Τα σενάρια περί αλλαγής του εκλογικού νόμου που ψήφισε η ΝΔ το 2020 υιοθετώντας το κλιμακωτό μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα φαίνεται να προσκρούουν στις κυβερνητικές προθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι δεύτερες κάλπες που θα στηθούν μετά τις εκλογές που θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016 (στην περίπτωση που καταστεί αδύνατη η συγκρότηση κυβέρνησης, όπως πολλοί πιθανολογούν), θα γίνουν με το υφιστάμενο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
Οι δηλώσεις Οικονόμου
«Οι θέσεις του Πρωθυπουργού για τον χρόνο και τον τρόπο που θα γίνουν οι εκλογές δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Οι εκλογές θα γίνουν το 2023 με το ισχύον σύστημα» δήλωσε προ ημερών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου σχολιάζοντας τη φιλολογία που αναπτύσσεται περί σκέψεων για νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου προκειμένου να επιτυγχάνεται η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος με μικρότερο ποσοστό από αυτό που απαιτείται με τον παρόντα νόμο (περί το 38% – σε συνάρτηση πάντα με το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που δεν καταφέρνουν να περάσουν το «κατώφλι» του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή).
Η φράση Βορίδη
Μια φράση του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη σχετικά με το αν υπάρχει θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου αναζωπύρωσε τη σεναριολογία: «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει σκέψη για αλλαγή του εκλογικού νόμου» είπε, δήλωση που ερμηνεύτηκε ότι αφήνει το ενδεχόμενο αυτό ανοιχτό για το μέλλον. Ωστόσο οι διευκρινίσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου έσπευσαν να κλείσουν το θέμα που επιχειρήθηκε να ανοίξει. Αλλωστε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαχέονται, δεν είναι, ούτε ήταν στις προθέσεις του Μεγάρου Μαξίμου να προχωρήσει στην αλλαγή του εκλογικού νόμου που ψήφισε η ΝΔ, κίνηση που θα εξέπεμπε ένα μήνυμα «άτακτης υποχώρησης» καθώς θα εμφάνιζε το κυβερνών κόμμα να μην πιστεύει ούτε το ίδιο στην επίτευξη του στόχου της αυτοδυναμίας, αλλά και «θεσμικής απαξίωσης» εμφανίζοντας την πλειοψηφία να εργαλειοποιεί το Σύνταγμα προκειμένου να φέρει στα μέτρα και στις επιδιώξεις της τον εκλογικό νόμο που ψηφίστηκε με πρωτοβουλία της, πριν καν αυτός εφαρμοστεί!
«Θεσμικός ευτελισμός»
«Μια τέτοια κίνηση θα ήταν θεσμικός ευτελισμός» σημειώνει χαρακτηριστικά έγκριτος συνταγματολόγος, διευκρινίζοντας πάντως ότι στη θεωρητική περίπτωση που επιχειρούνταν εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου αυτός θα ίσχυε από τις μεθεπόμενες εκλογές (μετά την απλή αναλογική) και όχι σε τυχόν τρίτη εκλογική αναμέτρηση. Θα ίσχυε δηλαδή αυτό που ορίζει το Σύνταγμα στην περίπτωση που ο εκλογικός νόμος δεν συγκεντρώνει την αυξημένη πλειοψηφία των 200 βουλευτών: ότι ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές. Με δεδομένο δε ότι ο μεταγενέστερος νόμος καταργεί τον προγενέστερο, η εκλογική αναμέτρηση που θα ακολουθούσε τις εκλογές με την απλή αναλογική στην περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης, θα διεξαγόταν με τον νεότερο εκλογικό νόμο και όχι με τον (υφιστάμενο) νόμο Θεοδωρικάκου.
