Στο 2023 μεταφέρεται η ελπίδα ανάκαμψης των αμοιβών, μετά τη δεκαετή βίαιη κατάρρευση των μισθών και τη δημιουργία ενός νέου «φαινομένου», των φτωχών εργαζομένων (working poor), που απαρτίζεται από «κακοπληρωμένους» εργαζομένους, οι οποίοι υπερδιπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία.
Η διπλή αύξηση των κατώτατων αμοιβών το 2022 όπως και η μεγάλη αύξηση του 2019 που προηγήθηκε βελτίωσαν – σε έναν σημαντικό βαθμό – τον γλίσχρο κατώτατο μισθό, αλλά δεν κατάφεραν να επαναφέρουν το ύψος του στα προ του 2012 επίπεδα, κάτι που αναμένεται να συμβεί εντός του 2023.
«Επιταχύνουμε τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού φέτος, καθώς βούληση της κυβέρνησης είναι στο τέλος Απριλίου να υπάρξει μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι εργαζόμενοι θα δουν κοινωνικό μέρισμα ανάπτυξης, θα δουν σημαντικές αυξήσεις στις τσέπες τους σε μερικούς μήνες» δήλωσε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή
και υπογράμμισε ότι «τώρα που η οικονομία έχει μπει σε θετικό έδαφος, είναι προφανές ότι μπορούμε να κινηθούμε με διαφορετικό τρόπο απέναντι στους εργαζόμενους και να δώσουμε μεγαλύτερες αυξήσεις».
«Συμπιέστηκαν»
Σημαντική συνεισφορά στην κατάρρευση των μισθών – η οποία απεικονίζεται ευκρινώς στη σημερινή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας – έχουν η πλήρης υποχώρηση των κλαδικών συμβάσεων και η «προσγείωση» όλων των αμοιβών στα όρια των κατώτατων.
Χωρίς την ύπαρξη των κλαδικών συμβάσεων και με δεδομένη την κατάργηση της μετενέργειας, οι αμοιβές – μέσα σε δέκα έτη – «συμπιέστηκαν» στο ύψος του κατώτατου μισθού ή και χαμηλότερα, όταν πρόκειται για απασχόληση με ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Για την επαναφορά τους δεν αρκεί η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά απαιτείται και η επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες «έχτιζαν» τους μισθούς πάνω από τα κατώτατα όρια.
Ολες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ενδεχόμενο ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 700 ευρώ εντός του 2022, καθώς η νέα αύξηση – μετά το 2% – αναμένεται να φτάσει και ίσως να ξεπεράσει το 6%
Οι εξελίξεις
Οι τελευταίες εξελίξεις στις κατώτατες αμοιβές συνθέτουν ένα νέο τοπίο, καθώς επιταχύνονται οι διαδικασίες για τη χορήγηση της δεύτερης αύξησης εντός του 2022, η οποία θα διαμορφώσει το νέο ύψος του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Τρεις είναι οι αναμενόμενες εξελίξεις το επόμενο διάστημα.
Πρώτον, η κυβέρνηση έφερε – ήδη – νομοθετική διάταξη για την επιτάχυνση της διαδικασίας αλλά και για την εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου. Αυτό ήταν απαραίτητο καθώς ο νόμος που είναι σε ισχύ προβλέπει ότι η διαδικασία ολοκληρώνεται τον Ιούνιο, ενώ ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Η ρύθμιση αφορά μόνο το 2022, έτος για το οποίο θα ακολουθηθεί «άλλος χρονικός βηματισμός» προκειμένου να διαμορφωθεί ο κατώτατος μισθός και να προσδιοριστεί η ημερομηνία ισχύος του.
Δεύτερον, όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ενδεχόμενο ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 700 ευρώ εντός του 2022, καθώς η νέα αύξηση – μετά το 2% – αναμένεται να φτάσει και ίσως να ξεπεράσει το 6%.
Τρίτον, το 2023 θα ακολουθήσει και νέα υψηλή αύξηση έτσι ώστε ο κατώτατος να ξεπεράσει – ύστερα από 11 χρόνια – τα 751 ευρώ, ύψος στο οποίο βρισκόταν πριν από τη μείωσή του, τον Φεβρουάριο του 2012, όταν η χώρα και η οικονομία βρίσκονταν σε καθεστώς μνημονιακής επιτήρησης.
