Όταν το κάπως μακρινό πια 1975 υπογραφόταν στο Ελσίνκι της Φιλανδίας η Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ο κόσμος ήταν αρκετά διαφορετικός, τουλάχιστον σε κάποιες πλευρές του.
Ήταν ένας κόσμος τυπικά διαιρεμένος σε αντίπαλα «στρατόπεδα», που εκπροσωπούσαν διαφορετικές και σε πλευρές τους ανταγωνιστικές κοσμοαντιλήψεις και που με σαφήνεια όριζαν το έναν το άλλο ως «αντίπαλο» και που διέθεταν πυρηνικά οπλοστάσια ικανά να εξασφαλίσουν την «Αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή» και συμβατικά στρατεύματα στην Ευρώπη που σήμαιναν ότι ακόμη και σε περίπτωση πολέμου «περιορισμένου θεάτρου» πάλι το τίμημα για την Ευρώπη θα ήταν ανυπολόγιστο.
Ωστόσο, οι βασικές αρχές που διατυπώθηκαν τότε, σε μια περίοδο «ύφεσης» του ανταγωνισμού (που θα διακοπεί αργότερα στην εποχή Ρέιγκαν όταν οι ΗΠΑ θα προωθήσουν το σχέδιο του «Πολέμου των Άστρων» και τη λογική ότι η ΕΣΣΔ είναι η «Αυτοκρατορία του Κακού»), θα διατηρηθούν στο προσκήνιο και στην περίοδο αμέσως μετά την «Πτώση του Τείχους» το 1989 και τις συζητήσεις για μια νέα συνεργατική αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη. Άλλωστε, στη βάση των αρχών της Τελικής Πράξης, θα διαμορφωθεί ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
Το «αδιαίρετο της ασφάλειας» στην Ευρώπη
Μια από τις αρχές που περιλαμβάνει η Τελική Πράξη του Ελσίνκι είναι αυτή που αναφέρεται στην αρχή της αδιαίρετης ασφάλειας, αφού στο προοίμιο τα κράτη που συνυπογράφουν αναγνωρίζουν «το αδιαίρετο της ασφάλειας στην Ευρώπη όπως και το κοινό τους συμφέρον στην ανάπτυξη της συνεργασίας σε όλη την Ευρώπη και μεταξύ τους και δηλώνοντας την πρόθεσή τους να καταβάλουν ανάλογες προσπάθειες».
Αποτελούσε μάλιστα το μία από τρεις συνδεδεμένες μεταξύ τους έννοιες της ασφάλειας στην Ευρώπη. Οι άλλες δύο ήταν η συνολική ασφάλεια (που περιλάμβανε μέσα στην πολιτικο-στρατιωτική, την οικονομική, την περιβαλλοντική και την ανθρώπινη διάσταση) και η συνεργατική διάσταση.
Η αρχή του αδιαίρετου της ασφάλειας, όπως αναπτύχθηκε σε μια περίοδο ύπαρξης ανταγωνιστικών μπλοκ και ερμηνεύτηκε ως ακόμη μεγαλύτερη πίεση για διεθνή συνεργασία παρά τις διαιρέσεις. Ήταν η αρχή ότι η ασφάλεια του μπλοκ δεν μπορούσε να είναι υπόθεση μόνο ενός μπλοκ και προϋπέθετε τη συνεργασία μεταξύ τους.
Όταν σταμάτησαν να υπάρχουν δύο ανταγωνιστικά μπλοκ στην Ευρώπη, σχηματικά στη δεκαετία του 1990, η αρχή του αδιαίρετου της ασφάλειας ερμηνεύτηκε ως μια προσπάθεια να διαμορφωθούν αμιγώς ευρωπαϊκές δομές ασφάλειας που να υπερβαίνουν τα προηγούμενα μπλοκ. Σε εκείνη την περίοδο ήταν που δόθηκε μεγάλη έμφαση και στη δυνατότητα του ΟΑΣΕ να μπορέσει να αποτελέσει έναν τέτοιο οργανισμό συλλογικής ασφάλειας.
Βεβαίως όλα στηρίζονταν τότε στο γεγονός η ΕΣΣΔ είχε αποδιαρθρωθεί, δεν υπήρχε πλέον «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» και οι ΗΠΑ ήταν η μόνη υπερδύναμη, που όμως ακόμη μιλούσε μια ρητορική «παγκοσμιοποίησης και «πολυμερούς συνεργασίας».