Συζητήσεις και σενάρια
Μπορεί θέμα αλλαγής εκλογικού νόμου να μην έχει στην ατζέντα του το Μέγαρο Μαξίμου, ωστόσο υπάρχουν συζητήσεις στο «γαλάζιο» στρατόπεδο μεταξύ εκείνων που θεωρούν ότι ο εκλογικός νόμος που ψήφισε η ΝΔ ήταν «άτολμος» ως προς τον στόχο του – την άνετη επίτευξη της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος προς χάριν της κυβερνητικής σταθερότητας. Υπενθυμίζεται ότι το κλιμακούμενο μπόνους προβλέπει πως το πρώτο κόμμα που λαμβάνει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, παίρνει μπόνους 20 έδρες και για κάθε επιπλέον 0,5% παίρνει μία ακόμα έδρα, ενώ για να λάβει το maximum μπόνους των 50 εδρών χρειάζεται ποσοστό 40%. Σύμφωνα με μια εκδοχή που συζητούν οι θιασώτες της αλλαγής του εκλογικού νόμου, θα μπορούσε το 0,5% να μετριαστεί στο 0,4%, κάτι που σημαίνει ότι το 40% που απαιτείται για το μπόνους των 50 εδρών θα μειωνόταν στο 36,5%, διευκολύνοντας το πρώτο κόμμα στην επίτευξη της πολυπόθητης αυτοδυναμίας.
Η επάνοδος του ΚΙΝΑΛ, το τρικομματικό σκηνικό και η πολυπόθητη αυτοδυναμία
Η δυναμική επάνοδος στο πολιτικό παιχνίδι του ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ ήρθε να τονώσει το αίσθημα της ανασφάλειας όσων βλέπουν το αφήγημα της αυτοδυναμίας να αποδυναμώνεται κινδυνεύοντας, με τις νέες πολιτικές τάσεις που διαφαίνονται, να κινηθεί σε οριακά επίπεδα. Το υπό διαμόρφωση τρικομματικό σκηνικό που αποτυπώνεται δημοσκοπικά αλλάζει τα δεδομένα των εκτιμήσεων και των προβλέψεων πολλών, ενώ οι αποστάσεις ασφαλείας του Νίκου Ανδρουλάκη από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ως προς την προοπτική κυβερνητικών συμπλεύσεων επιτείνει το κλίμα αβεβαιότητας.
Για την ώρα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τοποθετήσει το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ «εκ των πραγμάτων στην κεντροαριστερή και όχι στην κεντροδεξιά πολυκατοικία», ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας έχει δηλώσει ότι αν ο κ. Ανδρουλάκης «επιμείνει στην αυτόνομη πορεία και δεν απαντάει πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος, κινδυνεύει να γίνει ΚΚΕ του Κέντρου». Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν πέρασε απαρατήρητη η δήλωση του κ. Ανδρουλάκη (στην «Εστία») ότι «δεν έχουμε εμείς κανέναν λόγο να συγκυβερνήσουμε με τη Δεξιά», μια αποστροφή με πολλαπλούς αποδέκτες: όχι μόνο τον κ. Μητσοτάκη αλλά και τους «πασοκογενείς» και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, στον επαναπατρισμό των οποίων προσβλέπει. Η κινητικότητα που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις θα παίξει τον ρόλο της στην πορεία διαμόρφωσης των νέων εκλογικών συσχετισμών. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διπλές εκλογές που έρχονται θα αποτελέσουν μια δύσκολη εξίσωση με αρκετούς «αγνώστους χ, ψ, ω».
Δεδομένου ότι με το σύστημα της απλής αναλογικής δεν θα προκύψει αυτοδυναμία όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα, οι πρώτες εκλογές καθίστανται πεδίο δοκιμασίας και αντοχών για όλο το πολιτικό σύστημα. Ακόμα και αν το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων κινηθεί στο 8% που συγκέντρωσαν στις εκλογές του 2019 (ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί) για να κατακτήσει το πρώτο κόμμα την αυτοδυναμία θα χρειαζόταν πάνω από 46% (η ΝΔ συγκέντρωσε το 2019 ποσοστό 39,8% για να κάνει αυτοδύναμη κυβέρνηση). Κατ’ αντιστοιχία στις δεύτερες εκλογές ενισχυμένης αναλογικής με το κλιμακούμενο μπόνους εδρών (με το ίδιο ποσοστό 8% των εκτός Βουλής κομμάτων) ο πήχης της αυτοδυναμίας τοποθετείται στο 38% και δίνει οριακή πλειοψηφία 151 εδρών (στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Mega η εκτίμηση ψήφου για τη ΝΔ ήταν 36%, για τον ΣΥΡΙΖΑ 24,2% και για το ΚΙΝΑΛ 18,5%, ενώ η πρόθεση ψήφου κινήθηκε σε 29,1% για τη ΝΔ, 19,6% για τον ΣΥΡΙΖΑ και 15% για το ΚΙΝΑΛ).