«Eνα τέτοιο βιβλίο δεν μπορεί παρά να εξεταστεί από πολιτική και ηθική σκοπιά» είχε πει για το μυθιστόρημά του Απόψεις ενός κλόουν ο Χάινριχ Μπελ, που μαζί με τον Γκίντερ Γκρας και τον Μάρτιν Βάλζερ είναι οι σημαντικότεροι μεταπολεμικοί πεζογράφοι της Γερμανίας. Από πολιτική σκοπιά γιατί εδώ, όπως και σε άλλα του μυθιστορήματα, ο Μπελ αναλύει με καθαρά πεζογραφικά μέσα το συλλογικό εν πολλοίς αίσθημα ενοχής της μεταπολεμικής Γερμανίας για το άγος της χιτλερικής εποχής. Και από ηθική γιατί με σχεδόν ακραίο τρόπο εκθέτει την υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας που προσπαθεί να εξαγοράσει μια καθαρή συνείδηση την οποία δεν δικαιούται.
Χάινριχ Μπελ – Απόψεις ενός κλόουν
Μετάφραση Δημήτρης Δημοκίδης, Επίμετρο Αλεξάνδρα Ρασιδάκη.
Εκδόσεις Πόλις, 2021,σελ. 379, τιμή 20 ευρώ
Το μυθιστόρημα (που επανακυκλοφορεί στα ελληνικά σε νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Πόλις) πρωτοκυκλοφόρησε το 1963, την περίοδο του λεγόμενου «γερμανικού οικονομικού θαύματος». Τρία χρόνια νωρίτερα είχε δημοσιευτεί το σοκαριστικό δοκίμιο Το κούφιο θαύμα του Τζορτζ Στάινερ, όπου ο κορυφαίος κριτικός και δοκιμιογράφος έγραφε για τις καταστρεπτικές συνέπειες του χιτλερισμού στη γερμανική γλώσσα. Αλλά οι σημαντικότεροι νέοι γερμανοί πεζογράφοι που αποτέλεσαν την ομάδα του λεγόμενου Gruppe 47 (στην οποία ανήκε ο Μπελ) είχαν κάπως διαφορετική άποψη.
Το πρόβλημα ήταν πρωτίστως συνειδησιακό: η κοινωνία δεν είχε την πολυτέλεια να ξεχάσει το ναζιστικό παρελθόν της. Γι’ αυτό και ο πόλεμος εναντίον της λήθης πέρασε στα σημαντικότερα μεταπολεμικά γερμανικά μυθιστορήματα, ένα από τα οποία είναι και οι Απόψεις ενός κλόουν.
Ο προτεστάντης και η καθολική
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Και πρωταγωνιστής της ο εικοσιεπτάχρονος κλόουν Χάνς Σνιρ από τη Βόννη, πρωτεύουσα τότε της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Μολονότι γόνος εξαιρετικά εύπορης οικογένειας, ο Σνιρ «αρνείται», θα λέγαμε, την τάξη του και προτιμά να ταξιδεύει σε όλη τη χώρα δίνοντας παραστάσεις και μένοντας σε ξενοδοχεία. Πιστεύει πως είναι καλλιτέχνης, όμως για την τάξη του και για την οικογένειά του θεωρείται παρείσακτος – ένα λάθος.
Η οικογένεια του Σνιρ είναι πιστοί προτεστάντες αλλά τον στέλνουν σε σχολείο καθολικών. Εκεί γνωρίζεται με τη Μαρί, την ερωτεύεται βαθιά (το ίδιο κι εκείνη για μεγάλο διάστημα) και ζουν μαζί χωρίς να παντρευτούν. Ο Χανς δεν ήθελε τα παιδιά του να γίνουν καθολικοί. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε προτεστάντης ούτε καθολικός, αλλά, όπως λέει, ένας μελαγχολικός που απεχθανόταν τον καθεστωτικό χαρακτήρα και των δύο δογμάτων, όπως και το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούσαν.
Ο Χάινριχ Μπελ, όπως και πολλοί άλλοι επιφανείς συγγραφείς του Gruppe 47, προτάσσει την ανάγκη να σταθούν όλοι απέναντι στο παρελθόν όχι για να το ξορκίσουν αλλά για να αντιμετωπίσουν κριτικά το παρόν
«Αμαρτία» και πίστη
Η καθολική Μαρί ένιωθε πως ήταν αμαρτωλή – αυτό όμως δεν κλόνιζε την πίστη της. Ο Χανς την αγαπούσε παράφορα και δεν ήθελε να τη χάσει. Την ξυπνούσε κάθε πρωί για να μη χάσει την κυριακάτικη λειτουργία και όταν βρίσκονταν σε περιοχή προτεσταντών τηλεφωνούσε δεξιά κι αριστερά για να της βρει καθολική εκκλησία. Αλλά είχε αρνηθεί να υπογράψει ένα χαρτί ότι τα παιδιά που θα αποκτούσαν θα ελάμβαναν καθολική μόρφωση. Ομως το ζευγάρι δεν θα αποκτούσε παιδιά και η Μαρί, που ο Χανς την αποκαλούσε «first lady του γερμανικού καθολικισμού», θα τον εγκατέλειπε για κάποιον άλλον, τον καθολικό Τσύπφνερ. Ωστόσο, για τον Χανς άλλη γυναίκα δεν υπάρχει. Θα καταλήξει στα σκαλοπάτια ενός σιδηροδρομικού σταθμού, θα βάλει δίπλα του το καπέλο του και θ’ αρχίσει να παίζει ένα τραγούδι, ώσπου να πέσει στο καπέλο «το πρώτο δεκαρικάκι». Για μια στιγμή θα αναπηδήσει και θα σταματήσει. Και αμέσως μετά θα ξαναπιάσει το τραγούδι. Ετσι τελειώνει αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα.
Μυθιστόρημα εποχής
Οι Απόψεις ενός κλόουν είναι βέβαια μυθιστόρημα εποχής. Μπορεί μεν ο Χανς Σνιρ να κατευθύνει την κριτική του εναντίον των πάντων, δικαίων και αδίκων, και ο αναγνώστης να εισπράττει την εικόνα ενός αρνητικού ήρωα, σε σημείο που να μην τον πολυπιστεύει, αλλά αυτός τελικά είναι η χαμένη συνείδηση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων της Γερμανίας, το αντίθετο επομένως της επίσημης ιδεολογίας.
Στον κομφορμισμό και στη λήθη αντιπαραθέτει την ηθική του, ακόμη και στον πατέρα του που δεν θα τον συνδράμει οικονομικά, όταν θα το έχει ανάγκη, όπως και στη μητέρα του που δεν διστάζει να δηλώσει ότι τον έχει «αποκηρύξει». Ο Χανς Σνιρ και η Μαρί είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Την πενταετή τους σχέση, ωστόσο, τη διακόπτει η καθολική θρησκεία. Στη Γερμανία οι μισοί κάτοικοι είναι καθολικοί και οι άλλοι μισοί προτεστάντες. Στους προτεστάντες ανήκουν οι εύποροι, όμως η επίδραση των καθολικών σε ό,τι αφορά τα πολιτικά και τα ηθικά ζητήματα δεν είναι ευκαταφρόνητη – το αντίθετο μάλιστα. Και ο καθολικός Χάινριχ Μπελ το γνώριζε αυτό καλά.
Μνήμη και ελευθερία
Το μυθιστόρημα γράφτηκε όταν υπήρχαν δύο Γερμανίες: η φιλελεύθερη Δυτική και η κομμουνιστική Ανατολική. Αλλά ο διχασμός είναι εσωτερικός, επίσης: δύο θρησκευτικά δόγματα σε μία χώρα και μία κοινωνία που αποστρέφεται το παρελθόν της χωρίς ταυτόχρονα να το ομολογεί και να το καταδικάζει. Ο κλόουν, που θεωρεί πως οι νεκροί είναι ζωντανοί και οι ζωντανοί είναι νεκροί, προβάλλει το καθήκον της μνήμης ως προϋπόθεση της ελευθερίας. Ετσι προκύπτει ένα βαθύτατα πολιτικό συμπέρασμα: ο Μπελ πιστεύει πως η πολιτική δεν συνιστά απλή υπόθεση των πολιτικών. Οι συγγραφείς δεν είναι απλοί εκφραστές της εποχής, αλλά – πρωτίστως – και η συνείδησή της. Γι’ αυτό κι ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι επιφανείς συγγραφείς του Gruppe 47, προτάσσει την ανάγκη να σταθούν όλοι απέναντι στο παρελθόν όχι για να το ξορκίσουν αλλά για να αντιμετωπίσουν κριτικά το παρόν. Ο Μπελ προχωρεί ένα βήμα πέρα από τον κριτικό ρεαλισμό του Λούκατς παρουσιάζοντας πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στα πρόσωπα.
Σε τέτοιο μάλιστα σημείο που και ο πρωταγωνιστής, όταν τον εγκαταλείπει η Μαρί, να έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του – γι’ αυτό και βυθίζεται τόσο πολύ στην απελπισία, ώστε μια μέρα, όταν μακιγιάρεται μπροστά στον καθρέφτη, βλέπει το είδωλό του και του φαίνεται πως ανήκει σε κάποιον άλλον. Αυτό που εισπράττει ο αναγνώστης κλείνοντας το μυθιστόρημα είναι η εικόνα του καλλιτέχνη ο οποίος βάζει την κοινωνία απέναντι, ακόμη κι όταν το τίμημα είναι πολύ ακριβό: να εκπέσει στην κατάσταση του παρία. Ο Σνιρ μάς συγκινεί και μας κάνει ταυτοχρόνως να αγανακτήσουμε. Ομως η επιλογή της μεγάλης άρνησης (για να θυμηθούμε τον Καβάφη) δείχνει πως αν κανείς δεν χάσει την αθωότητά του, οι ελπίδες για μια καλύτερη κοινωνία δεν πρόκειται να χαθούν.