Ωστόσο, ο ΟΑΣΕ δεν μπόρεσε να αποτελέσει τον μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Η Γιουγκοσλαβική τραγωδία, με τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που προκλήθηκε ύστερα από την επιλογή των ομόσπονδων δημοκρατιών να γίνουν ανεξάρτητα κράτη και τη συνακόλουθη έκρηξη του εθνικισμού, ήρθε να υπογραμμίσει ότι το τέλος του «Ψυχρού Πολέμου» δεν σήμαινε απαραίτητα και την επιστροφή σε μια πιο ειρηνική συνθήκη.
Άλλωστε, η επιστροφή του ΝΑΤΟ με τους βομβαρδισμούς του 1999 σηματοδότησε ότι δεν είχαμε περάσει ακόμη στην υπέρβαση των προηγούμενων μπλοκ.
Η «Διακήρυξη της Κωνσταντινούπολης»
Ωστόσο η αρχή της «αδιαίρετης ασφάλειας» παρέμεινε ενεργή ως βασική αρχή και αναφερόταν σε κείμενα και διακηρύξεις.
Η «Διακήρυξη της Κωνσταντινούπολης» τον Νοέμβριο του 1999, προϊόν Συνόδου Κορυφής του ΟΑΣΕ στις 16-19 Νοεμβρίου (για την ιστορία ο Μπιλ Κλίντον αμέσως μετά ήρθε στην Αθήνα για την επίσκεψή του που σημαδεύτηκε από πολύ μεγάλες και επεισοδιακές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον του), επίσης περιλάμβανε ρητές αναφορές στην αρχή της «αδιαίρετης ασφάλειας».
Η επέκταση του ΝΑΤΟ και η «αδιαίρετη ασφάλεια»
Ωστόσο, η αρχή της «αδιαίρετης ασφάλειας» άρχισε να αμφισβητείται – ή να γίνεται αντιληπτή με έναν νέο τρόπο – στον βαθμό που προωθήθηκε συστηματικά η επέκταση του ΝΑΤΟ. Παρότι οι ΗΠΑ είχαν δώσει αρχικά διαβεβαιώσεις στην ΕΣΣΔ και τη Ρωσία στην περίοδο 1989-1991, αλλά και σε Ευρωπαίους ηγέτες, ότι δεν θα επεδίωκαν την επέκταση του ΝΑΤΟ, σταδιακά αυτό άλλαξε και η διεύρυνση έγινε βασική αρχή του ΝΑΤΟ.
Αυτό είχε να κάνει και με το πώς σταδιακά οι ΗΠΑ στρέφονταν σε μια λογική να επικυρώσουν τη δική τους πρωτοκαθεδρία, κάτι που άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα έντονο και σε όλη την περίοδο μετά το 2001, τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και βέβαια μετά τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003 και τη λογική των «συμμαχιών των προθύμων».
Σε αυτό το φόντο η έννοια της «αδιαίρετης ασφάλειας» άρχισε να ερμηνεύεται περισσότερο ως αδιαίρετη ασφάλεια εντός του ΝΑΤΟ, παρά ως αρχή που ορίζει την υποχρεωτική συνεργασία και αλληλοσεβασμό με δυνάμεις εκτός ΝΑΤΟ, όπως ήταν η αρχική σημασία. Άλλωστε, ήδη από το 1991 το ΝΑΤΟ επέμενε στην αρχή του «αδιαίρετου της ασφάλειας για όλα τα μέλη του», όπως ανέφερε η διακήρυξη για τη νέα στρατηγική έννοια του 1991.
Ωστόσο ακόμη διατηρείτο για ένα διάστημα η αναφορά και στην αρχική αντίληψη της «αδιαίρετης ασφάλειας». Για παράδειγμα στην διακήρυξη της συνόδου κορυφής της Αστάνα του ΟΑΣΕ, υπάρχει αναφορά στην επανεπιβεβαίωση της έννοιας της «συνολικής, συνεργατικής, ίσης και αδιαίρετης ασφάλειας» στην Ευρώπη.
