Οταν τον περασμένο Δεκέμβριο οι υποψηφιότητες για τα βραβεία των Χρυσών Σφαιρών 2022 ανακοινώθηκαν, πολύς κόσμος φάνηκε να αναρωτιέται για το «Belfast», μια ταινία που εμφανίστηκε από το πουθενά και που μαζί με την «Εξουσία του σκύλου» της Τζέιν Κάμπιον συγκέντρωσε τις περισσότερες υποψηφιότητες (επτά). Το «Belfast» φέρει την υπογραφή του Κένεθ Μπράνα του οποίου, ως γνωστόν, η πολλά αναμενόμενη ταινία του για το 2022 είναι το «Εγκλημα στον Νείλο» (επίσης σε δική του σκηνοθεσία), όπου για δεύτερη φορά στην καριέρα του υποδύεται τον βέλγο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό, ήρωα των μυθιστορημάτων μυστηρίου της Αγκαθα Κρίστι. Το «Εγκλημα στον Νείλο», που θα διανεμηθεί στις 10 Φεβρουαρίου, ακολουθεί την επιτυχία της ταινίας «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» (2017), στην οποία ο Ιρλανδός Μπράνα είχε για πρώτη φορά υποδυθεί τον Βέλγο Πουαρό. Αν όμως το «Εγκλημα στον Νείλο» είναι μια πανάκριβη παραγωγή μεγάλου στούντιο απευθυνόμενη σε μαζικό κοινό, το μικρό, ασπρόμαυρο «Belfast», το οποίο από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες, είναι ίσως η πιο προσωπική κινηματογραφική υπόθεση του ηθοποιού, παραγωγού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε κερδίσει τον τίτλο του μεγάλου ανανεωτή των έργων του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.
Μια πόλη με ιστορίες…
«Το Μπέλφαστ είναι μια πόλη με πολλές ιστορίες» θα πει ο Κένεθ Μπράνα για τη γενέτειρά του την οποία μέσω της ομότιτλης ταινίας τιμά πανέμορφα και πολύ ανθρώπινα. «Μου πήρε 50 χρόνια για να βρω τον σωστό τρόπο και τον σωστό τόνο ώστε να γράψω τη δική μας ιστορία, της οικογένειάς μου». Χρονική περίοδος του «Belfast» είναι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η κοινωνική δυσαρέσκεια που σιγόβραζε επί χρόνια στη Βόρεια Ιρλανδία εξερράγη βίαια, με τη θρησκεία να έχει ανάψει το φιτίλι του μίσους: οι καθολικοί έγιναν φανατικοί αντίπαλοι των προτεσταντών και ένας πραγματικός πόλεμος ξέσπασε στη χώρα. Πολλές οικογένειες που δεν ενδιαφέρονταν για αυτόν τον πόλεμο βρέθηκαν στην κυριολεξία εγκλωβισμένες πίσω από τα χαρακώματα και μία από αυτές τις οικογένειες ήταν του Μπράνα, την ιστορία της οποίας αφηγείται στο «Belfast». Οδηγός του τα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού, του Μπάντι (Τζουντ Χιλ), το οποίο προσπαθεί να μεγαλώσει μέσα στο χάος των ταξικών, πολιτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων της εποχής. Στηρίγματά του είναι κυρίως η οικογενειακή ασφάλεια, η θαρραλέα μητέρα του (Κατρίνα Μπαλφ), ο ακούραστος πατέρας του (Τζέιμι Ντόρναν), αναγκασμένος να ταξιδεύει στο Λονδίνο για το μεροκάματο, ο μεγαλύτερος αδελφός του (Λούις Μακ Ασκι), η γιαγιά και ο παππούς του (Τζούντι Ντεντς, Κίερον Χάιντς). Eνα ακόμα στήριγμα του παιδιού είναι ο μαγικός κόσμος που ανακαλύπτει στον κινηματογράφο, ο οποίος χωρίς να το ξέρει θα είναι ο δρόμος της ζωής του. Γιατί αυτό το παιδί είναι φυσικά ο ίδιος ο Κένεθ Μπράνα την εποχή που από πολύ νωρίς είχε κληθεί να χαράξει τον δύσκολο δρόμο του. «Στο Μπέλφαστ του 1968 βιώναμε έναν κόσμο σε μετάβαση, η ειδυλλιακή γειτονιά ξαφνικά ανατρεπόταν από την άφιξη ενός όχλου που τη διαπερνούσε σαν σμήνος μελισσών καταστρέφοντας την ειρήνη» είπε ο Μπράνα ενθυμούμενος την εποχή των παιδικών χρόνων του. «Θυμάμαι τη ζωή να ανατρέπεται μέσα σε ένα απόγευμα, σχεδόν σε αργή κίνηση, χωρίς να καταλαβαίνω τους ήχους που άκουγα».Και όταν μια στιγμή αργότερα γύριζε για να κοιτάξει τον όχλο στο βάθος του δρόμου, ήξερε ότι τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο. «Η ζωή δεν θα ήταν ξανά η ίδια. Υπήρχε κάτι δραματικό και συγχρόνως οικουμενικό σε αυτό το γεγονός…».
