτελέσματα. Όπως αναφέρεται σε άρθρο επιστημόνων που ασχολούνται με την μελέτη της εκπαίδευσης, οι αναλύσεις των στοιχείων που δίνει εξειδικευμένη βάση δεδομένων από τα εκπαιδευτικά συστήματα 164 χωρών του πλανήτη, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το περισσότερο «schooling», δεν οδηγεί απαραίτητα και σε καλύτερες επιδόσεις. Ο κόσμος πέτυχε να αυξήσει τα ποσοστά των παιδιών που έχουν πρόσβαση στο σχολείο στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη. Τώρα πρέπει να πετύχει ένα ακόμη στόχο: η μόρφωση που παίρνουν στις σχολικές τάξεις να είναι ποιοτική και επαρκής.
Τα παραπάνω δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο Nature από ανώτερα στελέχη και συνεργάτες της World bank και αποκαλύπτουν ότι σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες η πρόοδος των μαθητών και οι επιδόσεις τους στο σχολείο, παραμένουν περιορισμένες παρά την αύξηση των εγγραφών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους.
Τους προβληματισμούς αυτούς επαναφέρουν και πάλι με πρόσφατο άρθρο τους οι Noam Angrist, fellow στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, συνιδρυτής της (μη κυβερνητικής οργάνωσης για την διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην Μποτσουάνα) «Young 1ove» και σύμβουλος της World bank, Χάρι Πατρινός practice manager της ίδιας τράπεζας, Simeon Djankov και Πηνελόπη-Κουγιανού Γκόλντμεργκ, ανώτατα στελέχη της τράπεζας, με την δεύτερη επίσης καθηγήτρια οικονομικών στο Yale των ΗΠΑ.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία που μελετήθηκαν από τους τέσσερις επιστήμονες, αν και οι εγγραφές στα σχολεία αυξήθηκαν παγκοσμίως μεταξύ 2000 και 2017, η πρόοδος στη μάθηση (όπως μετρήθηκε με τυποποιημένα τεστ) ήταν περιορισμένη.
Τα ευρήματα βασίζονται στην ανάλυση μιας νέας βάσης δεδομένων που ανέπτυξε η World bank, συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία από 164 χώρες που αντιπροσωπεύουν το 98% του παγκόσμιου πληθυσμού.
«Το ανθρώπινο κεφάλαιο – η αξία της εμπειρίας και των δεξιοτήτων των ανθρώπων για έναν οργανισμό ή χώρα – είναι ένα σημαντικό συστατικό της οικονομικής ανάπτυξης» λέει σχετικά ο κ. Πατρινός. «Πως προκύπτει; Το βρίσκουμε χρησιμοποιώντας μετρήσεις της σχολικής εκπαίδευσης στη βάση του αξιώματος: το να είσαι στο σχολείο μεταφράζεται σε γνώση και η γνώση μεταφράζεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Μεγάλο μέρος της προσπάθειας για τη μέτρηση του επιπέδου αυτής της γνώσης ωστόσο, έχει επικεντρωθεί σε χώρες υψηλού εισοδήματος με αποτέλεσμα να χάνουμε κρίσιμα στοιχεία από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες» αναφέρει. «Η νέα βάση δεδομένων Εναρμονισμένων Μαθησιακών Αποτελεσμάτων (HLO) επιτρέπει συγκρίσεις της μαθησιακής προόδου σε όλο τον κόσμο και περιλαμβάνει τα αποτελέσματα από επτά διαφορετικούς τύπους δοκιμών».
Πιο πολλά παιδιά στα σχολεία από ποτέ!
Σήμερα, υπάρχουν περισσότερα παιδιά στο σχολείο σε όλο τον κόσμο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, παρά τα προβλήματα που διέκοψαν την ομαλή λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων από την πανδημία, αναφέρουν οι 4 συγγραφείς. Το 2010, ο μέσος ενήλικας είχε συμπληρώσει 7,6 χρόνια σχολείο, υπερδιπλάσια από τα 3,2 χρόνια που είχε συμπληρώσει ο μέσος ενήλικας το 1950. Αυτά τα δεδομένα μαζί με εκείνα που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια «φαίνεται να αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό επίτευγμα προς την ανθρώπινη πρόοδο».
Ωστόσο, η …περισσότερη εκπαίδευση οδηγεί αναγκαστικά σε οικονομική πρόοδο; «Οι ειδικοί στην ανάπτυξη υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η επέκταση των εγγραφών στα σχολεία θα εξόπλιζε την επόμενη γενιά με γνώσεις και δεξιότητες για να ενισχύσουν τις οικονομίες τους και να προωθήσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής» αναφέρεται στην έρευνα των τεσσάρων επιστημόνων.
Τα στοιχεία που αποκαλύπτει η βάση δεδομένων της World bank όμως, δείχνουν ότι η αύξηση των εγγραφών στα σχολεία δεν οδήγησε και σε περισσότερη γνώση ή αποτελέσματα. Μάλιστα, έχουν ακολουθηθεί από ελάχιστη έως καθόλου ανάπτυξη στη μάθηση σε πολλά μέρη του κόσμου…
Η συγκεκριμένη βάση δεδομένων 164 χωρών επιτρέπει την σύγκριση των επιδόσεων των μαθητών και μαθητριών σε περιοχές που συνήθως εξαιρούνται από τις διεθνείς συγκρίσεις και μελέτες, όπως η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική, με αυτές των πιο εύπορων μαθητών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Έτσι, σε παγκόσμιο επίπεδο παρότι διαπιστώνεται ότι τα ποσοστά εγγραφής στα σχολεία ξεπερνούν το 90 τοις εκατό σε κάθε περιοχή μέχρι το 2010, τα μαθησιακά αποτελέσματα είναι χαμηλά και έχουν υποχωρήσει ελάχιστα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι μαθητές πηγαίνουν στο σχολείο, αλλά μαθαίνουν πολύ λίγα.
