Ας κάνουμε ένα μικρό άλμα προς το κοντινό μέλλον. Πείτε ότι βρισκόμαστε σε μια Γαλλία αρκούντως παραπαίουσα αλλά παραδόξως ήρεμη σε γενικές γραμμές, πείτε ότι διανύουμε τα τέλη του 2026 και ότι κατά το επόμενο έτος, το 2027, πρόκειται να στηθούν στη χώρα κάλπες σημαδιακές (με την ακροδεξιά «Εθνική Συσπείρωση» πάντοτε να καραδοκεί, προσμένοντας σημαντικά οφέλη από τη συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια). Λοιπόν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (μπορείτε να φέρετε ελεύθερα στον νου σας τον Εμανουέλ Μακρόν ή μια επινοημένη εκδοχή του εν πάση περιπτώσει) ολοκληρώνει σιγά-σιγά τη δεύτερη πενταετή θητεία του.
«Πράγματι, ο τελευταίος είχε εγκαταλείψει τις φαντασιώσεις του «start-up nation» που του είχαν εξασφαλίσει την πρώτη του εκλογή αλλά αντικειμενικά είχαν οδηγήσει απλώς στη δημιουργία λίγων επισφαλών και κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας, σ’ ένα καθεστώς οιονεί δουλείας στο εσωτερικό ανεξέλεγκτων πολυεθνικών». Ο ίδιος, δεδομένου ότι η συνταγματική τάξη τού απαγορεύει να είναι και πάλι υποψήφιος, φαίνεται να εξυφαίνει ένα ευφυές σχέδιο προσωρινής απόσυρσής του με απώτερο στόχο την εύκολη και ομαλή επάνοδό του.
Ο πολιτικός κυκεώνας
Τι σημαίνει αυτό; Οτι πρέπει να βρεθεί κάποιος να του κρατήσει την καρέκλα ζεστή, για να το πούμε απλά, κάποιος πρόθυμος και υπάκουος αντικαταστάτης για το προβλεπόμενο μεσοδιάστημα. Και πρωτίστως ματαιόδοξος, εξυπακούεται, ιδού το πλέον κρίσιμο γνώρισμά του. Αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ο Μπρυνό Ζυζ, ο εν ενεργεία υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, επειδή αφενός ενσαρκώνει το υπόδειγμα του επιτυχημένου τεχνοκράτη στη πολιτική σκηνή και αφετέρου επειδή είναι φιλόδοξος και συνεπώς επικίνδυνος ως πιθανός αντίζηλος του Προέδρου, όταν έρθει εκείνη η ανταγωνιστική ώρα. Τι προκρίνεται εν τέλει; Μια αδαής πλην δημοφιλής βιτρίνα, για να το θέσουμε κομψά, χωρίς πολλά-πολλά, προκειμένου να εξελιχθούν τα πάντα απαλά, δίχως σοβαρές περιπέτειες για το κράτος και τις λειτουργίες του. Αυτός είναι ο Μπενζαμέν Σαρφατί που «προερχόταν από τις πιο χαμερπείς ζώνες της τηλεοπτικής διασκέδασης» και ο οποίος, προφανώς, όχι μόνο δεν έχει ιδέα από διακυβέρνηση αλλά δεν τον ενδιαφέρει κιόλας να ασχοληθεί με δαύτη. Από την άλλη μεριά, ο Μπρυνό Ζυζ, ένας πολυτεχνίτης προερχόμενος από τον τομέα της βιομηχανίας, είναι απροσπέλαστος (ως χαρακτήρας) και δυνητικά απρόβλεπτος (ως παράγων του δημόσιου βίου) διότι ακριβώς εμφανίζεται να έχει μια ανεξήγητη ανοσία στη φθοροποιό φύση της εξουσίας και των καθημερινών πρακτικών της (αυτό κι αν φαντάζει απίστευτο). Συστηματικός στα όρια της εμμονής και ρεαλιστής απέναντι στην αγορά μεν (ασχέτως αν ο ορθολογισμός του περιφρονεί, λόγου χάρη, τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό), διαπνεόμενος δε (στο πεδίο της αρμοδιότητάς του) από έναν ιδιότυπο πατριωτικό ιδεαλισμό ο οποίος δεν αποκλείει, μεταξύ άλλων, τον «προστατευτισμό» ή ακόμη και τον «οικονομικό πόλεμο» με τους σεσημασμένους Ασιάτες εφόσον παραστεί ανάγκη. Η υψηλότατη ανεργία τού χαλάει λίγο το αψεγάδιαστο προφίλ αλλά, τι να γίνει, κανείς δεν είναι τέλειος. Ωσπου έρχεται η στιγμή που ο Μπρυνό Ζυζ βλέπει τον εαυτό του να αποκεφαλίζεται με συνοπτικές διαδικασίες σε μια πατροπαράδοτη γκιλοτίνα. Βλέπει δηλαδή ένα ανατριχιαστικό βίντεο, τόσο αριστοτεχνικά κατασκευασμένο, τόσο εκπληκτικά αληθοφανές, ώστε πιάνει τον λαιμό του, ας πούμε, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι όντως δεν έχει κοπεί. Το απειλητικό αυτό μήνυμα αναρτάται στο Διαδίκτυο, σε διοικητικές ιστoσελίδες, στο πλαίσιο μιας σειράς πρωτοφανών ψηφιακών επιθέσεων που εξαπολύουν κάποιοι μυστηριώδεις τρομοκράτες οι οποίοι αποδεικνύονται αρκετά προχωρημένοι και εξαιρετικά εκλεπτυσμένοι ως προς τα ομολογουμένως εντυπωσιακά μέσα που χρησιμοποιούν. Το σήμα κατατεθέν τους είναι μια συνθετική εικόνα, ένα γριφώδες «σχέδιο με πεντάγωνα, κύκλους και αράδες κειμένου γραμμένες σε ένα άγνωστο αλφάβητο». Οπως καταλαβαίνετε, η Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Ασφάλειας (ΓΔΕΑ) αρχίζει να πονοκεφαλιάζει.
Μισέλ Ουελμπέκ – Εκμηδένιση
Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας.
Εκδόσεις Εστία, 2022, σελ. 664, τιμή 21 ευρώ
Και κάπου εδώ συναντούμε τον Πωλ Ραιζόν, τον κεντρικό (αντι)ήρωα στο καινούργιο (όγδοο κατά σειρά) μυθιστόρημα του 66χρονου Μισέλ Ουελμπέκ με τίτλο Εκμηδένιση (Anéantir, 2022) που κυκλοφόρησε αρχές Ιανουαρίου στη Γαλλία και, σχεδόν ταυτόχρονα, μεταφρασμένο σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης.
Ο διαπεραστικός Ουελμπέκ
Πρόκειται για το εκτενέστερο κείμενο που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα αυτός ο κορυφαίος συγγραφέας και, για να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς αμέσως, συνιστά αναμφίβολα το καλύτερο βιβλίο του από το 2010 τουλάχιστον, όταν τιμήθηκε με το περίβλεπτο Βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημά του Ο χάρτης και η επικράτεια.
Παρά τις κοφτερές αρετές τους, ούτε η Υποταγή (2015) ούτε η Σεροτονίνη (2019) αγγίζουν την περίπλοκη διαστρωμάτωση και το συνεκτικό όραμα της Εκμηδένισης (η οποία παραπέμπει σταθερά τόσο στην έννοια της παρακμής όσο και σε μια διαδικασία σταδιακού, αργόσυρτου αφανισμού, φυσικού και πολιτισμικού, της μονάδας και του συνόλου). Αντιθέτως, εκείνα τα βιβλία που προηγήθηκαν αναδεικνύονται πια σαν προανακρούσματα, εν μέρει τουλάχιστον θα λέγαμε, αυτού του νέου, καθηλωτικού και μείζονος έργου.
Κοντολογίς, ο Μισέλ Ουελμπέκ επέστρεψε πιο ολιστικός, πιο διαπεραστικός, πιο εσωτερικός και πιο συγκινητικός από ποτέ τα τελευταία χρόνια. Με τις μεγάλες και τις μικρές κακίες του, την καλειδοσκοπική του περιέργεια, τον αφοριστικό κυνισμό του, τη ρομαντική του ωμότητα, τον απελπισμένο ανθρωπισμό του, τον σπαρακτικό τρόπο με τον οποίο αναζητεί την αγάπη και τη συμφιλίωση με την προοπτική του θανάτου. Εστησε ο Μισέλ Ουελμπέκ μια φοβερή μυθοπλαστική συνθήκη, αντανάκλαση της δυτικής ζωής στις αρχές του 21ου αιώνα, εγγράφοντας τις επίπονες αντιφάσεις του ατομικού πεπρωμένου στις συντριπτικές, εξουθενωτικές, καταθλιπτικές αντινομίες του σύγχρονου κόσμου: η ανασφάλεια της ύπαρξης καθρεφτίζεται στην αβεβαιότητα των καιρών, και τανάπαλιν.
Ο Μισέλ Ουελμπέκ έστησε μια φοβερή μυθοπλαστική συνθήκη, αντανάκλαση της δυτικής ζωής στις αρχές του 21ου αιώνα, εγγράφοντας τις επίπονες αντιφάσεις του ατομικού πεπρωμένου στις συντριπτικές, εξουθενωτικές, καταθλιπτικές αντινομίες του σύγχρονου κόσμου
Σε κάποιο σημείο μάλιστα αποφαίνεται ότι «σχιζοφρενική ήταν η πραγματικότητα». Και ναι, αυτό είναι παρήγορο να το βλέπουμε έτσι, να αρθρώνεται, αποτυπωμένο στη σελίδα. Ως γνωστόν, άλλοι τον λατρεύουν τον Μισέλ Ουελμπέκ και εξαιτίας αυτού τον εξιδανικεύουν και άλλοι τον απεχθάνονται με αποτέλεσμα, αντιστοίχως, να τον υποβιβάζουν. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί με στιβαρά επιχειρήματα ότι η λογοτεχνία του (αν όχι στενά στο επίπεδο της γλώσσας, σίγουρα στο επίπεδο μιας οξυμμένης αντίληψης και ενός άτεγκτου βλέμματος) αποστάζει το πνεύμα της εποχής του. Από την άποψη αυτή, η ευθεία αναφορά στην Ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ που εντοπίζουμε στην Εκμηδένιση είναι, τηρουμένων των αναλογιών, και ταιριαστή και δίκαιη.
«Τι νόημα έχει να βάζεις 5G αν απλώς δεν καταφέρνεις πια να έρθεις σε επαφή, να κάνεις τις βασικές ενέργειες, αυτές που επιτρέπουν στο ανθρώπινο είδος να αναπαράγεται, αυτές που του επιτρέπουν επίσης, καμιά φορά, να είναι ευτυχισμένο;» διαβάζουμε κάπου για τη σεξουαλική επιθυμία και τις δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις, δίπλα σε διάφορες εξίσου αφοπλιστικές παραδοχές, ότι «η οικονομία ήταν ζοφερή επιστήμη», ότι «η μεσαία τάξη είχε εξαερωθεί» και ότι «το φιλελεύθερο δόγμα επέμενε ν’ αγνοεί το πρόβλημα, υπνωτισμένο από την αφελή του πίστη ότι η επιδίωξη του κέρδους μπορούσε να υποκαταστήσει κάθε άλλο ανθρώπινο κίνητρο, να παράσχει από μόνη της την ψυχική ενέργεια που χρειαζόταν για τη διατήρηση μιας πολύπλοκης κοινωνικής οργάνωσης».
Η επιθανάτια αγωνία
Επιστρέφοντας στην κλασικότροπη αφήγηση του βιβλίου, που διαδραματίζεται μεταξύ Παρισιού και επαρχίας (σε μια περιοχή βόρεια της Λυών, με επίκεντρο την κωμόπολη Σαιν Ζοζέφ-αν-Μπωζολαί) ο Πωλ Ραιζόν, ο εξ απορρήτων του υπουργού Μπρυνό Ζυζ, καθώς κλείνει τα πενήντα, καλείται να επαναπροσδιορίσει την πορεία του ως άνδρας και σύζυγος (εν μέσω εφιαλτικών ονείρων και σπασμωδικών πνευματικών εξάρσεων), να αναψηλαφήσει την ταυτότητά του (καταφεύγοντας στο πανέμορφο τοπίο της παιδικής του ηλικίας) και, κυρίως, να αντιμετωπίσει το οικογενειακό του παρελθόν (με αφορμή το εγκεφαλικό επεισόδιο και την παράλυση του πατέρα του Εντουάρ, ενός σεβάσμιου συνταξιούχου της γαλλικής αντικατασκοπείας).
Κατά τα λοιπά, επιστρατεύοντας ένα ευρύτατο φάσμα συμπληρωματικών αλλά εξόχως ανάγλυφων χαρακτήρων (υπέροχη η Σεσίλ, η αδελφή του Πωλ, μια ευαίσθητη καθολική) και τι δεν κατορθώνει να ενσωματώσει αρμονικά ο Μισέλ Ουελμπέκ στην Εκμηδένιση, από τους «χριστιανούς τζιχαντιστές» και το κίνημα κατά της ευθανασίας, ως τη γουίκα, τη μοδάτη «νέα θρησκεία», και τον «οικοφασισμό». Εν τω μεταξύ, έχει καταστεί σαφές ότι οι τρομοκράτες (που προαναφέραμε) δύνανται να επιφέρουν, εκτός από ηλεκτρονικά, και στρατιωτικά πλήγματα, θυσιάζοντας ενίοτε εκατοντάδες νεκρούς, στον βωμό της ομιχλώδους, αινιγματικής και μυστικιστικής ιδεολογίας τους (η οποία δεν επιχειρεί να υπονομεύσει απλώς το διεθνές εμπόριο αλλά πιο ριζικές κοινωνικές διεργασίες). Παράλληλα όμως ο Πωλ θα εισέλθει σε μια ζώνη που δεν έχει επιστροφή, στη ζώνη της «επιθανάτιας αγωνίας».
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι θα διαγνωστεί με έναν επιθετικό καρκίνο του στόματος ενόσω επανασυνδέεται με την Πρυντάνς, τη γυναίκα της ζωής του, ενόσω δηλαδή πασχίζει ευρύτερα, σε χρόνο που ολοένα λιγοστεύει, να αποκαταστήσει το όποιο νόημα συνόδευσε το παροδικό πέρασμά του από τον μάταιο ετούτο κόσμο. «Ο Πασκάλ είχε δίκιο, ως συνήθως: Στο τέλος σού ρίχνουν χώμα στο κεφάλι και αυτό ήταν, για πάντα» γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ, αλλά τον έχουμε μάθει πλέον, ευτυχώς, συμπυκνώνει το σκότος μόνο και μόνο για να χαρεί σαν παιδί με μιαν αχτίδα φωτός. Συμπέρασμα: ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα από μια προοδευτική, εύθραυστη και τρυφερή, στο βάθος της, διάνοια.