Ως γνωστόν, ο Μιχάλης Φακίνος έχει μια ακάματη, ζωηρή και σουρεαλιστική φαντασία. Εχει όμως, όπως και κάθε συγγραφέας, εμμονές. Και τον «κυνηγάνε σαν σκιές» μέσα στις ιστορίες του, όπως δήλωσε προς «Το Βήμα» ο ίδιος. «Ο Χρόνος, το Χάος και το Απειρο. Που μπορεί, τελικά, αυτά τα τρία να είναι ένα… Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά υπάρχουν όχι μόνο στους σχεδόν φανταστικούς τόπους που περιγράφω αλλά και στον μυστικό εσωτερικό κόσμο των ηρώων που κάθε φορά επιλέγω ή με επιλέγουν. Σε σκοτεινά βάθη προσπαθώ να φτάσω πάντοτε και να ανακαλύψω τη Μνήμη, ανθρώπων και τόπων. Και αν αυτή δεν υπάρχει, την επινοώ για να μην υπάρχει κανένας χωρίς ιστορία. Η πραγματικότητα, από την άλλη μεριά, μπορεί να μοιάζει με πέτρα, αλλά είναι διάφανο γυαλί που μπορείς να δεις κι από πίσω».
Μιχάλης Φακίνος
Το Πέτρινο 8
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021, σελ. 210, τιμή 15 ευρώ
Το νέο του μυθιστόρημα τιτλοφορείται Το Πέτρινο 8 (εκδ. Καστανιώτη) και συνιστά μια ευφάνταστη αλληγορική σπουδή πάνω στην Ιστορία που προσλαμβάνει οντολογικές και υπαρξιακές σημασίες προτού πλησιάσει ένα αρκούντως δυστοπικό μέλλον. Η γλώσσα του είναι ρυθμική, μαυλιστική, ονειρική κατά έναν τρόπο. Η δομή του βιβλίου είναι, καταπώς λέμε, σπονδυλωτή. Και κάθε σπόνδυλος, κάθε επιμέρους αφήγηση δηλαδή, ενσωματώνει σε τούτη την ενιαία μυθοπλαστική συνθήκη κάποιο επεισόδιο της ελληνικής εμπειρίας η οποία καλύπτει σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα, μεταξύ 1927 και 2017, από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου ως τον εμφύλιο πόλεμο και τη χούντα των συνταγματαρχών. Η πρόσφατη κρίση, ασφαλώς, δεν απουσιάζει επίσης. «Τον αριθμό 8, αν τον πλαγιάσουμε, σχηματίζεται το σύμβολο του Απείρου. Το Πέτρινο 8 στο μυθιστόρημα είναι, στην ουσία, δύο τόποι που τους χωρίζει όμως ένα γκρεμισμένο γεφυράκι. Στον αποδώ τόπο διαδραματίζονται όλες οι ιστορίες με γκρεμίσματα και ξαναχτισίματα. Στον αποκεί, μόνο ένας καταφέρνει να περάσει, ο Ποδηλάτης χωρίς ποδήλατο, αυτός που αναζητεί την ερμηνεία των όσων συμβαίνουν, αυτός που ψάχνει το Αγνωστο, ενδεχομένως το νόημα της ζωής. Το Πέτρινο 8 είναι ένα μουσείο αόρατο που σε κάποια καπρίτσια των νεφών και του ανατέλλοντος ή δύοντος ηλίου φανερώνεται για μια στιγμή δείχνοντας ένα στιγμιότυπο της μικρής ή της μεγάλης ιστορίας, ή, έστω ένα κλικ του Απείρου» εξήγησε ο Μιχάλης Φακίνος.
Τόπος, χρόνος, όντα
Το Πέτρινο 8, με άλλα λόγια, είναι ένα πείραμα στο οποίο υποβάλλεται η ανθρώπινη κατάσταση μέσω της αλλόκοτης συλλειτουργίας του Τόπου και του Χρόνου. «Ξεκινώ με τον Θεόφιλο ανεβασμένο σε μια σκάλα να ζωγραφίζει στον τοίχο ενός καφενείου και σε μια στιγμή οι μάγκες παραδίπλα, για να σπάσουν πλάκα, τον ρίχνουν κάτω και χτυπάει στο κεφάλι και σαλεμένος παίρνει τους δρόμους και φτάνει στο Πέτρινο 8 όπου μαγεύεται από τα ερείπια καθώς βλέπει μπρος στα μάτια του να ζωντανεύουν οι ζωγραφιές του κι αυτές που θα ήθελε να φτιάξει. Από εκεί και πέρα παίρνω εγώ το πινέλο και βάζω στον τόπο τους δικούς μου ήρωες. Με τη μη τελειότητα των έργων του Θεόφιλου, κατά τη συντηρητική αισθητική, που δείχνει όμως την ατέλεια των ανθρώπων που πασχίζουν να πορευτούν μέσα στην ιστορία και στους μύθους. Μπορεί, σαν τον Θεόφιλο, να ζωγράφισε ο Θεός τον Κόσμο, κι εμείς να προσθέτουμε συνεχώς τις δικές μας ατέλειες».