Η σημασία της οικογένειας
To «Belfast» προασπίζει πολύ έντονα την έννοια της οικογένειας και ο Κένεθ Μπράνα θέλησε αυτή η έννοια να γίνει βίωμα ανάμεσα στους συντελεστές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, τα οποία δεν έγιναν κάτω από τις πιο ιδανικές συνθήκες, καθώς το φιλμ υλοποιήθηκε μέσα στην πανδημία της COVID-19. Τα γυρίσματα άρχισαν αμέσως μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου, την άνοιξη του 2020, και πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία και στην Αγγλία, με τον Μπράνα ενορχηστρωτή ακόμα και των θετικών πτυχών που μπορούσαν να βρεθούν για να γίνει η δουλειά μέσα στην πανδημία.
Μία από αυτές ήταν ότι το καστ θα έπρεπε να ζήσει σε μια «φούσκα», προστατευμένο κατά κάποιον τρόπο, στον δρόμο που κατασκευάστηκε ειδικά για την ταινία, αφού δεν υπάρχει πλέον. Ο Μπράνα περπάτησε όλους τους δρόμους της πόλης μαζί με τον σχεδιαστή παραγωγής Τζιμ Κλέι, στενό συνεργάτη του και στις διασκευές των βιβλίων της Κρίστι. «Αυτές οι διαδρομές με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω για πρώτη φορά πόσο μικρή πόλη είναι το Μπέλφαστ» είπε, αν και τελικά λόγω της πανδημίας δεν ήταν εφικτό να χρησιμοποιηθεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα πραγματικός δρόμος της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων έγινε σε στούντιο της Αγγλίας όπου και κατασκευάστηκε ο δρόμος που βλέπουμε στην ταινία, σύμφωνα με το πρότυπο του πραγματικού ιρλανδέζικου. Αυτή η «σκηνική ελευθερία» συνέβαλε τα μέγιστα στην αρμονική υλοποίηση της ταινίας, η οποία διατρέχεται από ήχους του σπουδαίου ιρλανδού τραγουδιστή Βαν Μόρισον.
Στις υποψηφιότητες των Χρυσών Σφαιρών το «Belfast» αρκέστηκε σε ένα μόνο βραβείο, εκείνο του σεναρίου για τον ίδιο τον Μπράνα, ο οποίος μέχρι σήμερα έχει προταθεί για πέντε Χρυσές Σφαίρες και πέντε Οσκαρ σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες. Το αν το «Belfast» θα καταφέρει να ελκύσει τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου κερδίζοντας υποψηφιότητες και στα Οσκαρ 2022 θα το γνωρίζουμε στην ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων που θα γίνει την Τρίτη 8 Φεβρουαρίου. Ολα δείχνουν πάντως ότι η ταινία δεν θα λείπει και από αυτά τα βραβεία.
Η ταινία «Belfast» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου, ενώ το «Εγκλημα στον Νείλο» θα αρχίσει να προβάλλεται από την Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου.