Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
—————————
«Μεγάλη απόδραση» («Grosse Freiheit», Γερμανία/ Αυστρία, 2021)
Εκ πρώτης όψεως αυτή η ταινία μοιάζει να ανήκει στην κατηγορία του «queer cinema» – ταινίες που εστιάζουν σε ομοφυλοφιλικές καταστάσεις και συνήθως απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε gay κοινό. Ομως με πολύ έξυπνο τρόπο, ο σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Μάιζε καταφέρνει να ξεφύγει από τις «ταμπέλες» και δώσει στην ταινία του (που δικαίως διακρίθηκε πέρσι στο φεστιβάλ των Καννών στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα έναν πολύ πιο ευρύ, ανοιχτό ορίζοντα.
Από τους πιο αξιόλογους και απρόβλεπτους νεαρούς Γερμανούς ηθοποιούς των καιρών μας, ο Φραντς Ρογκόφσκι, υποδύεται τον Χανς, που σε όλη του την ζωή μπαινοβγαίνει στις φυλακές, εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του (η ιστορία καλύπτει κάποιες δεκαετίες με αφετηρία την μεταπολεμική Γερμανία). Οσο και αν στις μέρες μας ακούγεται αδιανόητο το ότι η ομοφυλοφιλία καταδιωκόταν από τον νόμο, είναι αλήθεια. Στην Γερμανία, υπήρχε νόμος που όριζε την ομοφυλοφιλία ως ποινικό αδίκημα.
Ο Χανς από την μια πλευρά νιώθει φυλακισμένος μέσα στον ίδιο τον εαυτό του εφόσον δεν μπορεί να εκφράσει και να χαρεί ελεύθερα την πραγματική σεξουαλική φύση του και από την άλλη, όποτε αποφασίζει να το κάνει, το κάνει στα κρυφά και στην παρανομία, χάνοντας και πρακτικά την ελευθερία του αφού τον κλείνουν στην φυλακή. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πόσος κόσμος, ακριβώς σαν τον Χανς, χαράμισε την ζωή του εξαιτίας ενός όχι απλώς ανεγκέφαλου αλλά και εντελώς απάνθρωπου νόμου.
Ωστόσο, η ταινία δεν προσπαθεί να «κατηγορήσει» κανέναν ούτε να σηκώσει δημαγωγικά το δάχτυλο σαν σημαιοφόρος των δικαιωμάτων των gay. Απεναντίας, ο Μάιζε χειρίζεται με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία το θέμα παρακολουθώντας τον Χανς σε όλα τα στάδια της ζωής του, μια έντιμη σκηνοθετική προσπάθεια κατανόησης της ταλαιπωρημένης και τραυματισμένης από την αλόγιστη αδικία ψυχής ενός ουσιαστικά αθώου ανθρώπου. Μια διαδρομή μέσα από την οποία ο ήρωας προσπαθεί να διατηρήσει ανέπαφη την εσωτερική ελευθερία του.
Και το πιο ενδιαφέρον (όπως και το μεγαλύτερο) κομμάτι της ταινίας, είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Χανς και τον Βίκτορ (Γκέοργκ Φρίντριχ), έναν άλλο κατάδικο (για φόνο) τον οποίο συναντά σε διάφορες περιόδους της ζωής του και σε διαφορετικές φυλακές. Παρά το γεγονός ότι το σκηνικό φόντο της «Μεγάλης απόδρασης» περιορίζεται σε κελιά, διαδρόμους και προαύλια φυλακών, με ελάχιστες σκηνές στον υπόλοιπο κόσμο, η ταινία δεν δείχνει ποτέ «εγκλωβισμένη», χωρίς ανάσες.
Αντιθέτως η αγωνία του Χανς να χτίσει την ζωή του και να βρει το νόημα της αγάπης όσο ο χρόνος κυλά εναντίον του, δημιουργεί ένα κλίμα σασπένς που δεν σε προδίδει ποτέ. Η δίψα για ελευθερία και ανάγκη για αγάπη αυτού του ήρωα δεν απέχει και τόσο από το εντελώς διαφορετικού περιεχομένου αλλά παρόμοιας λογικής αριστούργημα του Τζον Φρανκενχάιμερ «Ο βαρυποινίτης του Αλκατράζ» όπου ο Μπαρτ Λάνκαστερ υποδύθηκε έναν κατάδικο που αφιέρωσε όλη την ζωή του στην φυλακή στην ανατροφή πουλιών.
Εν τέλει, αυτή η μικρή γερμανική ταινία που τόσο άστοχα «μεταφράστηκε» στα ελληνικά ως «Μεγάλη απόδραση» (κάποιοι με ρώτησαν αν βγαίνει σε επανέκδοση η κλασική πολεμική περιπέτεια με τον Στιβ Μακ Κουίν!) καταφέρνει να γίνει ένα πολύ πιο καίριο και ουσιαστικό «δράμα φυλακής» που επεξεργάζεται δεξιοτεχνικά την γενικότερη έννοια της ελευθερίας.
