Με την πολιτική «μηδενικής ανοχής» προς τον κορωνοϊό να μην αποδίδει και την οικονομική ανάπτυξη να επιβραδύνεται, η Κίνα διοργανώνει τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, χωρίς θεατές και με πολλές δυτικές χώρες να μποϊκοτάρουν διπλωματικά τους Αγώνες λόγω των διώξεων που υφίστανται οι Ουιγούροι από το Πεκίνο.
Το διπλωματικό μποϊκοτάζ δεν αλλάζει τίποτα για τους ίδιους τους Αγώνες, που ξεκινούν στις 4 Φεβρουαρίου, διότι οι αθλητές συμμετέχουν κανονικά και ας έχει αρνηθεί να παραστεί αξιωματούχος από την πολιτική ηγεσία της χώρας τους. Αν και πρόκειται για τη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων, οι χώρες που μποϊκοτάρουν τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς είναι κυρίως δυτικές και πάντως όχι μουσουλμανικές: ΗΠΑ, Καναδάς, Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία και από την ΕΕ, το Βέλγιο, η Δανία και η Λιθουανία (η οποία ανακοίνωσε πρώτη στον κόσμο, στις 3 Δεκεμβρίου, το διπλωματικό μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών εν μέσω συνεχιζόμενης διπλωματικής έντασης με το Πεκίνο, κυρίως λόγω της Ταϊβάν).
Στην υπόλοιπη ΕΕ, οι απόψεις κυμαίνονται από τα «ήξεις αφήξεις» που προτάσσουν την ανάγκη για κοινή ευρωπαϊκή στάση (π.χ. Γαλλία και Γερμανία) – αν και κοινή ευρωπαϊκή στάση αποκλείεται να βρεθεί – μέχρι εκκλήσεις για τη μη πολιτικοποίηση των Ολυμπιακών (π.χ. από Λουξεμβούργο, Αυστρία, Τσεχία).
- Διαβάστε επίσης: Η Κίνα και ο κόσμος – Η στρατηγική της νέας υπερδύναμης
Ελεγχος κριτικής και… κρουσμάτων
Παράλληλα, το Πεκίνο προσπαθεί να ελέγξει τυχόν κριτική εναντίον του στο εσωτερικό, απαγορεύοντας την έκφραση κάθε πολιτικής διαμαρτυρίας στη διάρκεια των χειμερινών Αγώνων από τους ξένους αθλητές.
Η Κίνα, η οποία εφαρμόζει αυστηρή πολιτική εξάλειψης της COVID με μαζικά τέστινγκ, επιθετικό εντοπισμό των επαφών των κρουσμάτων, ολοκληρωτικά lockdowns και στρατόπεδα καραντίνας, βλέπει τα πρώτα κρούσματα της Ομικρον να εντοπίζονται στη χώρα και την πολιτική της κατά του κορωνοϊού να αποτυγχάνει.
Το Πεκίνο, όπου θα πραγματοποιηθούν οι Ολυμπιακοί έως τις 20 Φεβρουαρίου, κατέγραψε μάλιστα την περασμένη εβδομάδα το πρώτο κρούσμα της Ομικρον. Αμέσως ανακοίνωσε ότι δεν θα διατεθούν εισιτήρια για τους Αγώνες στο κοινό και έκανε τεστ σε 13.000 άτομα που μπορεί να είχαν έρθει σε επαφή με το ένα αυτό κρούσμα. Το συγκρότημα κατοικιών όπου βρίσκεται το σπίτι του κρούσματος και ο χώρος εργασίας του σφραγίστηκαν.
Εφτασαν στα άκρα τα περιοριστικά μέτρα
Την περασμένη εβδομάδα στο Τιαντζίν, λιμάνι κοντά στο Πεκίνο, οι Αρχές πραγματοποίησαν τεστ για κορωνοϊό και στα 14 εκατ. των κατοίκων του ύστερα από τον εντοπισμό δύο κρουσμάτων της παραλλαγής Ομικρον. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η πόλη Σιάν στην Κεντρική Κίνα επέβαλε τόσο αυστηρό lockdown στους 13 εκατ. κατοίκους της, κλείνοντας όλες τις εμπορικές και άλλες δραστηριότητες, που πολλοί έφθασαν στο σημείο να μην έχουν τι να φάνε – την περασμένη Κυριακή, οι Αρχές χαλάρωσαν το lockdown σε μερικές γειτονιές του Σιαν επιτρέποντας σε ένα άτομο ανά νοικοκυριό να βγαίνει εκτός σπιτιού κάθε δύο ή τρεις ημέρες.
