«Πέθανε στη Θεσσαλονίκη βρέφος 52 ημερών με COVID-19». «Ενα στα τρία νέα κρούσματα SARS-CoV-2 στη χώρα μας ήταν παιδιά την εβδομάδα 17-23 Ιανουαρίου 2022, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ». «Αύξηση νοσηλειών παιδιών με COVID-19 στα ελληνικά νοσοκομεία». «Πενταπλασιασμός νοσηλειών παιδιών με COVID-19 στις ΗΠΑ στα τέλη του 2021», «Κατακόρυφη αύξηση εισαγωγών παιδιών με COVID-19 στα βρετανικά νοσοκομεία».
Αυτοί είναι μόνο λίγοι ενδεικτικοί τίτλοι ειδήσεων του τελευταίου διαστήματος κατά το οποίο όλοι κινούμαστε στον αστερισμό της παραλλαγής Ομικρον του SARS-CoV-2. Μια παραλλαγή που μεταδίδεται σαν «φωτιά» στον πληθυσμό και φαίνεται ότι βρίσκει «πρόσφορο έδαφος» στο ανεμβολίαστο τμήμα του (που δεν είναι μικρό) για να προκαλέσει σοβαρή νόσο και πιθανώς θάνατο. Στο «κάδρο» της Ομικρον φαίνεται να μπαίνουν πλέον περισσότερο και τα παιδιά, τα οποία στα προηγούμενα πανδημικά κύματα συνηθίζαμε να λέμε ότι είναι, τουλάχιστον σε γενικό πλαίσιο, «αλώβητα» από τον SARS-CoV-2. Και έτσι η αγωνία εκατομμυρίων γονέων «χτυπάει κόκκινο»: αποτελεί η Ομικρον σημαντικό κίνδυνο για τα παιδιά τους; Πρέπει να τα εμβολιάσουν ή ο εμβολιασμός μπορεί να είναι επικίνδυνος σε τόσο τρυφερές ηλικίες; Ακόμη και αν τα τέκνα τους νοσήσουν δεν θα είναι μια λοίμωξη σαν ένα απλό κρυολόγημα;
Ρευστή κατάσταση
Ερωτήματα σαν και αυτά που κάνουν τους γονείς να χάνουν τον ύπνο τους θέσαμε στον καθηγητή Παιδιατρικής-Λοιμωξιολογίας στη Β΄ Παιδιατρική Κλινική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) στο Νοσοκομείο Παίδων «Π.&Α. Κυριακού», ομότιμο καθηγητή Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια κ. Θεοκλή Ζαούτη, ο οποίος πιθανότατα είναι γνώριμος στους τακτικούς αναγνώστες του ΒΗΜΑ-Science καθώς με τον επιστημονικό λόγο του έχει διαφωτίσει πολλές φορές το κοινό κατά την πανδημική περίοδο μέσα από τη μέχρι πρότινος θέση του στην Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον SARS-CoV-2.
Ωστόσο, καθώς τους τελευταίους τέσσερις μήνες ο κ. Ζαούτης ανέλαβε ένα άλλο «καίριο» για τη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας καθήκον, το «τιμόνι» του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), δεν μπορούσαμε να μην αδράξουμε την ευκαιρία να ζητήσουμε απαντήσεις και σε άλλα πανδημικά φλέγοντα ζητήματα. Και εκείνος τις έδωσε με γνώμονα πάντα τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής στα χέρια μας, τα οποία δεν σταμάτησε να επαναλαμβάνει ότι είναι ρευστά, όπως πολλάκις μας έχει αποδείξει ως τώρα η κορωνο-πανδημία επιφυλάσσοντάς μας συνεχείς (δυσάρεστες) εκπλήξεις.
Αύξηση κρουσμάτων
Ξεκινώντας από τη σχέση Ομικρον και παιδιών ρωτήσαμε τον κ. Ζαούτη αν πρόκειται για μια (πιο) επικίνδυνη σχέση συγκριτικά με τα προηγούμενα στελέχη του SARS-CoV-2 που έχουμε αντιμετωπίσει. «Τα δεδομένα έχουν αλλάξει από την αρχή της πανδημίας ως σήμερα. Συγκεκριμένα, έχουν αλλάξει δύο σημαντικές παράμετροι τις οποίες πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για κάποια αλλαγή στην επιδημιολογική εικόνα: Κατά πρώτον, στην αρχή της πανδημίας το στέλεχος που επικρατούσε ήταν πολύ διαφορετικό από την Ομικρον. Κατά δεύτερον, επικρατούσαν διαφορετικές επιδημιολογικές συνθήκες – ας μην ξεχνάμε ότι το 2020 αλλά και μέρος του 2021 τα σχολεία ήταν κλειστά. Ετσι δεν είναι εύκολο να συγκριθούν ανόμοια πράγματα – δεν μπορούμε να πούμε ότι τα παιδιά δεν μολύνονταν με τα προηγούμενα στελέχη και μολύνονται τώρα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για την Ομικρον είναι ότι δεν «χτυπά» πιο δυνατά τα παιδιά αλλά ότι εξαπλώνεται ταχύτερα σε ολόκληρο τον πληθυσμό, στον οποίο βέβαια περιλαμβάνονται και τα παιδιά. Ετσι όταν ανεβαίνουν οι συνολικοί αριθμοί κρουσμάτων, είναι επόμενο να ανέβει και ο αριθμός κρουσμάτων στα παιδιά».
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το ότι οι μικρές ηλικίες αποτελούν σε αρκετά μεγάλο βαθμό «δεξαμενή ανεμβολίαστου πληθυσμού», την οποία ο ιός προτιμά. «Ο ιός αναζητεί συνεχώς τον πιο εύκολο δρόμο, εκείνον που θα έχει τα λιγότερα δυνατά εμπόδια. Και οι ανεμβολίαστοι του προσφέρουν ευκολότερα αυτόν τον δρόμο. Πρέπει βέβαια να αναφέρουμε ότι η Ομικρον μολύνει πιο εύκολα και εμβολιασμένα άτομα σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο σε αυτά τα άτομα «σκοντάφτει» στο «τείχος προστασίας» που παρέχει ο εμβολιασμός, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων σε σοβαρή νόσο και θάνατο».
«Οι γονείς που διστάζουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους θα ήταν καλό να σκεφτούν ότι μπορεί σε γενικό πλαίσιο ο ιός να μη “χτυπά” τόσο δυνατά τα παιδιά όσο τους ενηλίκους, ωστόσο υπάρχουν παιδιά που χρειάζονται εισαγωγή στο νοσοκομείο, εισαγωγή σε ΜΕΘ και δυστυχώς κάποια χάνουν τη ζωή τους»
Επιπλέον, όπως τόνισε ο καθηγητής, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τα παιδιά είναι η ομάδα του πληθυσμού που ελέγχεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στη χώρα για την COVID-19. «Τα παιδιά είναι ο μόνος πληθυσμός στην Ελλάδα ο οποίος το τελευταίο διάστημα (σ.σ.: οπότε και διενεργείται διαγνωστικός έλεγχος τόσο σε εμβολιασμένους όσο και σε ανεμβολίαστους μαθητές για την είσοδο στο σχολείο) υποβάλλεται στο σύνολό του σε συνεχές testing – από το νηπιαγωγείο ως το Λύκειο. Οι γονείς είναι πολύ συνεπείς στη διενέργεια των self-tests στα παιδιά και στη συντριπτική πλειονότητά τους τα δηλώνουν, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε. Ετσι είναι επόμενο μέσα από τον τόσο εξονυχιστικό έλεγχο να καταγράφονται και περισσότερα κρούσματα».
Απαραίτητος ο εμβολιασμός όλων
Αφού λοιπόν η Ομικρον δεν φαίνεται να «πλήττει» περισσότερο τα παιδιά, μήπως είναι περιττός ο εμβολιασμός τους και ειδικά με ένα νέο εμβόλιο το οποίο δεν ξέρουμε τι μπορεί να προκαλέσει μακροπρόθεσμα; ίσως θα σκέφτονται αρκετοί γονείς. Ιδού η απάντηση του κ. Ζαούτη: «Τα δεδομένα που έχουμε πλέον στα χέρια μας μετά τον εμβολιασμό εκατομμυρίων παιδιών παγκοσμίως είναι ότι τα εμβόλια για τον SARS-CoV-2 είναι αποτελεσματικά και ασφαλή στις μικρές ηλικίες. Επιπλέον, πρέπει να πούμε στους γονείς που φοβούνται για μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον οργανισμό των παιδιών τους εξαιτίας του εμβολιασμού με εμβόλια που βασίζονται στην τεχνολογία mRNA, ότι βιολογικά δεν γίνεται το mRNA που περιέχουν τα εμβόλια να παρέμβει στο ανθρώπινο DNA. Οι γονείς που διστάζουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους θα ήταν καλό να σκεφτούν ότι μπορεί σε γενικό πλαίσιο ο ιός να μη «χτυπά» τόσο δυνατά τα παιδιά όσο τους ενηλίκους, ωστόσο υπάρχουν παιδιά που χρειάζονται εισαγωγή στο νοσοκομείο, εισαγωγή σε ΜΕΘ και δυστυχώς κάποια χάνουν τη ζωή τους. Και υπάρχει επίσης η περίπτωση να καραδοκεί η μακρά COVID και στις μικρές ηλικίες, στερώντας από τα παιδιά μια φυσιολογική ζωή με ποιότητα».
