Οι δηλώσεις του έκαναν τον γύρο του κόσμου και προκάλεσαν κατάπληξη. Πρόκειται για τον Κάι Άχιμ Σένμπαχ που πριν λίγες ημέρες είχε τον ανώτερο στρατιωτικό βαθμό στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό. Μέχρις ότου σε συζήτηση στα αγγλικά με μέλη δεξαμενής σκέψης στις Ινδίες, φορώντας την στολή του και με ανοιχτές τις τηλεοπτικές κάμερες, εξέφρασε τις προσωπικές του πεποιθήσεις για τη διένεξη μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Έκανε λόγο για σεβασμό και αντιμετώπιση ως ίσου προς ίσον απέναντι στον Πούτιν που «πιθανώς αξίζει». Για την κατεχόμενη από τους Ρώσους Κριμαία είπε ότι πιθανόν να χάθηκε οριστικά από την Ουκρανία και χαρακτήρισε τον φόβο πιθανής ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ως «ανοησία».
Αμέσως ξέσπασε θύελλα αγανάκτησης και το Κίεβο κάλεσε τον Γερμανό πρέσβη για εξηγήσεις. Εντός 24 ωρών ο αντιναύαρχος Σένμπαχ έχασε τη θέση του επιθεωρητή των ναυτικών δυνάμεων και στη συνέχεια ζήτησε ο ίδιος να αποστρατευτεί. Αλλά βέβαια εκείνο που έμεινε στις συμμαχικές χώρες είναι η αμφιβολία. Μήπως δηλαδή οι πεποιθήσεις του Σένμπαχ βρίσκουν σύμφωνο ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ στη Γερμανία;
Όχι στα όπλα, ναι στο ρωσικό φυσικό αέριο;
Βέβαια στη Deutsche Welle ο Κρίστοφ Χόισγκεν, επί πολλά χρόνια σύμβουλος ασφαλείας της Άγκελας Μέρκελ, έδωσε διαβεβαιώσεις ότι η απομάκρυνση του αντιναυάρχου αποτελεί απόδειξη της ενότητας στους κόλπους της γερμανικής κυβέρνησης. Αλλά ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και σε ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης η εικόνα της Γερμανίας ως αξιόπιστης συμμάχου απέκτησε ρωγμές. Και προκλήθηκε κύμα κριτικής κατά του Βερολίνου αναμεμειγμένο με πικρόχολα σχόλια. Ιδιαίτερα από την χρονική στιγμή που η Γερμανία μετά από έντονες πιέσεις της Ουκρανίας κι άλλων συμμάχων για χορήγηση όπλων τελικά έστειλε 5.000 προστατευτικά κράνη. Η νέα γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρώτη κρίση της στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής που συμπίπτει και με κρίση της εικόνας της. Ο Πιοτρ Μπούρας, επικεφαλής του γραφείου της δεξαμενής σκέψης European Council on Foreign Relations στη Βαρσοβία, κάνει λόγο για «τεράστια κατάπληξη» στο επικοινωνιακό χάος στο Βερολίνο. «Για καιρό η γερμανική κυβέρνηση δεν μιλούσε με μια φωνή. Ακούγονταν πολλές φωνές και δεν διακρίνονταν κοινή γραμμή». Πολλές ξένες εφημερίδες αναρωτιούνται ποιο ακριβώς είναι το γερμανικό στίγμα στην πολιτική έναντι της Ουκρανίας, την ώρα που άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Δανία και οι ΗΠΑ, έχουν στείλει μαχητικά αεροσκάφη ή φρεγάτες. Ιδιαίτερη κριτική ασκήθηκε σε μια συγκεκριμένη περίπτωση:
Στην άρνηση της Γερμανίας να δώσει την συγκατάθεσή της στην Εσθονία να στείλει στην Ουκρανία 9 οβιδοβόλα από τα οπλικά αποθέματα της πρώην Α. Γερμανίας. Ο λόγος ήταν ότι παραδοσιακά η Γερμανία τηρεί συγκρατημένη στάση στην χορήγηση όπλων σε περιοχές κρίσης.Τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και κυρίως η εξάρτησή της από ρωσικό φυσικό αέριο με αφορμή των αγωγό Nord Stream 2 αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερα κριτική διάθεση κυρίως από τις ΗΠΑ, όπου γίνεται συνεχώς στόχος στα πολλά talksshows. Με αποτέλεσμα η Γερμανίδα πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Έμιλι Χάμπερ να διαβεβαιώσει στο twitter ότι σε έσχατη περίπτωση ο συγκεκριμένος αγωγός θα ενταχθεί στις κυρώσεις.
