Ο Αντόνιο Κόστα είναι ένας χαρούμενος άνθρωπος. Κατάφερε όχι απλώς να κερδίσει τις εκλογές της 30 Ιανουαρίου αλλά και να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της κυβέρνησής του.
Και το έκανε αυτό σε βάρος των μέχρι πρότινος συμμάχων του, του Μπλοκ της Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή των δύο κομμάτων που καταψηφίζοντας τον περασμένο Οκτώβριο τον προϋπολογισμό ουσιαστικά ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών που μέχρι τότε προϋπέθετε τη στήριξη αυτών των κομμάτων και έκαναν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα να προχωρήσει στη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών για τον Ιανουάριο.
Σοσιαλιστές από την κυβέρνηση μειοψηφίας στην αυτοδυναμία
Στην Πορτογαλία ήταν σε εξέλιξη ένα ιδιότυπο πολιτικό πείραμα από το 2015. Σε μια χώρα που είχε συναντήσει αρκετά προβλήματα με την είσοδο στο ευρώ (λίγοι θυμούνται ότι ο Ολιβιέ ντε Μπλανσάρ, για ένα κρίσιμο διάστημα επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ είχε προτείνει το σχήμα της «εσωτερικής υποτίμησης» έχοντας την Πορτογαλία στο νου του) και η οποία το 2011 είχε βρεθεί αντιμέτωπη με το δικό της Μνημόνιο, το 2015 είδε στις εκλογές να υποχωρεί σημαντικά η εκλογική επιρροή της Κεντροδεξιάς.
Αυτό άνοιξε ένα παράθυρο πολιτικής συνεργασίας ανάμεσα στους Σοσιαλιστές και τα κόμματα της Αριστεράς, δηλαδή το Μπλόκ της Αριστεράς (που προέρχεται από τη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά οι θέσεις του είναι ανάλογες του ΣΥΡΙΖΑ) και το Κομμουνιστικό Κόμμα (στη συνεργασία του με τους Πράσινους).
Αυτό οδήγησε στην πρώτη κυβέρνηση Κόστα, όπου μια σειρά από δεσμεύσεις εξασφάλισαν τη στήριξη από τα κόμματα της Αριστεράς ώστε να μην μπορεί να ανατραπεί.
Το 2019 το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα αυξήσει τη δύναμή του, αλλά και πάλι δεν θα κατακτήσει την αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές. Όμως, και πάλι θα μπορεί να έχει την ανοχή της Αριστεράς.
Αυτό θα κρατήσει μέχρι τη συζήτηση τον Οκτώβριο του 2021 για τον προϋπολογισμό του 2022. Τα κόμματα της Αριστεράς θα επιμείνουν σε μια σειρά από αιτήματα: ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αυξήσεις στις συντάξεις, αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και αύξηση του κατώτατου μισθού.
Τα κόμματα της Αριστεράς θα υποστηρίξουν ότι η κυβέρνηση Κόστα ξεχνούσε την «κοινωνική της ατζέντα» σε μια συγκυρία όπου υπήρχε ανάγκη να στηριχτούν τα λαϊκά στρώματα.
Από την άλλη ο ίδιος ο Κόστα ήθελε να δείξει ότι δεν ξεφεύγει από τα όρια μιας ορισμένης εκδοχής λιτότητας, ιδίως από τη στιγμή που το διακύβευμα ήταν να εξασφαλιστούν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Κατά συνέπεια έκανε μικρές παραχωρήσεις, ο προϋπολογισμός για πρώτη φορά θα καταψηφιστεί και η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές.
Η εκλογική νίκη
Ο Κόστα είχε βάλει τον στόχο της αυτοδυναμίας από τις προηγούμενες εκλογές. Όμως, τότε παρότι οι Σοσιαλιστές αύξησαν τις δυνάμεις τους δεν τα κατάφεραν.
Στη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας φάνηκε κάποια στιγμή ότι μάλλον δεν θα έπαιρνε ούτε και τώρα την αυτοδυναμία, ή τουλάχιστον αυτό έδειχναν οι δημοσκοπήσεις. Ως αποτέλεσμα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο για συνεργασίες και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά, είτε την επανάληψη της συνεργασίας με την Αριστερά, είτε μια «συμφωνία κυρίων» με τη κεντροδεξιά για να κυβερνήσει όποιο κόμμα είχε περισσότερες ψήφους, είτε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, στα πρότυπα της κυβέρνησης του Μάριο Σοάρες το 1983.
Όμως, ο τρόπος που διαμορφώθηκε ένα είδος δικομματικής αντιπαράθεσης με την Κεντροδεξιά φάνηκε ότι τον ευνοούσε. Ο Ρούι Ρίο, ηγέτης του κεντροδεξιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δεν είχε τη δυναμική να τον αμφισβητήσει. Ως αποτέλεσμα, ο Κόστα κατάφερε να παρουσιάσει τους Σοσιαλιστές ως τη «χρήσιμη ψήφο», φρόντισε άλλωστε να αυξήσει και τον κατώτατο μισθό στις αρχές Ιανουαρίου στα 705 ευρώ, και να δει το ποσοστό του κόμματός του να αυξάνει κατά πάνω από 5% και 9 έδρες, να αγγίζει το 41,7% και να έχει αυτοδυναμία, την ώρα που το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχασε τρεις έδρες.
Η Αριστερά αντίθετα υπέστη μια εκλογική πανωλεθρία. Το Μπλοκ της Αριστεράς υποχώρησε από το 9,67% στο 4,46% και από τις 19 έδρες τις 5 και το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι σύμμαχοί του από το 6,46% στο 4,39% και από τις 12 έδρες στις 6.
Ανησυχητική άνοδος της Ακροδεξιάς
Ανησυχητική εξέλιξη της άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Chega («Αρκετά!») που κατάφερε να φτάσει το 7,2% και να είναι η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Με ρατσιστικές, σεξιστικές-πατριαρχικές και ισλαμοφοβες θέσεις σε συνδυασμό με αιτήματα για μείωση της φορολογίας, κατάφερε να πάρει ένα σημαντικό ποσοστό. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό ήταν χαμηλότερο από το 12% που πέτυχε ο ηγέτης του κόμματος Αντρέ Βεντούρα στις προεδρικές εκλογές του 2021.
Επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας;
Η Ιβηρική δείχνει να εξελίσσεται σε ένα πεδίο όπου η σοσιαλδημοκρατία επιστρέφει, εάν συνυπολογίσουμε την κυβέρνηση Σάντσεθ στην Ισπανία. Εάν προσθέσουμε και την επιστροφή των σοσιαλδημοκρατών στην καγκελαρία στη Γερμανία, θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια συνολικότερη επιστροφή στο προσκήνιο αυτού του ρεύματος, την ώρα που η αριστερά, ξεκινώντας πάλι από την Ιβηρική όπου διεκδίκησε να είναι μέρος κυβερνήσεων δεν κατορθώνει να αποκτήσει ξανά δυναμική, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι πληρώνει τελικά το τίμημα της συμπόρευσης με τους σοσιαλδημοκράτες.
Βεβαίως την ίδια στιγμή τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Ισπανία η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση δεν έχει χαρακτήρα μεγάλων μεταρρυθμίσεων αλλά πολύ περισσότερο την προσπάθεια ενός λελογισμένου «κοινωνικού προσώπου» σε σχέση με μια πολιτική ούτως ή άλλως δρομολογημένη.