Η απομάκρυνση των πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς από τους πιεστικούς όγκους της πολιτικής και της Ιστορίας γίνεται κάποτε με τρόπους που αποστρέφονται τόσο τη δραματική έκφραση όσο και την αυξημένη συναισθηματική ένταση. Ενας τέτοιος τρόπος είναι η προσφυγή στη μαγεία της καθημερινότητας και στις μνήμες ή στις εμπειρίες του αυτοβιογραφικού εγώ. Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (γεν. 1930) δεν θα πάψει σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής του (παραγωγή μικρή το δέμας, τόσο ως προς τον αριθμό των βιβλίων όσο και ως προς την έκταση των κειμένων) να αναδεικνύει την καθημερινότητα της ελληνικής περιφέρειας μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου: μια καθημερινότητα με τις αστείες ή τις σοβαρές απώλειές της, αλλά και με τις λιγότερο ή περισσότερο ενθουσιαστικές χαρές της, στο κλίμα των καταγραφών ενός πάντοτε άγρυπνου παρατηρητή, που ξέρει πώς να ενοφθαλμίσει το τυχαίο και το περαστικό (αλλά και το προσωρινό ή το αδιάφορο) σε ένα στιγμιότυπο ικανό να αποκαλύψει το σύμπαν.
Ο συγγραφέας είναι ένας εκ πεποιθήσεως ολιγογράφος ο οποίος προτιμά την ένταση από την έκταση και την περιεκτική συμπύκνωση από την αναλυτική έκθεση
Αμοιβαία επωφελής συνάντηση
Η συνάντηση του Παπαδημητρακόπουλου (ΗΧΠ εν συντομία – όπως το έχει διαλέξει κι ο ίδιος) με τις εκδόσεις της Κίχλης αποτελεί διπλό ευτύχημα. Ευτύχημα για τον εκδότη, που ετοιμάζεται να βγάλει εκ νέου και βήμα προς βήμα (χωρίς να καταφύγει σε συγκεντρωτικό τόμο) τη δουλειά ενός εκ πεποιθήσεως ολιγογράφου: ολιγογράφου ο οποίος προτιμά την ένταση από την έκταση και την περιεκτική συμπύκνωση από την αναλυτική έκθεση. Ευτύχημα, όμως, συνιστά η συνεργασία και για τον συγγραφέα, που εμπιστεύεται τώρα τα γραπτά του σε έναν εκδότη ο οποίος συμμερίζεται απολύτως την αγάπη του για την καλή, δεξιοτεχνική τυπογραφία, για το πολυτονικό σύστημα και για τα προϊόντα (εκδοτικά και λογοτεχνικά) υψηλών αξιώσεων.
Ηλίας Χ. Παπαδημη-τρακόπουλος
Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη
Εκδόσεις Κίχλη, 2021,σελ. 96, τιμή 10 ευρώ
Πώς ακριβώς όμως να διαβάσουμε τον ΗΧΠ και τις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων του (είναι επί πολλές δεκαετίες αυστηρά προσηλωμένος στο διήγημα) οι οποίες ήδη κυκλοφόρησαν από την Κίχλη; Αν τον διαβάσουμε με βάση τα όσα αναφέρθηκαν προεισαγωγικά, εκλαμβάνοντάς τα κυριολεκτικά, και τον τυποποιήσουμε ως ηθογράφο ή χιουμορίστα, με κάποια απλώς ελλειπτική διάθεση στις περιγραφές και στις αναπτύξεις του, είναι πιθανόν να χάσουμε από τα μάτια μας το λογοτεχνικό του παιχνίδι. Και κάνω εκ των προτέρων αυτή την παρατήρηση, διότι σε πρώτη προσέγγιση τα θέματά του εμφανίζονται με μια παντελώς ανύποπτη μορφή. Τι βλέπουμε από αυτή την άποψη στην εναρκτήρια περίοδο της διηγηματογραφίας του ΗΧΠ, την οποία συναποτελούν η Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη (1973), τα Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980) και ο Γενικός Αρχειοθέτης (1989), για τον οποίο θα συζητήσουμε όταν θα έρθει η εκδοτική ώρα; Εναν σταθερά ταυτισμένο με τον συγγραφέα αφηγητή, ο οποίος βάζει τον εαυτό του στο κέντρο της δράσης για να διηγηθεί μια σειρά καθημερινών συμβάντων από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ή και από ορισμένες φάσεις του επαγγελματικού του σταδίου (στρατιωτικός γιατρός).
Αλήθεια και ψέμα
Το κατά πόσο ο αφηγητής είναι όντως αυτοβιογραφικός στις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων του ΗΧΠ μένει να απαντηθεί. Το πρώτο ενικό πρόσωπο δεν φεύγει ποτέ από την αφήγηση, ο ίδιος, ωστόσο, ο συγγραφέας έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει πως οι ιστορίες των γραπτών του είναι και δεν είναι επινοημένες.
Ηλίας Χ. Παπαδημη-τρακόπουλος
Θερμά θαλάσσια λουτρά
Εκδόσεις Κίχλη, 2021,σελ. 120, τιμή 10,50 ευρώ
Δεν πρόκειται για ακκισμό και για επιδεικτικά ανεπίλυτο αίνιγμα, αλλά για κάτι που προκύπτει από το ίδιο το θεματικό υλικό. Πώς να διαχωριστεί η λατρεία του ΗΧΠ για το απτό και το χειροπιαστά αναγνωρίσιμο (κόντρα σε οποιαδήποτε αφηρημένη ιδέα ή βολική γενίκευση) από τις προσωπικές του αναμνήσεις για την Κατοχή και τον Εμφύλιο, από τις οικογενειακές ώρες στο σπίτι ή στα παραθεριστικά θέρετρα της εποχής, από τις πρώτες (της εφηβείας) ή και από τις κατοπινές (της πρώιμης νιότης) ερωτικές εμπειρίες, από τις πολύτιμες στιγμές που αφιερώθηκαν σε φίλους, από τους αργόσυρτους κοινωνικούς ρυθμούς της επαρχίας και από τους ξαφνικούς, προκλητικά αναίτιους ή και εξόφθαλμα παράλογους θανάτους προσώπων προερχομένων από όλο το φάσμα γνωριμιών του ήρωα – αφηγητή – συγγραφέα (τυχαίων και μακρινών γνωστών ή παλαιών συμμαθητών και αγαπημένων συναδέλφων); Εχει, παρ’ όλα αυτά, πράγματι νόημα να βρούμε πού τελειώνει το ψέμα και πού αρχίζει η αλήθεια στα διηγήματα του ΗΧΠ; Και τι άραγε σημαίνει επί της ουσίας αλήθεια και ψέμα στη λογοτεχνία; Προέχει να δούμε πώς όλα αυτά τα διάχυτα δεδομένα, μεταξύ των οποίων η μνεία των νεκρών ή η ιδιοφυής απεικόνιση του καθημερινού βίου πέραν των συμβατικών του συμφραζομένων, εντάσσονται και στις δύο συλλογές με μια εύληπτη και ιδιαιτέρως λιτή φόρμα, που αναβιώνει σε αποσπασματικές όψεις και εικόνες την ατμόσφαιρα ενός κόσμου στραμμένου εξ ολοκλήρου στο παρελθόν.
Αν παρακολουθήσουμε από πιο κοντά τις αντιδράσεις του αφηγητή κατά την εξέλιξη των γεγονότων, θα διαπιστώσουμε εύκολα τον μονίμως αποδραματοποιημένο λόγο του εγώ του (αυτοβιογραφικού ή όχι): όσο δυσκολότερες είναι οι καταστάσεις οι οποίες τον απασχολούν τόσο περισσότερο μειώνεται η αισθηματική θερμοκρασία της αντιμετώπισής τους – με πρόδηλο αποτέλεσμα την έμμεση, αλλά δραστική επίταση της σημασίας τους. Θέλω να μιλήσουμε δίκην επιλόγου και για ένα επιπρόσθετο στοιχείο, το οποίο θα αποκαλούσα τέχνασμα παρέλκυσης της προσοχής του αναγνώστη. Ο ΗΧΠ κατευθύνει πολλές φορές την αφήγηση στα δήθεν επουσιώδη των ιστοριών του, αφήνοντας το βαθύτερο ζητούμενο – το υπαρξιακό άγχος, την αγωνία του θανάτου ή την αίσθηση της ανέκκλητης φθοράς – να τεκμαίρεται μόνο διά της πλαγίου. Ας μην παραλείψουμε εν κατακλείδι και ένα άλλο χαρακτηριστικό: την αγαθή ειρωνεία και τον λεπτό αυτοχλευασμό μέσω των οποίων ο ΗΧΠ χειρίζεται το σύνολο της θεματογραφίας του, χωρίς να της επιτρέπει να χαλαρώσει, να βαλτώσει ή να σκουριάσει ούτε στιγμή.