Πέρα όμως από όλα αυτά, ο εμβολιασμός αποτελεί ένα σημαντικό «τείχος προστασίας» και ενάντια στις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η πανδημία στα παιδιά, η οποία τους έχει στερήσει ήδη για μεγάλο διάστημα την ελευθερία, την κοινωνικοποίηση, τη χαρά, τόνισε ο καθηγητής. «Τα δύο αυτά πανδημικά έτη είχαν σημαντική επίπτωση στην ψυχική υγεία των παιδιών. Μελέτες δείχνουν αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους, αύξηση των αυτοκτονικών τάσεων στους εφήβους, ακόμη και μείωση του προσδόκιμου ζωής τους λόγω του εγκλεισμού και της κατάλυσης της κανονικής ζωής τους. Το εμβόλιο αποτελεί «διαβατήριο ελευθερίας» για τα παιδιά, όπως και για όλους μας».
Μάλιστα, κατά τον κ. Ζαούτη, ο μελλοντικός εμβολιασμός και των ακόμη μικρότερων παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των βρεφών από την ηλικία των έξι μηνών, είναι θεμιτός. Να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι οι εταιρείες Pfizer και ΒioNTech μόλις υπέβαλαν αίτηση στις ΗΠΑ για έγκριση χορήγησης του εμβολίου τους σε βρέφη και νήπια έξι μηνών έως πέντε ετών και αναμένεται ως τα τέλη Φεβρουαρίου το εμβόλιό τους να έχει λάβει το «πράσινο φως» της FDA για χορήγηση σε τόσο μικρές ηλικίες. «Τα πολύ μικρά παιδιά έχουν υψηλότερο κίνδυνο για εισαγωγή σε ΜΕΘ, ιδίως αν το περιβάλλον τους είναι ανεμβολίαστο, και έτσι είμαι θετικός και στον εμβολιασμό αυτής της ηλικιακής ομάδας».
Η εμβολιαστική θωράκιση των παιδιών ωστόσο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί δικαιολογία για τον μη εμβολιασμό των ενηλίκων, κατέληξε ο καθηγητής. «Κάθε γονιός πρέπει να είναι ο πρώτος που θα σπεύσει να εμβολιαστεί για να προστατεύσει τους αγαπημένους του – που οι πιο αγαπημένοι του στον κόσμο δεν είναι άλλοι από τα παιδιά του – αλλά και τον εαυτό του». Αυτά τα λόγια μάλλον αποτελούν τον καλύτερο επίλογο…
40.843 κρούσματα COVID-19 κατεγράφησαν στην ηλικιακή ομάδα 4-18 ετών στη χώρα μας την εβδομάδα 26 Ιανουαρίου ως 2 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ, αριθμός που αντιστοιχεί στο 32% επί του συνόλου των κρουσμάτων (μείωση της τάξεως του 3% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα).
Συγκρατημένη αισιοδοξία για το 2022
Εμβολιασμός μικρών και μεγάλων είναι η καλύτερη «συνταγή» για να υψώσουμε επιτέλους αυτό το χιλιοειπωμένο αλλά μέχρι τώρα ανεπίτευκτο τείχος ανοσίας απέναντι στον SARS-CoV-2. «Βρισκόμαστε πλέον κοντά στο να οικοδομήσουμε το τείχος ανοσίας στη χώρα μας μέσω των εμβολιασμών αλλά και των νοσήσεων. Ωστόσο πρέπει να διευκρινίσουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό το τείχος ανοσίας. Δεν αφορά πλέον τη μετάδοση του ιού αλλά την ανοσία ενάντια σε σοβαρή νόσο και θάνατο. Ο ιός, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει να κυκλοφορεί στην κοινότητα, αλλά στόχος είναι να αποτελεί έναν ιό όπως του κοινού κρυολογήματος που δεν παραλύει την κοινωνία, τα νοσοκομεία και την οικονομία αλλά επιτρέπει στη ζωή να κυλά κανονικά» διευκρίνισε ο κ. Ζαούτης, σπεύδοντας όμως να συμπληρώσει ότι «όπως καλά πλέον γνωρίζουμε η πανδημία είναι μια δυναμική κατάσταση – και αυτός ο ιός μας έχει ήδη επανειλημμένως εκπλήξει – και έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι θα συμβεί στο μέλλον αφού δεν είναι απίθανο να εμφανιστεί μια νέα, πιο απειλητική παραλλαγή του. Ενας λόγος παραπάνω καθώς πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου έχουν πολύ χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και βρίσκονται μακριά από την οικοδόμηση τείχους ανοσίας. Ετσι θα κινδυνεύουμε συνεχώς από πιθανή ανάδυση νέων παραλλαγών του ιού έως ότου υψωθεί παγκόσμιο τείχος ανοσίας». Πάντως, όπως τόνισε ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, έχουμε πλέον πολύ περισσότερα «όπλα» στα χέρια μας, ώστε να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι ότι θα μπορέσουμε να περάσουμε σε μια διαφορετική φάση της πανδημίας το 2022. «Εκτός από τον εμβολιασμό που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μάχης ενάντια στην πανδημία, έχουμε πλέον και τα από του στόματος αντι-ιικά φάρμακα, τα οποία θα συμβάλουν σημαντικά στο να σωθούν ευάλωτα άτομα που θα κατέληγαν στο νοσοκομείο και πιθανώς θα κινδύνευε η ζωή τους».
