Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αποφύγει τον πληθωρισμό. Τόσο η υψηλή διασύνδεσή της με την παγκόσμια οικονομία όσο και η μεγάλη εξάρτησή της από τις εισαγωγές καθιστούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ανέφικτο. Επιπλέον, πιθανότατα το πληθωριστικό φαινόμενο θα είναι μαζί μας για μακρύτερο χρονικό διάστημα και όχι παροδικά για λίγους μήνες («Η απειλητική σύνοδος τριών ειδών πληθωρισμού», «Οικον. Ταχυδρόμος», 10 & 11 Ιουνίου 2021).
Αυτά είναι, ασφαλώς, άσχημα νέα. Εν τούτοις, η ελληνική οικονομική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιήσει τον πληθωρισμό ως ευκαιρία για να επιτύχει δύο στόχους: πρώτον, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και, συνεπώς, την απασχόληση και τον ρυθμό ανάπτυξής της και, δεύτερον, να μειώσει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Συνδυάζοντας, μάλιστα, τα παραπάνω με την επιβαλλόμενη ανάγκη να ανακουφίσει, στο μέτρο του δυνατού, τους πολίτες, ιδιαιτέρως δε τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, από μία δραστική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Ισως εκ πρώτης όψεως τα παραπάνω να ακούγονται παράδοξα, όμως δεν είναι. Αρκεί να μη λησμονούμε δύο βασικές παραμέτρους. Οτι, πρώτον, η Ελλάδα είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης και ότι, δεύτερον, κατατρύχεται από την ανεργία ενός πολύ σημαντικού ποσοστού (13%) του ενεργού πληθυσμού της (κάτι που συνιστά το πρωτεύον προς διευθέτηση πρόβλημα κάθε πραγματικά φιλολαϊκής οικονομικής πολιτικής).
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, είναι κυρίως εισαγόμενος. Αφορά τόσο τα καταναλωτικά αγαθά όσο, επίσης, τα ενδιάμεσα και τα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εισροές για την ελληνική παραγωγή. Το πληθωριστικό φαινόμενο θα μπορούσε να ιδωθεί ως επιδείνωση των εξωτερικών όρων εμπορίου της ελληνικής οικονομίας, με την έννοια ότι είναι υποχρεωμένη να πληρώνει περισσότερα στο εξωτερικό για να αγοράζει τα ίδια ή, εναλλακτικά, να πληρώνει τα ίδια για να αγοράζει λιγότερα. Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του φαινομένου. Υπάρχει και μία άλλη, η οποία είναι πιο σημαντική από πλευράς δυνατοτήτων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Οτι, δηλαδή, η επιδείνωση των όρων εμπορίου και ο εισαγόμενος πληθωρισμός λειτουργούν, στην πράξη, όπως λειτουργούσε η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην εποχή της δραχμής.
Γνωρίζουμε ότι η νομισματική υποτίμηση ήταν μία σχετικά οδυνηρή αλλά, ταυτόχρονα, ωφέλιμη και, συχνά, αναγκαία πράξη: προσέφερε τη δυνατότητα να γίνει η χώρα περισσότερο ανταγωνιστική, τουλάχιστον βραχυχρονίως, και να ισορροπήσει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών κάνοντας πιο ακριβές τις εισαγωγές και πιο φθηνές, άρα και πιο ανταγωνιστικές, τις εξαγωγές. Με την έννοια αυτή, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν μία διέξοδος ασφαλείας, την οποία η ελληνική οικονομία έχει απολέσει με τη συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (αποκτώντας, βεβαίως, κάποια άλλα πλεονεκτήματα). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, του διεθνούς και εισαγόμενου στην Ελλάδα πληθωρισμού, υπάρχουν δυνατότητες αυτός να λειτουργήσει ως μία οιονεί μορφή νομισματικής υποτίμησης, η οποία θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας στη μείωση της ανεργίας και προσφέροντας χρόνο για την υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών.
Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι στον εισαγόμενο πληθωρισμό να μην προστεθεί και εγχώριος πληθωρισμός ή, επειδή κάτι τέτοιο είναι σε έναν βαθμό αναπόφευκτο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξής: ο πληθωρισμός στην ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και, κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε τη δημιουργία της γνωστής πληθωριστικής σπείρας κόστους – τιμών. Αποφεύγοντας κάτι τέτοιο θα επιτρέψουμε σε όλους τους κλάδους της εγχώριας οικονομίας που είτε απευθύνονται στη διεθνή αγορά, είτε αντιμετωπίζουν ξένους ανταγωνιστές στην εσωτερική αγορά, να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και, μέσω αυτών, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Επιπρόσθετα, καθώς η ελληνική οικονομία σταδιακά επανέρχεται στο προ πανδημίας επίπεδο λειτουργίας της, μπορούμε με τον τρόπο αυτόν να επιτύχουμε έναν ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μεγαλύτερο από το επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, πράγμα που θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.
Ισως κάποιος ισχυριστεί ότι η πολιτική «εγχώριου αντιπληθωρισμού» την οποία προτείνουμε δεν επιτρέπει να προστατευτεί το επίπεδο εισοδήματος των πολιτών από τον πληθωρισμό. Η άποψη αυτή, όμως, είναι αβάσιμη. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος και καμία δυνατότητα πλήρους προστασίας των πολιτών μίας μικρής ανοικτής οικονομίας από τον (εισαγόμενο) παγκόσμιο πληθωρισμό. Κάθε προσπάθεια «ενίσχυσης» του εισοδήματός τους για αντιστάθμιση του πληθωρισμού είναι έωλη καθώς δημιουργεί τη φαύλη διαδικασία της πληθωριστικής σπείρας που, τελικά, το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει την παραγωγική οικονομία. Επιπλέον, πιστεύουμε πως σημαντικότερη από τη διατήρηση σταθερού επιπέδου εισοδήματος όσων έχουν εργασία είναι η διασφάλιση της εργασίας τους καθαυτής, ενώ για όσους δεν έχουν εργασία είναι η εξασφάλιση πραγματικού εισοδήματος – δηλαδή, εργασίας. Και αυτό μπορεί να το επιτρέψει μόνο ο κατάλληλος χειρισμός της οιονεί υποτίμησης που συνεπάγεται η ύπαρξη του εισαγόμενου διεθνούς πληθωρισμού.
Παρά το ότι όμως στην οικονομία δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, υπάρχουν συγκερασμοί. Η μερική ανακούφιση των πολιτών από τις πιέσεις του πληθωρισμού που απειλεί να υποβιβάσει δραστικά το επίπεδο διαβίωσής τους, οδηγώντας τους οικονομικά ασθενέστερους ακόμη και σε εξαθλίωση, μπορεί σε έναν βαθμό να επιτευχθεί μεταφέροντας ένα μέρος του σημερινού βάρους στο μέλλον, με τη μορφή δημοσιονομικού ελλείμματος. Ο τρόπος αυτός (ο οποίος μάλιστα είναι απόλυτα συμβατός και με την οιονεί νομισματική υποτίμηση) είναι η λεγόμενη «δημοσιονομική υποτίμηση».
Αφορά τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και των λοιπών φόρων στην ενέργεια. Κάτι που βραχυχρόνια θα έχει, ασφαλώς, δυσμενή αποτελέσματα στη δημοσιονομική χρήση, πλην όμως θεωρούμε πως, πέραν της κοινωνικής αναγκαιότητας που η πολιτική αυτή εξυπηρετεί, το δημοσιονομικό πρόβλημα θα τείνει να διορθωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα με την αύξηση της φορολογητέας ύλης που θα προέλθει από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Εξυπακούεται ότι, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να υπάρχει και περικοπή κάθε αχρείαστης δαπάνης: για παράδειγμα, δεν είναι η στιγμή να επιδοτείται η αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων (και η δημιουργία θέσεων εργασίας στο εξωτερικό).
Βεβαίως, όλοι ξέρουμε πως ζούμε σε μία χώρα όπου, συνήθως, τις εκλογές κερδίζει όποιος μοιράζει λεφτά με σακούλες σε κάθε έναν που του λέει καλημέρα στα ελληνικά! Ή, έστω, όποιος υπόσχεται πειστικότερα απ’ όλους ότι θα κάνει κάτι τέτοιο. Η εμπειρία, όμως, έδειξε ότι αυτό είναι καταστροφικό και για τη χώρα αλλά και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αυτής της άθλιας νοοτροπίας και συμπεριφοράς. Πραγματικά υπεύθυνη και φιλολαϊκή πολιτική, σήμερα, είναι μόνο εκείνη που μπορεί να επωφεληθεί από την ευκαιρία που προσφέρει ο εισαγόμενος πληθωρισμός για να κάνει την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική διεθνώς και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για εκείνους που δεν έχουν.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος