Ρεπορτάζ του ανταποκριτή της Ηandelsblatt στην Ελλάδα Γκερτ Χέλερ αναφέρεται στους «πλοιοκτήτες του Πειραιά», οι οποίοι επενδύοντας έγκαιρα επωφελούνται τώρα από τις υψηλότερες τιμές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «η κρίση του φυσικού αερίου αναγκάζει την Ευρώπη να επανεξετάσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία. Η κρατική εταιρεία Gazprom μείωσε ήδη τις παραδόσεις της τον Ιανουάριο. Σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξουν προβλήματα εφοδιασμού. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) μπορεί να βοηθήσει στην εξασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο για ολόκληρη την Ευρώπη. Και αυτά είναι τα καλά νέα για τους Eλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι έχουν επενδύσει πολλά στην κατασκευή δεξαμενόπλοιων LNG κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ενώ σήμερα ο πιο σύγχρονος στόλος παγκοσμίως βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους».
Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, «οι Έλληνες πλοιοκτήτες αναγνώρισαν από νωρίς την τάση προς το υγραέριο. Επένδυσαν συγκεκριμένα σε δεξαμενόπλοια υγραερίου από τη δεκαετία του 1990 και απέκτησαν σημαντική επιρροή στον σχεδιασμό των πλοίων, όπως για παράδειγμα στην ανάπτυξη δεξαμενών αερίου ιδιαίτερα μικρού βάρους. Μέχρι στιγμής, οι Έλληνες έχουν ναυλώσει τα πετρελαιοφόρα τους κυρίως στην περιοχή της Ασίας. Η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν αποτελούν παραδοσιακά τους μεγαλύτερους αγοραστές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές στην περιοχή παραμένει η Αυστραλία. Οι ΗΠΑ αποκτούν ωστόσο όλο και μεγαλύτερη σημασία ως προμηθευτής στον εφοδιασμό της Ευρώπης, ενώ φέτος αναμένεται να ξεπεράσουν το Κατάρ και την Αυστραλία».
«Σε τεντωμένο σκοινί» ο Ερντογάν
Δημοσίευμα στην Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει την έκτη επίσκεψη του τούρκου προέδρου στο Κίεβο από το 2019 και τις προσπάθειές της Τουρκίας να αποτρέψει μια στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας: «Ο Ερντογάν δεσμεύτηκε για την πρόθεση της χώρας του να στηρίξει την Ουκρανία κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο. Επιβεβαίωσε, ωστόσο, και την προθυμία του να μεσολαβήσει μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απέρριψε αυτή την προσφορά. Πριν αναχωρήσει για το Κίεβο, ο Ερντογάν δήλωσε ότι ο Πούτιν αναμένεται να τον συναντήσει στην Άγκυρα τις επόμενες ημέρες μετά την επιστροφή του από το Πεκίνο».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο τούρκος πρόεδρος «βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί. Όχι μόνο διότι η Άγκυρα αγόρασε το ρωσικό σύστημα αεράμυνας S400. Η Τουρκία λαμβάνει το 40% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία, χωρίς να έχει άλλη διαθέσιμη εναλλακτική. Επιπλέον, οι Ρώσοι συνιστούν παραδοσιακά τη μεγαλύτερη ομάδα παραθεριστών στην Τουρκία, ενώ η Ρωσία αποτελεί και μια πολύ σημαντική αγορά για τα τουρκικά γεωργικά προϊόντα. Από την άλλη πλευρά, ο Ερντογάν υποστηρίζει μια μεγαλύτερη παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η Τουρκία ανησυχεί ότι η Ρωσία έχει αυξήσει μαζικά τη ναυτική της παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Οι «πολιτικοί» Ολυμπιακοί Αγώνες στο Πεκίνο
Η βερολινέζικη taz σχολιάζει στο πρωτοσέλιδό της τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι ξεκινούν στο Πεκίνο σήμερα, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα γεγονότα στην πρόσφατη αθλητική ιστορία». Όπως αναφέρει, «το 2008, όταν η ίδια πόλη φιλοξένησε τους Θερινούς Αγώνες, η Κίνα ήταν και τότε μια αυταρχική χώρα. Αλλά το 2008 υπήρχε ακόμα ελπίδα ότι οι αγώνες θα μπορούσαν να συμβάλουν στο άνοιγμα και τη φιλελευθεροποίηση της Κίνας. Και κάποιες βελτιώσεις σημειώθηκαν, όντως. Από αυτά όμως πλέον δεν έχει απομείνει τίποτα. (…) Το Πεκίνο δεν δίστασε να ξοδέψει, ώστε να μετατρέψει τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε μία τεράστια εκδήλωσε προπαγάνδας. Οι επικριτές των Αγώνων του Πεκίνου και οι δυτικές κυβερνήσεις, οι οποίες μποϊκοτάρουν διπλωματικά, κατηγορούν την κυβέρνηση της Κίνας ότι πολιτικοποιεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Το άρθρο επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι ανεξάρτητα από τη χώρα διεξαγωγής τους οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν και είναι πάντα άκρως πολιτικοί. Μάλιστα καταλήγοντας τονίζει, ότι η προσοχή, την οποία συγκεντρώνουν παγκοσμίως «είναι μία ευκαιρία να επισημανθούν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο επεκτατισμός και η αυταρχικότητα της κινεζικής ηγεσίας».
Χρύσα Βαχτσεβάνου