Η πρόταση μομφής του Αλέξη Τσίπρα κατά της κυβέρνησης, έπειτα από την αποτυχημένη διαχείριση της κρίσης που εκδηλώθηκε με την κακοκαιρία «Ελπίς», άλλαξε την ατζέντα και προσέφερε μία πολιτική διέξοδο στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ωστόσο, δεν έκρυψε τα πολλά και πολυδιάστατα προβλήματα στο πεδίο της διαχείρισης κρίσεων.
Στο Μέγαρο Μαξίμου δήλωναν λίγη ώρα έπειτα από την πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι δεν αιφνιδιάστηκαν. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε μία περίοδο διαχείρισης φθοράς παραμένει, και υπό αυτό το πρίσμα σχεδιάζονται οι επόμενες κινήσεις της.
Η ατμόσφαιρα στην Ηρώδου Αττικού 19 ήταν βαριά από τη στιγμή που διαπιστώθηκε το «φιάσκο». Ηδη από το μεσημέρι της Δευτέρας τα περισσότερα από τα στελέχη του πρωθυπουργικού επιτελείου αντιλαμβάνονταν ότι η κρίση θα είχε σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις.
Καρκινοβασία στην Πολιτική Προστασία
Από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, οι ενδείξεις της προβληματικής διαχείρισης ήταν εμφανείς. Είχαν ήδη γίνει τρεις συσκέψεις συναρμοδίων, υπό τον συντονισμό του υπουργού Πολιτικής Προστασίας Χρήστου Στυλιανίδη. Σε αυτές όμως φάνηκε ότι έλειπαν η αποφασιστικότητα, η συνεννόηση και οι σαφείς επιλογές για τις προληπτικές ενέργειες οι οποίες έπρεπε να γίνουν.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε εν συνεχεία να αναλάβει την πολιτική ευθύνη στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Τετάρτης. Η επιλογή ήταν μονόδρομος, καθώς έγινε σαφές ότι παρά τις αστοχίες, δεν ετίθετο ζήτημα άλλης πολιτικής αντίδρασης (π.χ. απομάκρυνσης του υπουργού σε αυτή τη φάση). Βρέθηκε όμως και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αντιμέτωπος με τη διαπίστωση ότι από την περυσινή «Μήδεια» και τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού, ελάχιστα βήματα προόδου έχουν γίνει στο πεδίο της Πολιτικής Προστασίας.
Υπό τη συνθήκη αυτή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έδειξε» το πλαίσιο των νέων σχεδιαζόμενων αλλαγών, οι οποίες ωστόσο θα πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα. Οι διαπιστώσεις αφορούν κατά κύριο λόγο τον συντονισμό των εμπλεκόμενων φορέων και ειδικότερα του κράτους, της Αυτοδιοίκησης, της Περιφέρειας, των δήμων και των ιδιωτών. Ανέφερε σχετικά ο Πρωθυπουργός: «Αν πρέπει να αντλήσουμε ένα μάθημα από τη μη επιτυχημένη διαχείριση αυτής της χιονοθύελλας είναι το γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσεων, τα κέντρα, οι προϊστάμενοι όλων αυτών των δομών, πρέπει να βρίσκονται μαζί, να αποφασίζουν και να δρουν αμέσως από κοινού».
Νέα δομή και νέο σχέδιο δράσης
Οπως τονίστηκε και δημοσίως, η δομή του νεοσύστατου υπουργείου Πολιτικής Προστασίας θα διατηρηθεί και θα ενισχυθεί. Ομως, σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη έχουν σχεδιαστεί οι επόμενες παρεμβάσεις, σε τρεις βασικούς άξονες, στους οποίους αναμενόταν να γίνει αναφορά και κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την πρόταση μομφής: Η δημιουργία ενός «θαλάμου επιχειρήσεων» για τη διαχείριση των κρίσεων. Ως πρότυπο θα αξιοποιηθεί ο αντίστοιχος μηχανισμός της Μεγάλης Βρετανίας και σε αυτό το «war room» θα βρίσκονται όλοι οι συναρμόδιοι φορείς, αναλόγως του φαινόμενου προς αντιμετώπιση.
Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας, με πτητικά μέσα, drones, αξιοποίηση ψηφιακών και δορυφορικών μέσων κ.ά., ούτως ώστε να είναι άμεση και συνεχής η πρόσβαση στα δεδομένα.