Το κεφάλαιο «1949», λόγου χάρη, είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα Το κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου, ένα έργο που έχει σημαδέψει τον Μιχάλη Φακίνο. «Για τη δικτατορία του Μεταξά και για την απριλιανή χούντα διάλεξα να εισχωρήσω εντός και να περιγράψω, αντιστοίχως, την τραγική γελοιότητα μιας κατασκήνωσης της φασιστικής νεολαίας και έναν κιτς οικισμό με σαλέ για να παραθερίζουν οι αξιωματικοί της χούντας με τις κυρίες τους μέσα από την πολύπλοκη σχέση ενός στρατηγού με την ορντινάντσα του. Το ειρωνικό, σκωπτικό και παρωδιακό ύφος νομίζω πως, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ταίριαζε καλύτερα».
«Σε σκοτεινά βάθη προσπαθώ να φτάσω πάντοτε και να ανακαλύψω τη Μνήμη, ανθρώπων και τόπων. Και αν αυτή δεν υπάρχει, την επινοώ για να μην υπάρχει κανένας χωρίς ιστορία»
Ομως στο Πέτρινο 8 συναντούμε και τρεις μόνιμους κατοίκους: μια χελώνα, έναν αετό και ένα φίδι. «Προέκυψαν καθώς έστηνα το σκηνικό του τόπου, θεωρώντας πως είναι φυσικό να βρίσκονται εκεί. Στην εξέλιξη όμως των ιστοριών του 20ού αιώνα κατάλαβα πως άρχισαν να αποκτούν άλλες διαστάσεις, να γίνονται προσωπικότητες που έδεναν όλες τις ιστορίες με την παρουσία τους και να γίνονται συμβολικές. Για το φίδι ειδικά θέλω να πω πως είναι η μνήμη του τόπου, που αποκτά τις γνώσεις από τα οστά των πεθαμένων. Αλλωστε, σύμφωνα με τη μυθολογία της θρησκείας ήταν το πρώτο ον που είχε γνώση, ήξερε το Δέντρο της Γνώσεως στον Παράδεισο, ήξερε το Καλό και το Κακό και τους απαγορευμένους καρπούς, ήταν το πρώτο ον που αγνόησε τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και του έδωσα ανθρώπινη φωνή για να εξιστορεί και να σχολιάζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Γι’ αυτό το ονόμασα Αχρονο».
Ο φόβος του καιρού μας
Ζητήσαμε κατόπιν από τον Μιχάλη Φακίνο να σχολιάσει το φοβερό τέλος του βιβλίου. «Είναι ολίγον μεταμοντέρνο και βιβλικό συνάμα. Το Πέτρινο 8 του μέλλοντος έχει μεταβληθεί σ’ ένα πεδίο δοκιμής νέων παράλογων όπλων με τη μορφή ντρόουν, πυρηνικά κουνέλια να κυνηγούν αρματωμένα ρολόγια, καμιά ανθρώπινη παρουσία, μόνο οι δύο ήρωες του Μπέκετ να στέκονται εκεί περιμένοντας τον Γκοντό, ο Χρόνος να σταματά, να μηδενίζεται και να γυρίζει δαιμονισμένα πίσω, να φτάνει στις πύλες του Παραδείσου, να ξεκινά ο Κατακλυσμός και η Κιβωτός να αράζει στα βράχια του Πέτρινου 8 και να αντιλαλούν οι δυο βουνοκορφές του τόπου για μια νέα αιωνιότητα. Αραγε θα ξαναζήσουμε τις ίδιες ιστορίες των ανθρώπων; Το ερώτημα θα πλανάται πάνω στα νερά του κατακλυσμού».
Ποιο είναι, τον ρωτήσαμε τότε, το κυρίαρχο στοιχείο του δικού μας καιρού; «Ο φόβος. Ο φόβος του παρόντος με την πανδημία κι ο φόβος του κοντινού μέλλοντος με την κλιματική αλλαγή. Ορατοί κι αόρατοι εχθροί έφτασαν, πλησιάζουν. Δύσκολοι καιροί για τους αισιόδοξους, μα τους χρειαζόμαστε. Από την άλλη μεριά, οι ιστορίες για τους πονεμένους ανθρώπους, τους κατατρεγμένους, τον άσημο απλό άνθρωπο-θύμα, δεν τελειώνουν ποτέ γιατί ο πόνος είναι διαχρονικός, ο άνθρωπος γεννιέται κλαίγοντας άλλωστε, λες και καταλαβαίνει τι τον περιμένει. Μια καλή αφήγηση, λοιπόν, ας προστεθεί στη λίστα του πόνου. Ετσι δημιουργείται η συλλογική Μνήμη που μακάρι ν’ αφήσει ανθρώπους με λιγότερο πόνο».