Το στοίχημα της απολιγνιτοποίησης
Η απόφαση της κυβέρνησης για πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας μέχρι το 2028 είναι ιστορικών διαστάσεων και, δεδομένων των μεγεθών, αντίστοιχη κατά την άποψή μου με την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα πυρηνικά της εργοστάσια. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να προσδώσουμε στο πρόγραμμα μετάβασης διεθνείς διαστάσεις και να αποτελέσει ένα στοίχημα όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την ΕΕ.
Η ελληνική λιγνιτική βιομηχανία είχε περιέλθει εδώ και μία τουλάχιστον 10ετία σε οικονομικό και μη ανατρέψιμο αδιέξοδο.
Γνωρίζουμε όμως ότι το θέμα της απολιγνιτοποίησης συζητείται από τη δεκαετία του ’90 και το 1996 για πρώτη φορά αποφασίστηκε να δίνεται ετήσιος ειδικός πόρος στις λιγνιτικές περιοχές από τον προϋπολογισμό της ΔΕΗ για να προετοιμαστούν γι’ αυτό που θα γινόταν 30 χρόνια μετά.
Σήμερα είναι εμφανές ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου, για την προετοιμασία σε υποδομές, τομεακές επιλογές και αναβάθμιση των δεξιοτήτων των κατοίκων, και έτσι η απόφαση προσελήφθη από τους πολίτες ως ένας βίαιος αιφνιδιασμός.
Η αύξηση από την ΕΕ-27 του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων κατέστησε ακόμα πιο ζημιογόνα τη λειτουργία των λιγνιτικών σταθμών, ενώ λίγο έχει υπογραμμιστεί το γεγονός ότι μετά την Πολωνία, η περιβαλλοντική επιβάρυνση των περιοχών μας ήταν η μεγαλύτερη στην Ευρώπη.
Δυόμισι χρόνια μετά την ανακοίνωση της απόφασης η συζήτηση αφορά κατ’ εξοχήν τις αρνητικές συνέπειες: Ανεργία, φτωχοποίηση, μαζική φυγή των νέων και επιβίωση της περιοχής από τα εισοδήματα των συνταξιούχων της ΔΕΗ. Κόμματα και φορείς εξαντλούνται στο αίτημα για επαναλειτουργία των μονάδων ιδιαίτερα τώρα λόγω της ενεργειακής κρίσης. Το ζητούμενο είναι η δημόσια συζήτηση να επικεντρωθεί στο νέο μοντέλο ανάπτυξης, στις επενδύσεις, στις υποδομές, στην επανακατάρτιση των κατοίκων και στη δημιουργία κινήτρων ελκυστικότητας της περιοχής, με λίγα λόγια δηλαδή στη δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή. Δίκαιη μετάβαση χωρίς θύματα, χωρίς ηττημένους, χωρίς καταστροφές.
Το ζητούμενο είναι η δημόσια συζήτηση να επικεντρωθεί στο νέο μοντέλο ανάπτυξης, στις επενδύσεις, στις υποδομές, στην επανακατάρτιση των κατοίκων και στη δημιουργία κινήτρων ελκυστικότητας της περιοχής, με λίγα λόγια δηλαδή στη δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή
Εμπειρίες και συμπεράσματα από περιοχές που υλοποίησαν τη μετάβαση
Λόγω καταγωγής αλλά και πολιτικής ενασχόλησης είχα το ενδιαφέρον και τη δυνατότητα να μελετήσω από κοντά τη μετάβαση περιοχών από την εξορυκτική δραστηριότητα σε άλλο μοντέλο.
Τέτοιες περιοχές επισκέφθηκα ως επίτροπος, την περιοχή Λουλέα στη Βόρεια Σουηδία, στη Δανία, και πρόσφατα τα δύο τελευταία χρόνια στη βιομηχανική περιοχή Ανω Σιλεσίας στην Κατοβίτσε της Πολωνίας, και πρόσφατα στην Εσση στα ορυχεία του Ζολβεράιν στη Βόρεια Γερμανία και στο Σααρλάντερ στη Νοτιοδυτική Γερμανία.
Θα συνόψιζα ως κοινά στοιχεία των πολιτικών μετάβασης:
- Την υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου από φορέα στον οποίο συμμετέχουν από κοινού κυβέρνηση, αυτοδιοίκηση και κοινωνικοί εταίροι.
- Την ενεργό και συστηματική ενημέρωση και συμμετοχή των κατοίκων.
- Την επαρκή χρηματοδότηση.
- Τη συνδυαστική επιλογή διαφορετικών τομέων ανάπτυξης που συνδυάζουν την ιστορία, την κουλτούρα, τα γεωφυσικά πλεονεκτήματα.
- Την καινοτομία και τις δεξιότητες των ανθρώπων.
- Την ανάπτυξη ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και ολιστική ψηφιακή πολιτική μετάβασης.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η διάρκεια μετάβασης είναι παντού μακροχρόνια και αφορά διαφορετικούς εκλογικούς κύκλους.
Οι περιοχές που βιώνουν από το 2010 την περιορισμένη λειτουργία των μονάδων είναι κατ’ εξοχήν η Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης με κυρίαρχους τους δήμους Κοζάνης και Εορδαίας, ακολουθεί η Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας και κατόπιν ο Δήμος Μεγαλόπολης.
Οι κάτοικοι στις περιοχές αυτές και κυρίως στην Κοζάνη και στην Εορδαία, όπου η οικονομική εξάρτηση από τον λιγνίτη είναι πολύ μεγαλύτερη, είναι απολύτως απαισιόδοξοι για το μέλλον τους, ενώ θεωρούν ότι ο λόγος της απολιγνιτοποίησης είναι η εξυπηρέτηση συμφερόντων εταιρειών του ορυκτού αερίου και οι επιταγές της ΕΕ.
Η πλειοψηφία των κατοίκων έχει ελάχιστη γνώση για τον σχεδιασμό της μετάβασης, θεωρούν υπεύθυνες για την κατάσταση τις κυβερνήσεις, δεν συμμετείχαν ούτε έδειξαν διάθεση συμμετοχής στη διαβούλευση και θα ήθελαν μεγαλύτερη συμμετοχή των τοπικών φορέων στη διαχείριση των πόρων (όπως καταδεικνύει η έρευνα της διαΝέοσις).
Η κυβέρνηση παράλληλα έχει ολοκληρώσει τον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό με ένα Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ).
Επικεφαλής της κατάρτισης του σχεδίου είναι ο Κ. Μουσουρούλης, ένας άνθρωπος με εμπειρία στις διαδικασίες με τα προγράμματα της ΕΕ. Εχει εξειδικεύσει πέντε άξονες: καθαρή ενέργεια, βιομηχανία και εμπόριο, έξυπνη γεωργία, βιώσιμο τουρισμός, τεχνολογία και εκπαίδευση.
Εχει εξασφαλίσει πόρους από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τους πόρους του ΕΣΠΑ αλλά και από μηχανισμούς της ΕΕ, όπως τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης. Για το πρόγραμμα συνεργάστηκαν υπηρεσίες των υπουργείων, διεθνείς οργανισμοί, φορείς και εκλήθησαν ορισμένες από τις μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες ενώ υπογράφηκαν προγραμματικές συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και με την ΚτΠ. Ο συνολικός προϋπολογισμός που ανακοινώθηκε είναι γύρω στα 7 δισ. Η αλήθεια είναι ότι για να παρακολουθήσει κανείς το σύνολο των δράσεων, των ενεργειών, των προγραμμάτων μέσα από την ιστοσελίδα της συντονιστικής επιτροπής χρειάζεται ειδική γνώση και εμπειρία. Καθόλου αυτονόητα, όχι μόνο για τους πολίτες αλλά για τους βουλευτές και τους αιρετούς.
Ανάμεσα λοιπόν σε αυτά που ανακοινώνει και προγραμματίζει η κυβέρνηση και στους πολίτες των περιοχών αυτών υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Χάσμα γνώσης, συμμετοχής και εμπιστοσύνης.
Αρχές και προϋποθέσεις για τη μετάβαση
Στην υλοποίηση μεγάλων ιστορικών αποφάσεων υπάρχουν τρεις βασικές αρχές:
Η πρώτη αφορά τη μακροπρόθεσμη εξασφάλιση του εθνικού συμφέροντος. Είναι λοιπόν ανάγκη να εξηγηθεί με απλό και σαφή τρόπο το πώς εξασφαλίζεται η ενεργειακή επάρκεια της χώρας και ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων.
Η δεύτερη είναι ότι η πολιτική αφορά το παρόν και το μέλλον. Αν επικεντρωθείς μόνο στο τώρα εγκληματείς απέναντι στις γενιές που έρχονται, αν επικεντρωθείς μόνο στο μέλλον αδιαφορείς για τη ζωή των ανθρώπων τού σήμερα, με την αυτοϊκανοποίηση ενός αφηγήματος για το αύριο. Το στοίχημα λοιπόν είναι πώς οι άνθρωποι θα ζήσουν το 2022, πως οι νέοι δεν θα φύγουν.
Η τρίτη είναι η σωστή συνεργασία πολιτικών και τεχνοκρατών. Οι τεχνοκράτες είναι απολύτως απαραίτητοι για να οργανώσουν λύσεις, σενάρια και εξειδικευμένα προγράμματα. Οι πολιτικοί όμως είναι αυτοί που πρέπει να επικοινωνήσουν με όλες τις ομάδες των πολιτών, να συνθέσουν διαφορετικά συμφέροντα, να δημιουργήσουν την αίσθηση συμμετοχής και ενθουσιασμού σε ένα σχέδιο δίκαιο και ρεαλιστικό.
Ετσι, οι πολιτικοί θα πάρουν αποφάσεις που μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς δράματα και φυγή των πολιτών σε άλλες χώρες.
Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του έχει μεγάλη ευθύνη στο να συμφωνήσει σε ένα σχέδιο που έτσι και αλλιώς θα κληθούν να υλοποιήσουν διαφορετικές κυβερνήσεις. Θα χαθούν ευκαιρίες, ευρωπαϊκοί πόροι και θα καταστραφούν ολόκληρες περιοχές εάν επαναληφθεί η ελληνική παθογένεια του να καταστρέφει κάθε κυβέρνηση ό,τι κάνει η προηγούμενη. Η κυβέρνηση σε αυτή τη φάση έχει τη μεγάλη ευθύνη και θα ήταν πολύ ουσιαστικό να τηρήσει τις παραπάνω αρχές. Αυτό σημαίνει κατά την άποψή μου ανάγκη ταχύτατων διαδικασιών και αποφυγή κάθε γραφειοκρατίας κατά το παράδειγμα της υλοποίησης των μεγάλων έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Είναι αναγκαία άμεσα γενναία και μακροχρόνια κίνητρα καθώς και παραχώρηση γης με συνοπτικές διαδικασίες σε επενδύσεις (εντάσεως εργασίας) οι οποίες θα πρέπει να αναζητηθούν επιτόπου από τα Ηνωμένα Εμιράτα και τη Γερμανία μέχρι την Κίνα.
Είναι δε μια μοναδική ευκαιρία για την πιλοτική λειτουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με νέο νομικό πλαίσιο. Μπορεί να συστήσει Διεθνές Συμβούλιο με σπουδαίους επιστήμονες που διαθέτει η περιοχή σε όλον τον πλανήτη αλλά και ανάληψη του τεράστιου έργου της επανακατάρτισης των κατοίκων σε συνεργασία με μεγάλες διεθνείς εταιρείες που έχουν αντίστοιχη εμπειρία. Οσον αφορά την τρίτη αρχή, το πολιτικό προσωπικό του κυβερνώντος κόμματος σε συνεργασία με τεχνοκράτες θα πρέπει να περάσουν χωριό – χωριό και γειτονιά – γειτονιά για ενημέρωση και αλληλεπίδραση των πολιτών αλλά και οργανωμένες συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και στα τοπικά μέσα με φορείς και προσωπικότητες των περιοχών αυτών.
Εχοντας ζήσει βιωματικά την Κοζάνη, γνωρίζω καλά πόσες δυνατότητες έχει η περιοχή και πως πράγματι θα μπορούσε μέσα σε μία πενταετία να υπάρχει έκρηξη, αρκεί οι άνθρωποι να ενημερωθούν, να πιστέψουν, να συμμετέχουν, να εμπνευστούν. Γι’ αυτό το στοίχημα είναι πολιτικό και δευτερευόντως τεχνοκρατικό και οικονομικό.
Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του κοινωνικού κράτους, πρ. επίτροπος ΕΕ, πρώην υπουργός.