Λείπει η άμεση πρόσβαση της Μέρκελ
Η δημόσια πρόσληψη των διαφορών στη γραμμή της γερμανικής κυβέρνησης στο ουκρανικό εμφανίζεται σε πολλά επίπεδα. Καταρχήν ανάμεσα στους εταίρους του τρικομματικού συνασπισμού. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι συμφωνούν σε μια πιο σκληρή πολιτική έναντι της Ρωσίας, οι Σοσιαλδημοκράτες τονίζουν συνεχώς την ανάγκη «συνεχούς ύφεσης» και «διαλόγου». Αλλά και μέσα στο SPD του Όλαφ Σολτς καταγράφηκε «κακοφωνία» σε σημείο που τη Δευτέρα σε συνάντηση κορυφαίων στελεχών του κόμματος, της Κ.Ο και της κυβέρνησης να χρειαστεί «ευθυγράμμιση» των θέσεων. Ποια ήταν αυτή; Ότι σε περίπτωση ρωσικής εισβολής όλες οι εκδοχές για σκληρές κυρώσεις θα μπουν πάνω στο τραπέζι, όλα τα διπλωματικά κανάλια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για εκτόνωση, ιδιαίτερα στο λεγόμενο σχήμα της Νορμανδίας, στο οποίο η Γερμανία συμμετέχει με τη Γαλλία, την Ουκρανία και τη Ρωσία και συνέχεια στην άρνηση χορήγησης όπλων στο Κίεβο για να μην εξασθενίσει η διαμεσολαβητική θέση της Γερμανίας. Θα πρέπει να τονιστεί ότι σε ό,τι αφορά στη χορήγηση όπλων, η κυβέρνηση βρίσκεται στην ίδια γραμμή με την πλειονότητα των Γερμανών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Ερευνών YouGov, το 59% των ερωτηθέντων επικροτεί τη στάση της κυβέρνησης να μην στείλει όπλα. Μόνο ένας στους πέντε τάσσεται υπέρ. Στους τομείς οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας η Γερμανία ανήκει ανάμεσα στους μεγαλύτερους χορηγούς της Ουκρανίας.
Ένα άλλο σημείο κριτικής είναι ότι με την αποχώρηση της Μέρκελ από την πολιτική δημιουργήθηκε κενό στην ευρωπαϊκή ρωσική πολιτική που ο καγκελάριος Σολτς φαίνεται ότι δεν είναι σε θέση ακόμη να καλύψει. Με καθυστέρηση ο Σολτς ανακοίνωσε προχθές από το δεύτερο κανάλι της δημόσιας τηλεόρασης ZDF ότι «σύντομα» θα πάει στη Μόσχα για συνομιλίες με τον πρόεδρο Πούτιν. Η εβδομαδιαία βρετανική εφημερίδα Economist όμως καταγγέλλει ότι από την κυβερνητική αλλαγή στη Γερμανία το κανάλι εντατικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο Βερολίνο και τη Μόσχα έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό ανενεργές. Πόσο στενές ήταν οι επαφές, το επιβεβαιώνει στην DW ο Χορστ Τέλτσικ, έμπιστος του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Κολ. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας πολλών διαπραγματεύσεων γύρω από τη γερμανική επανένωση και στη συνέχεια για πολλά χρόνια επικεφαλής της Διάσκεψης Ασφάλειας του Μονάχου. Ο βετεράνος της πολιτική λέει ότι το προτέρημα της τέως καγκελαρίου Μέρκελ ήταν ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τηλεφωνήσει στον Πούτιν και να συζητήσει μαζί του. Κάτι που όπως γράφει ο Economist, έκανε η Μέρκελ συχνά τους τελευταίους μήνες της θητείας της. Αντίθετα ο Όλαφ Σολτς παρά την κρισιμότητα της κατάστασης είχε μία μόνο τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο Πρόεδρο, τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου.
Ματίας φον Χάιν
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου