Την άνοιξη του 2020, τις πρώτες, πολύ δύσκολες μέρες της πανδημίας στην Ιταλία, ο Πάολο Τζορντάνο (Τορίνο, 1982) έγινε διεθνώς γνωστός γράφοντας το δοκίμιο Περί μετάδοσης, το οποίο μεταφράστηκε αμέσως σε δεκάδες γλώσσες και στα ελληνικά (εκδ. Πατάκη, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου). Ο Τζορντάνο, όπως όλοι μας, προσπαθούσε να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Μόνο που όντας συγγραφέας και επιστήμονας – διδάκτωρ Φυσικής, με ειδίκευση στα στοιχειώδη σωματίδια -, η ματιά του ήταν σαφώς πιο ενδιαφέρουσα και διεισδυτική.
Πάολο Τζορντάνο – Καταβροχθίζοντας τον ουρανό
Μετάφραση Σταύρος Παπασταύρου.
Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 528, τιμή 18,80 ευρώ
Το Καταβροχθίζοντας τον ουρανό, το τέταρτο μυθιστόρημα του Τζορντάνο, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες του 2021. Στην Ιταλία κυκλοφόρησε το 2018 και όπως διαβάζουμε στον ιταλικό Τύπο, δεν συζητήθηκε όσο τα προηγούμενα μυθιστορήματα του συγγραφέα και σίγουρα όχι όσο Η μοναξιά των πρώτων αριθμών (εκδ. Ωκεανίδα), το πρώτο του βιβλίο, για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Strega, τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση της Ιταλίας, το 2008. Η αγγλική μετάφραση ωστόσο του Καταβροχθίζοντας τον ουρανό απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από αυστηρά έντυπα όπως το «Times Literary Supplement» και ο «New Yorker».
Νεανική φιλία
Η αφήγηση αρχίζει με μια κινηματογραφική σκηνή όπου τρεις έφηβοι εισβάλλουν μια καλοκαιρινή νύχτα στην πισίνα ενός σπιτιού για να κολυμπήσουν και να παίξουν στο νερό. Δεν είναι συνηθισμένα παιδιά ούτε για τα δεδομένα του χωριού της Απουλίας, στη Νότια Ιταλία, όπου μεγαλώνουν στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο Νικόλα, ο Μπερν και ο Τομάζο ζουν σε μια φάρμα μακριά από το χωριό, ασχολούνται με αγροτικές εργασίες, δεν πηγαίνουν στο σχολείο και εκπαιδεύονται από τον ευσεβή πατέρα του Νικόλα, τον Τσέζαρε, ο οποίος τους διδάσκει να αγαπούν τη φύση και τον Θεό. Το σπίτι με την πισίνα ανήκει στην οικογένεια της Τερέζα, ενός κοριτσιού από το Τορίνο, συνομήλικού τους, που περνάει τις διακοπές στο χωριό του πατέρα της, το οποίο φέρει το σημαδιακό όνομα Σπετσιάλε, «Ξεχωριστό». Παρότι προέρχονται από τελείως διαφορετικούς κόσμους, τα τρία αγόρια και το κορίτσι γίνονται φίλοι χάρη στους αιώνιους κώδικες που αναγνωρίζουν οι έφηβοι μεταξύ τους.
Η φιλία των τεσσάρων δυναμώνει, η Τερέζα και ο Μπερν ερωτεύονται, οι μεταξύ τους σχέσεις περιπλέκονται. Μεγαλώνοντας, τα αγόρια αρχίζουν να αμφισβητούν το ουτοπικό όραμα περί της αρμονικής κοινότητας την οποία έχει στο μυαλό του ο Τσέζαρε: είναι λογικό, η ομάδα μοιάζει περισσότερο με θρησκευτική σέχτα και λιγότερο με κοινότητα εμπνευσμένη από τα βιβλία του αμερικανού συγγραφέα του 19ου αιώνα Χένρι Ντέιβιντ Θορό και τους ύμνους του για τη ζωή κοντά στη φύση.