Όπως αναφέρουν οι τέσσερις συγγραφείς, οι πλούσιες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν «ανοσία» σε αυτό που οι διεθνείς οργανισμοί ονομάζουν παγκόσμια «κρίση μάθησης».
Στη Βόρεια Αμερική, όπου τα ποσοστά εγγραφής στα σχολεία ήταν υψηλά εδώ και δεκαετίες, η συγκεκριμένη βάση δεδομένων δείχνει ότι η απόδοση των μαθητών σε τυποποιημένα τεστ στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες τα προηγούμενα χρόνια μετά βίας …κυλούσε.
Η έρευνα των τεσσάρων επιστημόνων έτσι καταλήγει στο ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει τώρα να επικεντρώσουν στο πως παρέχεται η γνώση, μετρώντας προσεκτικά το αν αφομοιώνεται από τους μαθητές και μαθήτριες.
Και κυρίως προσπαθώντας να ανατρέψουν τα στοιχεία που αφορούν το έντονο χάσμα στην σχολική εκπαίδευση και την μάθηση των παιδιών στις αναπτυσσόμενες χώρες σε σχέση με εκείνα στις ανεπτυγμένες. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει η μελέτη στην Κένυα, την Τανζανία και την Ουγκάντα, τα τρία τέταρτα των μαθητών στην τρίτη τάξη, που είναι συνήθως οκτώ ή εννέα ετών, δεν μπορούν να διαβάσουν μια βασική πρόταση όπως «το όνομα του σκύλου είναι κουτάβι». Και στην αγροτική Ινδία και την Ουγκάντα, περισσότερο από το 80 τοις εκατό των μαθητών της Β’ τάξης δεν μπορούν να λύσουν ένα πρόβλημα αφαίρεσης με αριθμούς μεγαλύτερους από το 10, όπως το 46-17.
Έτσι, στις 164 χώρες που εξετάστηκαν στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων, φαίνεται για μια ακόμη φορά ότι στα μέσα επίπεδα μάθησης στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες στο δημοτικό σχολείο, στις χώρες υψηλού εισοδήματος οι επιδόσεις ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες των αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι τέσσερις συγγραφείς, οι επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών πολλές φορές δείχνουν και την αντίστροφη εικόνα. Εντός της Λατινικής Αμερικής, μερικές χώρες με υψηλότερες επιδόσεις όπως η Χιλή βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα επίπεδα μάθησης στην Ευρώπη. Οι περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν παρόμοια ή χειρότερη απόδοση από εκείνες της Λατινικής Αμερικής, ενώ ορισμένες ασιατικές χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, ξεπερνούν τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.
Συνολικά βέβαια, τα μεγαλύτερα εισοδήματα δεν παράγουν αναπόφευκτα μια πιο μορφωμένη και εξειδικευμένη κοινωνία. Όπως αναφέρεται στην ίδια μελέτη, χώρες υπάρχουν χώρες που είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες αλλά τα καταφέρνουν εξίσου καλά, όπως η Πολωνία και το Βιετνάμ, αλλά και άλλες πλούσιες χώρες, (ειδικά στη Μέση Ανατολή), που υπολειτουργούν σε σχέση με το αναμενόμενο επίπεδο κατάρτισης των πολιτών τους.
Οι τέσσερις συγγραφείς αναφέρουν ότι η ανάλυση τους «τα παραπάνω μας δίνει και καλά και κακά νέα να μοιραστούμε. Τα καλά νέα: ο κόσμος βρίσκεται στον δρόμο για την καθολική εγγραφή στο δημοτικό σχολείο όλων των παιδιών μέχρι το 2030. Τα κακά νέα: υπάρχει μικρή πρόοδος στα μαθησιακά αποτελέσματα στις περισσότερες χώρες. Και αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μαθησιακή κρίση είναι παγκόσμια».
«Τώρα πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο να προωθήσουμε την ανάγκη για ποιοτική μόρφωση σε όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, όπως προσπαθήσαμε να πετύχουμε την πρόσβαση των πολιτών στο σχολείο τα προηγούμενα 50 χρόνια. Ο κόσμος πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να επεκτείνει σημαντικά τη σχολική εκπαίδευση, εν μέρει επειδή ‘μετρήθηκε’ προσεκτικά και με συνέπεια» αναφέρουν.
«Οι χώρες πρέπει να παρέχουν στους μαθητές περισσότερα από μια απλή πρόσβαση στο σχολείο. Σε όλο τον κόσμο, οι πολίτες χρειάζονται τις εκπαιδευτικές εμπειρίες που προάγουν υψηλότερα επίπεδα μάθησης για να εξασφαλίσουν την παγκόσμια ευημερία στον εικοστό πρώτο αιώνα» καταλήγουν.