Το λάθος με τη θνητότητα και ο υψηλός αριθμός θανάτων
Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ θέλησε κατά τη συζήτησή μας να εξηγήσει γιατί, όπως χαρακτηριστικά είπε, δεν ισχύει το ότι η χώρα μας έχει την υψηλότερη θνητότητα από COVID-19 στην Ευρώπη. «Για να υπολογίσουμε σωστά τη θνητότητα πρέπει να λάβουμε υπόψη σε ποια φάση του πανδημικού κύματος βρίσκεται το κάθε κράτος. Η Ελλάδα βρισκόταν μέχρι προσφάτως στην κορύφωση του κύματος της Ομικρον και δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα άλλο κράτος το οποίο βρίσκεται χαμηλά στην καμπύλη του κύματος. Για να γίνει σωστή σύγκριση της θνητότητας πρέπει λοιπόν οι θάνατοι να μην υπολογίζονται ανά εκατομμύριο πληθυσμού αλλά επί των κρουσμάτων της COVID-19. Ο μόνος δείκτης θνητότητας που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για σωστή σύγκριση μεταξύ κρατών αφορά την “υπερβάλλουσα θνητότητα” (excess mortality), η οποία εκφράζεται ως ο αριθμός των θανάτων από όλα τα αίτια κατά τη διάρκεια μιας υγειονομικής κρίσης σε σύγκριση με τον αντίστοιχο αριθμό που θα αναμέναμε αν βρισκόμασταν σε “κανονικές” συνθήκες. Αυτός ο δείκτης αποτυπώνει με πιο ακριβή τρόπο την επίδραση της πανδημίας στη θνητότητα καθώς ξεπερνά σημαντικούς σκοπέλους, όπως εκείνον της μη καταγραφής κρουσμάτων που χάνουν τη ζωή τους ή του θανάτου ασθενών από άλλα αίτια χωρίς να έχουν νοσηλευθεί. Αν δούμε λοιπόν τα στοιχεία για τη χώρα μας στο πλαίσιο της ΕΕ, βρισκόμαστε στην ομάδα των χωρών με χαμηλή υπερβάλλουσα θνητότητα».
Ωστόσο κάθε ημέρα το τελευταίο διάστημα χάνονται 100 και πλέον συνάνθρωποί μας – είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος μήνας του 2022 ήταν ο «φονικότερος» πανδημικός μήνας έως σήμερα με 2.710 θανάτους (87 θάνατοι ανά ημέρα κατά μέσο όρο). Πού αποδίδονται όλες αυτές οι απώλειες; «Ο κύριος παράγοντας για σοβαρή νόσηση και θάνατο ήταν και είναι ο μη εμβολιασμός, αλλά σημαντικό ρόλο παίζει και η ηλικία. Τα δεδομένα των αμερικανικών CDC δείχνουν ότι τα άτομα 80 ετών και άνω έχουν 300 φορές περισσότερες πιθανότητες θανάτου από τα νεότερα άτομα. Καθώς η χώρα μας έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό 80χρονων στην ΕΕ και το πέμπτο μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων άνω των 50 ετών, διαθέτουμε ένα σημαντικό ποσοστό πληθυσμού υψηλού κινδύνου για νοσηλεία και θάνατο. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στα άτομα άνω των 60 ετών αύξησε τα ποσοστά εμβολιασμού σε αυτή την ευάλωτη ηλικιακή ομάδα – και να επισημάνω σε αυτό το σημείο ότι η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού των υγειονομικών ήταν απολύτως απαραίτητη για την προστασία των ίδιων αλλά και των ασθενών τους».
Πάντως, όπως επεσήμανε ο κ. Ζαούτης, «η θνητότητα που βλέπουμε αυτή τη στιγμή αφορά σχεδόν στο σύνολό της την παραλλαγή Δέλτα καθώς υπάρχει διάστημα χρόνου μεταξύ της καταγραφής των κρουσμάτων και της αύξησης των νοσηλειών. Ηδη καθώς πλέον η Ομικρον αποτελεί την απόλυτη κυρίαρχο έχουμε μια ελαφρά μείωση του αριθμού των διασωληνωμένων, γεγονός που μας κάνει να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι σχετικά με το ότι σε περίπου δύο εβδομάδες θα δούμε αποκλιμάκωση των θανάτων».