Σε καραντίνα επειδή ζήτησε… οδηγίες
Η κινεζική οικονομία όμως επηρεάζεται αρνητικά από την πολιτική του Πεκίνου κατά της COVID. Η ανάπτυξη 4% το τελευταίο τρίμηνο του 2021, που επίσης ανακοινώθηκε την περασμένη Δευτέρα, η χαμηλότερη των τελευταίων ετών, θεωρείται από πολλούς ειδικούς ότι οφείλεται στα ακραία μέτρα για τον κορωνοϊό στην Κίνα που αναστατώνουν την οικονομική και κοινωνική ζωή. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν πολλά ρεπορτάζ, για παράδειγμα για τον άνθρωπο που μπήκε για λίγο σε ένα ξενοδοχείο για να ζητήσει οδηγίες για μια διεύθυνση και κατέληξε σε καραντίνα δύο εβδομάδων επειδή ένας από τους πελάτες του ξενοδοχείου ήταν επαφή κρούσματος ή για τον εργαζόμενο σε τρένο υψηλής ταχύτητας που ήταν στενή επαφή κρούσματος και όλοι οι επιβάτες του τρένου αναγκάστηκαν να πάνε για τεστ και καραντίνα. Οι Αρχές χτίζουν «στρατόπεδα καραντίνας» σε όλη την Κίνα, όπου κλείνουν τους ασυμπτωματικούς και όσους βρίσκονται στο στάδιο των τεστ για να δουν αν μολύνθηκαν επειδή ήρθαν σε επαφή με κρούσμα.
Μεγάλο πλήγμα στην εγχώρια ζήτηση
Τα ξαφνικά lockdowns, οι αλλεπάλληλες καραντίνες και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί εντός Κίνας διαταράσσουν την κινεζική οικονομία. Αν και η παγκόσμια ζήτηση για κινεζικά προϊόντα αυξήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη στην Κίνα το πρώτο μισό του 2021, η εγχώρια ζήτηση δέχθηκε πλήγμα λόγω των μέτρων για τον COVID, και αυτό αντικατοπτρίζεται στη μειωμένη ανάπτυξη του τελευταίου τριμήνου του 2021. Η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται και λόγω της κρίσης των ακινήτων στη χώρα, όμως η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αφήσει την οικονομία χωρίς στήριξη, τουλάχιστον μέχρι το συνέδριο του ΚΚ.
Ανησυχία για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων τους
Αναλυτές αποδίδουν την ακραία «μηδενική ανοχή» στον κορωνοϊό των Κινέζων όχι μόνο στην επιθυμία τους να δείξουν την καλύτερή τους εικόνα στους Ολυμπιακούς αλλά και στην ανησυχία ότι τα κινεζικά εμβόλια είναι λιγότερο αποτελεσματικά κατά της Ομικρον.
Η απειλή της μείωσης πληθυσμού από το 2022
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος φιλοδοξεί το φθινόπωρο στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος να εκλεγεί για τρίτη θητεία πρόεδρος (έχοντας καταργήσει από το 2018 το όριο των δύο θητειών που θεσπίστηκε μετά τον Μάο), έχει δύσκολους μήνες μπροστά του, όχι μόνο λόγω Ολυμπιακών και κορωνοϊού. Την περασμένη Δευτέρα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας ανακοίνωσε ότι η γεννητικότητα μειώθηκε για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά το 2021 και, με βάση τους αριθμούς και τις τάσεις, οι περισσότεροι ειδικοί αναμένουν ότι το 2021 θα αποδειχθεί η τελευταία χρονιά κατά την οποία ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε: οι γεννήσεις στη διάρκεια όλης της χρονιάς (10,62 εκατ.) μόλις που ξεπέρασαν τους θανάτους (10,14 εκατ.). Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, οι γεννήσεις το 2020 στην Κίνα ήταν 12 εκατ. ενώ ακόμη και το 1961 ήταν περισσότερες από το 2021, παρά τον λιμό και τους θανάτους που είχε προκαλέσει το Μεγάλο Αλμα Προς Τα Εμπρός.
Παρά τα μέτρα κατά της υπογεννητικότητας που παίρνει τα τελευταία χρόνια το Πεκίνο, οι γεννήσεις μειώνονται κάθε χρόνο ενώ αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, αλλάζοντας την αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους στη χώρα. Το δημογραφικό αναμένεται να επηρεάσει την οικονομία, απειλώντας στο μέλλον και την πολιτική σταθερότητα στην Κίνα.