Η αντίστροφη μέτρηση για τη δεύτερη – ουσιαστική – αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2022 έχει ήδη ξεκινήσει. Τις επόμενες ημέρες – βάσει του νέου χρονοδιαγράμματος – θα εκκινήσει η διαδικασία της διαβούλευσης, ενώ η τελική ανακοίνωση του ποσοστού θα γίνει τον Απρίλιο και θα ισχύσει από την 1η Μαΐου. Ο Πρωθυπουργός στις πρόσφατες δηλώσεις του δεν αναφέρθηκε αριθμητικά – όπως είναι φυσικό – στο ύψος του ποσοστού, αλλά χαρακτήρισε τη δεύτερη δόση της αύξησης ως «σημαντική και πολύ μεγαλύτερη» από την αύξηση του 2% που δόθηκε την 1η Ιανουαρίου 2022. Η αναφορά αυτή συντείνει προς το επικρατέστερο σενάριο για επιπλέον αύξηση 6% – πέραν του 2% που ίσχυσε από την 1η.1.2022 – και τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού στα 703 ευρώ.
Το 2023 θα ακολουθήσει και νέα υψηλή αύξηση έτσι ώστε ο κατώτατος να ξεπεράσει – ύστερα από 11 χρόνια – τα 751 ευρώ, ύψος στο οποίο βρισκόταν πριν από τη μείωσή του, τον Φεβρουάριο του 2012
Οι συμβάσεις
Η κατάρρευση των μισθών συντελέστηκε το 2012, με το δεύτερο μνημόνιο των δανειστών, το οποίο επέβαλλε μειώσεις στον κατώτατο μισθό ύψους 22% (από 751 σε 583 ευρώ) και κατά 32% του μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών (511 ευρώ).
Ακολούθησε σε μικρό χρονικό διάστημα η κατάργηση της μετενέργειας με αποτέλεσμα την κατάρρευση της «πυραμίδας των συλλογικών συμβάσεων», πάνω στην οποία είχε οικοδομηθεί το σύστημα των αμοιβών.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 2017, οι μειώσεις των αμοιβών σε συνδυασμό με την πλήρη κυριαρχία στην αγορά της ευέλικτης απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής εργασία) δημιούργησαν στη χώρα μας τη λεγόμενη «γενιά εργαζομένων που αμείβονται με… βαλκανικούς μισθούς». Ο συγκεκριμένος όρος προήλθε από τα κείμενα της περίφημης τρόικας, στα οποία αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι οι αμοιβές στη χώρα μας θα πρέπει να «…ευθυγραμμιστούν με τις ανταγωνιστικές εντός της ΕΕ χώρες», υπονοώντας τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Ο μέσος μισθός
Χαρακτηριστικό του τι συνέβη είναι το στοιχείο του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο – κατά το 2018 – 571.000 άτομα του ιδιωτικού τομέα αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ, ενώ 251.000 άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ.
Σύμφωνα με έκθεση του ΚΕΠΕ, οι μειώσεις των κατώτατων μισθών του 2012 ακολουθήθηκαν από σημαντική πτώση των μέσων μισθών. Ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 28% (από 1.247 σε 898 ευρώ) την περίοδο από το 2010 μέχρι το 2018, υποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι γενικότερες μειώσεις στους μισθούς την εν λόγω οκταετία ξεπέρασαν ακόμη και αυτό το ποσοστό (28%).
Ακολούθησε η αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019 κατά 10,9% μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Ο κατώτατος έφτασε τα 650 ευρώ, ενώ καταργήθηκε ο υποκατώτατος μισθός, γεγονός που οδήγησε σε μισθολογική αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Η αύξηση αυτή μπορεί να αντιστάθμισε το 50% της αρχικής μισθολογικής μείωσης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ωστόσο δεν βελτίωσε – αντιστοίχως – τις μέσες αμοιβές, επειδή με την κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων οι αμοιβές αυτές συμπιέστηκαν προς τα κάτω και απώλεσαν πολύ υψηλότερα ποσοστά από τα αντίστοιχα του κατώτατου μισθού.
Το γεγονός αυτό δείχνει πως δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη των μισθών εάν δεν ανακάμψουν οι κλαδικές συμβάσεις.