Η συγκρότηση ενός διευρυμένου, διεπιστημονικού μηχανισμού, με ειδικό και εξειδικευμένο προσωπικό για την αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης.
Κυβερνητικές πηγές δεν αρνούνται τις ευθύνες της σημερινής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας. Αναφέρουν όμως ότι η δομή είναι ελλιπής και υποστελεχωμένη, από μόλις 38 άτομα. Με αυτά τα δεδομένα και υπό αυτό το πρίσμα, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μία διπλή πρόκληση. Αφενός να υπάρξουν έγκαιρες παρεμβάσεις εν όψει της επόμενης ανάλογης κρίσης και πάντως έως τη θερινή περίοδο και εν αναμονή των πυρκαγιών και, αφετέρου, να προχωρήσει αποτελεσματικά η αναμόρφωση των δομών της Πολιτικής Προστασίας, με την αξιοποίηση των 1,7 δισ., τα οποία έχουν προβλεφθεί στο πλαίσιο του σχεδίου «Αιγίς».
Η κακοκαιρία και το deal JP Morgan – Viva Wallet
Η γενική αποτυχία κατά τη διαχείριση της πρόσφατης χιονοθύελλας επισκίασε μία εξέλιξη, την οποία η κυβέρνηση επιχείρησε να προβάλει και να αξιοποιήσει επικοινωνιακά. Ηταν η εξαγορά της Viva Wallet από την JP Morgan αντί 1,5 δισ. ευρώ και η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον επικεφαλής της επενδυτικής τράπεζας, Τζέιμι Ντάιμον. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ενημέρωσε την Πέμπτη τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το σχέδιο εγκατάστασης στην Ελλάδα ενός κόμβου δραστηριοτήτων του οργανισμού. Με αφορμή αυτή την εξέλιξη, κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι η πρωτοβουλία του επενδυτικού κολοσσού έρχεται σε συνέχεια μεγάλων επενδύσεων όπως εκείνες της Microsoft, της Cisco κ.ά, ενώ προσθέτουν ότι παράλληλα εξελίσσονται ανάλογες κινήσεις από τις Goldman Sachs, Deutsche Bank, Bank of America, Nomura, Commercial Bank of China κ.ά., με αναβάθμιση της παρουσίας τους στην Αθήνα. Κατά τις ίδιες πηγές, η κινητικότητα αυτή είναι ενδεικτική για την αξιοπιστία της Ελλάδας και για την αντίληψη των μεγάλων επιχειρήσεων ότι η χώρα έχει καταστεί πόλος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Η δημοσκοπική αποδόμηση ΣΥΡΙΖΑ και ο αιφνιδιασμός Τσίπρα
Η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης περιγράφηκε ως κίνηση αιφνιδιασμού του Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, ήλθε στον απόηχο ενός νέου κύματος δημοσκοπήσεων και ερμηνεύτηκε ως σπασμωδική επιλογή. Η τελευταία από αυτές τις έρευνες διενεργήθηκε από την εταιρεία Abacus. Είχε δημοσιοποιηθεί μόλις μία ημέρα νωρίτερα και περιελάμβανε και τον πρώτο, αρνητικό για την κυβέρνηση, απόηχο της «Ελπίδας». Η κύρια έρευνα, στην οποία περιλαμβανόταν και η πρόθεση ψήφου, είχε διενεργηθεί πριν την κρίση της κακοκαιρίας, σε ένα «κλασικό» δείγμα, μεγέθους 1.012 ατόμων. Σε αυτήν η ΝΔ κατέγραψε ποσοστό 32%, ο ΣΥΡΙΖΑ 17,5% και το ΚΙΝΑΛ 17%. Σύμφωνα με αναλυτές, το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας ήταν η επιβεβαίωση της «δημοσκοπικής αποδόμησης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη φθορά της κυβέρνησης και σε συνδυασμό με την τάση ενίσχυσης του ΚΙΝΑΛ. Κατά τις ίδιες πηγές, η τάση φανερώνει μία διάθεση σημαντικής μερίδας πολιτών να στραφούν προς την Κεντροαριστερά και διαμορφώνει το πεδίο των πολιτικών προκλήσεων της περιόδου ως εξής: α) αν θα κατορθώσει το ΚΙΝΑΛ να ικανοποιήσει τις προσδοκίες, β) αν θα καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέψει την αποδόμησή του και γ) αν η κυβέρνηση θα διαχειριστεί επαρκώς τη φθορά της.