Βαθμολογία: 3 ½
ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΥ
—————————————————-
«Το σκαρί» («Luzzu», Μάλτα, 2021)
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της ταινίας είναι η μαλτέζικη εθνικότητά της, αφού στ’ αλήθεια ποια είναι η τελευταία φορά που είδαμε στην Ελλάδα ταινία από την Μάλτα, χώρα με μηδενική δική της κινηματογραφική παραγωγή παρότι φιλοξενεί τα γυρίσματα πολλών ξένων και κυρίως αμερικανικών; Αυτό και μόνο είναι ικανό να σου προκαλέσει με έναν «εξωτικό» τρόπο την περιέργεια αλλά βέβαια δεν θα ήταν καθόλου αρκετό αν δεν στηριζόταν σε μια (τουλάχιστον) ενδιαφέρουσα ιστορία, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του «Σκαριού».
Το σκαρί του τίτλου που είναι ο βασικός σκηνικός χώρος της ταινίας με φόντο τα γαλάζια νερά της Μεσογείου, είναι το όχημα μέσω του οποίου, ο νεαρός ψαράς Τζέσμαρκ (τον υποδύεται ο πραγματικός ψαράς Τζέσμαρκ Σικλούνα) βγάζει καθημερινά το ψωμί του. Αυτό είναι το λιτό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο μαλτέζικης καταγωγής αμερικανός σκηνοθέτης Αλεξ Καμιλέρι δομεί την ιστορία του, από την οποία δεν λείπει η έγκυος γυναίκα του Τζέσμαρκ, οι συνάδελφοι του και η πίεση που του ασκείται από τον περίγυρό του, το «κατεστημένο» της ιχθυαγοράς του νησιού, για να ακολουθήσει τους «κανόνες» τους.
Αν όλα αυτά σας φέρνουν στο μυαλό κλίμα ταινίας του Κεν Λόουτς ή των αδελφών Ζαν Λικ και Πιέρ Νταρντέν, δεν πέφτετε καθόλου έξω διότι ο Καμιλέρι είναι θαυμαστής τους, όπως και του ιταλικού νεορεαλισμού. Ούτως ή άλλως το «Σκαρί» έχει αρκετά κοινά σημεία με το «Η γη τρέμει» του Λουκίνο Βισκόντι, επίσης ιστορία για την ζωή των ψαράδων (στην μεταπολεμική Ιταλία) και επίσης ταινία με ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Η κάμερα του Καμιλέρι καταγράφει με ζωντάνια και χωρίς τίποτα να φαίνεται στημένο την ίδια την σκληρή (και ενίοτε επικίνδυνη) δουλειά του ψαρά, το τοπίο δεν γίνεται ποτέ τουριστικό γιατί το νιώθεις να βρίσκεται στο πετσί του ήρωα και σε ότι αφορά τις «κοινωνικές» δυσκολίες που ο τελευταίος έχει να αντιμετωπίσει για να κάνει το δικό του, το καλογραμμένο σενάριο κρύβει αρκετές εκπλήξεις χωρίς ποτέ να υποκύπτει σε εύκολους συμβιβασμούς. Κάθε τι που βλέπουμε στο «Σκαρί» έχει μια σχεδόν ακατέργαστη αλήθεια και το γεγονός ότι ο Καμιλέρι παρότι δούλεψε με ερασιτέχνες ηθοποιούς κατάφερε να κάνει μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ συμβάλλει τα μέγιστα στην σκηνοθετική επιτυχία του.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΤΗΣΙΩΝ – ΑΝΔΟΡΑ – ΑΣΤΟΡ – ΔΙΑΝΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΘΕΣ/ΚΗ: ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ
————————————————-
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Το κινούμενα σχέδια του Χόλγκερ Τάπε «Μια χαρούμενη οικογένεια 2» («A happy family 2», 2021), είναι συνέχεια της επιτυχίας του 2017 «Μια χαρούμενη οικογένεια» σε σκηνοθεσία του ιδίου.
Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι η σύνδεση που γίνεται ανάμεσα σε παραλλαγμένες μορφές παραδοσιακών «τεράτων» (το Τέρας του Φράνκενσταϊν, η Μούμια, ο Βρυκόλακας και ο Λυκάνθρωπος) με την σημερινή εποχή, στην οποία πλέον ζουν ως οικογένεια «κανονικών» ανθρώπων με κάποια ελαττώματα. Εκεί εξάλλου βρίσκεται και το πολιτικά ορθό «μήνυμα» της ταινίας, σύνηθες στα καρτούν της εποχής μας: το ελάττωμα δεν έχει σημασία αφού ούτως ή άλλως τελειότητα δεν υπάρχει.
Βαθμολογία: 2
Η ταινία προβάλλεται σε περισσότερες από 50 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα
—————————————
Προβάλλεται τέλος και το γαλαξιακό δράμα «Moonfall: Η Σκοτεινή Πλευρά του Φεγγαριού» του Ρόλαντ Εμεριχ με τους Χάλι Μπέρι και Πάτρικ Γουίλσον, το οποίο η ελληνική εταιρία διανομής δεν παρουσίασε στους δημοσιογράφους.