Το κάθε παιδί αντιδρά με διαφορετικό τρόπο, ο Νικόλα γίνεται αστυνομικός, ο Τομάζο πιάνει δουλειά σε ένα κτήμα που φιλοξενεί τελετές γάμων και γενεθλίων και βυθίζεται στο αλκοόλ. Ο Μπερν, ο πιο ανήσυχος απο όλους, πέφτει με μανία στα βιβλία που δανείζεται από τη βιβλοθήκη του χωριού. Χάρη σε αυτά αφυπνίζεται, «ο Θεός είναι μια κοινότοπη επινόηση», λέει, «μόνο όποιος ζει έχει δίκιο».
Εμμονικές επιλογές
Ο Μπερν αποφασίζει να ζήσει με τον δικό του τρόπο. Από τον κηδεμόνα του έχει απορρίψει τη θρησκεία, όμως διατηρεί ατόφια τη λατρεία στη φύση που εκείνος του έχει εμφυσήσει. Δίπλα στο χώμα, στο νερό, στις καλλιέργειες, στα φυτά, στα δέντρα, στους καρπούς τους ο Μπερν βρίσκεται στο στοιχείο του. Με τη συμμετοχή και άλλων φίλων, προσπαθεί να οικοδομήσει μια κοινότητα νέων ανθρώπων που θα ζει από τη φύση και με τους όρους της φύσης. Επιστρέφει εν τέλει στον Θορό, τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι που συμμετέχουν στο εγχείρημα επιδεικνύουν οίστρο ζηλωτών σε ό,τι αφορά τη μητέρα φύση. Σιγά-σιγά η αγάπη τους για το περιβάλλον εξελίσσεται σε εμμονή και ακραία δυσπιστία για τους ανθρώπους. Ο οικολογικός ακτιβισμός τους έρχεται σε σύγκρουση με τον «αδηφάγο καπιταλισμό». Οταν οι νεαροί ακτιβιστές πληροφορούνται ότι θα υλοτομηθούν υγιή δέντρα, προκειμένου να κατασκευαστούν γήπεδα γκολφ, οδηγούνται σε αδιέξοδο φλερτάροντας με την τρομοκρατία.
Αυτός είναι ένας από τους ενδιαφέροντες προβληματισμούς που θέτει το βιβλίο του Τζορντάνο: σε έναν πλανήτη που κινδυνεύει ολοένα και περισσότερο από τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, πώς μπορεί κανείς να σέβεται και να προστατεύει τον περιβάλλον χωρίς να οδηγείται σε μείζονες ρήξεις με τους συνανθρώπους του, με τους φίλους του; Πώς ο άνθρωπος μπορεί να ζει σε ισορροπία με τη φύση και το περιβάλλον χωρίς να ολισθαίνει σε μισανθρωπία, ακόμη και στο έγκλημα;
Οι ήρωες του Τζορντάνο δεν είναι μόνο εμμονικοί με τη φύση, είναι εμμονικοί και με τα συναισθήματά τους. Ο έρωτας της Τερέζα και του Μπερν είναι εμμονικός, κατ’ εικόνα της αγάπης τους για τη φύση και τη γη. «Ξέφυγα από το χέρι σου για να ξαναβρώ το χέρι σου» της λέει ο Μπερν όταν το δράμα οδηγείται στην κορύφωσή του.
Με ευρωπαϊκή ταυτότητα
Το μεγαλύτερο τμήμα της πλοκής του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην Απουλία, οι περιγραφές των τόπων είναι συναρπαστικές, αλλά ο Τζορντάνο δεν καταφεύγει στον συνήθη εξωραϊσμό του ιταλικού Νότου, πρακτική στην οποία εύκολα μπορεί να υποκύψει ένας συγγραφέας. Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι σελίδες στις οποίες οι ήρωες περιπλανώνται στο μετακομμουνιστκό Κίεβο ή στην απόκοσμη Ισλανδία. Μιλώντας για το μυθιστόρημά του ο συγγραφέας είχε δηλώσει ότι νιώθει Ευρωπαίος, ότι ο ίδιος, όπως και οι ήρωές του, είναι η γενιά που μεγάλωσε στην ενωμένη Ευρώπη και ότι δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να ζει υπό άλλες συνθήκες. Σε μια εποχή που η Ευρώπη κλυδωνίζεται και λόγω της πανδημίας είναι ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο να γνωρίζουμε ότι τόσο ταλαντούχοι νέοι συγραφείς προτάσσουν την ευρωπαϊκή ταυτότητά τους πριν από την εθνική.