Γιατί η Ρωσία επαναφέρει την έννοια τώρα;
Είναι σαφές ότι η έννοια του αδιαίρετου της ασφάλειας στην Ευρώπη παραπέμπει σε ένα είδος αρχιτεκτονικής συλλογικής ασφάλειας που στηρίζεται στην παραδοχή ότι συνεργάζονται διαφορετικές χώρες και διαφορετικοί συνασπισμοί, προσπαθώντας να σεβαστούν ο ένας τον άλλο και να αποφεύγουν κινήσεις που μπορούν να προκαλέσουν ένταση.
Αυτή είναι μια αρχιτεκτονική που συζητήθηκε εκτεταμένα κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς γιατί θεωρήθηκε ότι έφερνε την επιθυμητή «ύφεση» ως προς τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό και ως προς την κούρσα των εξοπλισμών και εξασφάλιζε την ειρηνική συνύπαρξη.
Η Μόσχα επαναφέρει τώρα την έννοια αυτή στο πλαίσιο του στρατηγικού διαλόγου που έστω και με ανταλλαγές ασύμπτωτων τοποθετήσεων κάνει με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ακριβώς επειδή πιστεύει ότι είμαστε σε μια περίοδο που έχει ανάλογα χαρακτηριστικά, αυτό που έχει ονομαστεί ως η περίοδος του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», με αφετηρία την Ουκρανική κρίση του 2014 και την αντίδραση στη εκ νέου ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ως τέτοια «ψυχροπολεμική» πρακτική διαβάζει η ρωσική κυβέρνηση εδώ και καιρό και άλλες κινήσεις όπως είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ σε μια κίνηση που μοιάζει ως οι ΗΠΑ να επιθυμούν μια «υγειονομική ζώνη» κρατών-μελών στα σύνορα με τη Ρωσία, αλλά και η εγκατάσταση αντιβαλλιστικών συστοιχιών κοντά στα σύνορά της. Θυμίζουμε εδώ ότι τα αντιβαλλιστικά συστήματα θεωρούνται οπλικά συστήματα «πρώτου χτυπήματος», αφού εξασφαλίζουν μειωμένα αντίποινα από τη χώρα που θα το δεχτεί.
Από την άλλη, για τις ΗΠΑ αλλά και αρκετές άλλες κυβερνήσεις, εδώ και καιρό έχει παγιωθεί η αντίληψη ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι μια δομή που απλώς εκπροσωπεί ένα μπλοκ κρατών που συνυπάρχει με άλλα μπλοκ, αλλά ουσιαστικά η συλλογική ασφάλεια της «Δύσης», ενάντια σε οτιδήποτε την απειλεί.
Η σύγκρουση δύο αντιλήψεων συλλογικής ασφάλειας
Σε αυτό το φόντο είναι που μπορούμε να δούμε την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις για τη συλλογική ασφάλεια.
Η πρώτη θεωρεί ότι ο κόσμος διαπερνάται από ανταγωνισμούς και τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτικών συστημάτων και διαφορετικών μπλοκ κρατών που επιλέγουν να συνυπάρχουν στη βάση αρχών όπως ο αμοιβαίος σεβασμός, η τήρηση κανόνων ως προς τις «ζώνες επιρροής», η αρχή της μη επέμβασης και το «αδιαίρετο της ασφάλειας.
Η άλλη επιμένει ότι ο κόσμος στηρίζεται στην κατά βάση συγκρουσιακή συνύπαρξη ανάμεσα στις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» και τα κράτη που είναι «αυταρχικά» ή «παραβατικά» ή τις «ασύμμετρες απειλές» από «μη κρατικές οντότητες», κάτι που νομιμοποιεί τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» να παίρνουν όλες τις επιλογές που κρίνουν σκόπιμες, από την επέκταση των στρατιωτικών δομών τους, έως τα εξοπλιστικά προγράμματα, την επιβολή κυρώσεων ή ακόμη και ένοπλες επεμβάσεις στο όνομα της νομιμότητας και του διεθνούς δικαίου (συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Το πώς θα συνυπάρξουν – ή ενδεχομένως συγκρουστούν – αυτές οι δύο αντιλήψεις και οι φορείς τους θα είναι αναμφισβήτητα μία από τις παραμέτρους που θα διαμορφώσουν το διεθνές τοπίο τα επόμενα χρόνια.