Το 2012 το δεύτερο μνημόνιο των δανειστών επέβαλε μειώσεις στον κατώτατο μισθό ύψους 22% (από 751 σε 583 ευρώ) και κατά 32% του μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών (511 ευρώ)
Κυριαρχησαν οι επιχειρησιακές συμβάσεις την περίοδο 2012-2019
Μετά τη λήξη των μνημονίων και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων επικράτησαν – κατά κύριο λόγο – οι επιχειρησιακές συμβάσεις σε σχέση με τις κλαδικές. Ενδεικτικά είναι τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και του ΟΜΕΔ. Την περίοδο της κατάρρευσης των μισθών υπογράφηκαν περισσότερες συλλογικές συμβάσεις, αλλά κυριάρχησαν οι επιχειρησιακές και σχεδόν εξαφανίστηκαν οι κλαδικές συμβάσεις που είναι η «ραχοκοκαλιά» των αμοιβών.
Συγκεκριμένα, την περίοδο 2012-2019 υπεγράφησαν συνολικά 3.166 συμβάσεις, δηλαδή 398 περισσότερες από τις 2.768 συμβάσεις που υπεγράφησαν την οκταετία 2003-2010.
Ωστόσο, την περίοδο αυτή αυξήθηκαν κατακόρυφα οι επιχειρησιακές συμβάσεις που αφορούν μόνο τους εργαζομένους μιας επιχείρησης, ενώ κατέρρευσαν οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές που αφορούν ευρύτερους εργασιακούς χώρους.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο σύμφωνα με το οποίο το 2003 οι επιχειρησιακές συμβάσεις έφταναν το 61% των συμβάσεων που υπογράφονταν. Το ποσοστό των επιχειρησιακών συμβάσεων το 2019 έφτασε το 91%
Απώλειες 2,5% στη διάρκεια της πανδημίας
Την ώρα που ξεκινούσαν δειλά να επανέρχονται οι αμοιβές, ήλθε η πανδημία του κορωνοϊού η οποία δεν ανέκοψε απλώς την επάνοδο των μισθών, αλλά τους οδήγησε σε πισωγύρισμα και σε νέες απώλειες.
Παρά τη διπλή αύξηση στον κατώτατο μισθό εντός του 2022, έρευνες δείχνουν ότι οι μέσοι μισθοί δεν πρόκειται να επανέλθουν στα προ της πανδημίας επίπεδα πριν από το τέλος του 2022 ή τις αρχές του 2023.
Την ίδια ώρα η ακρίβεια καλπάζει, «ροκανίζοντας» το εισόδημα των εργαζομένων, ενώ η ΓΣΕΕ – ως αντιστάθμισμα – ζητεί την άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, προκειμένου οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν το κύμα ανατιμήσεων να επελαύνει εδώ και μήνες στη χώρα μας.
Μάλιστα η Συνομοσπονδία προτείνει, μετά την υιοθέτηση των 751 ευρώ, να ακολουθήσει η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ.
Πάντως όλες οι έρευνες δείχνουν ότι το μέσο επίπεδο των μισθών στη χώρα μας θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 τον Ιανουάριο του 2023. Δηλαδή, τότε θα διαμορφωθεί στα 1.195 ευρώ (μεικτά), ποσό που αντιστοιχούσε στους μισθούς του Δεκεμβρίου του 2019, δύο μόλις μήνες πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας στη χώρα μας.
Αντιστοίχως, η ελληνική οικονομία – ως προς το ύψος του ΑΕΠ – θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 επίσης στις αρχές του 2023.
Οι απώλειες του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης μισθωτών έφτασαν το 2,5% στη διάρκεια της πανδημίας. Η μείωση αυτή, σύμφωνα με μελέτη του ILO (Διεθνές Γραφείο Εργασίας), οφειλόταν κυρίως στη μείωση των ωρών εργασίας. Σύμφωνα με μελέτη της Oxford Economics (Μάιος 2021), το μέσο επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα προ της πανδημίας στο τέλος του 2022.
Τα συμπεράσματα αυτά προέρχονται από μελέτη των πανεπιστημιακών Σ. Ρομπόλη και Β. Μπέτση (διδάκτορα του ίδιου πανεπιστημίου που ανέλυσε το επίπεδο των μισθών και τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας).
Ενας επιπλέον λόγος που θα συμβάλει στην καθυστερημένη επάνοδο των μισθών είναι η αυξημένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (ελαστικό οκτάωρο, μη αμειβόμενη υπερωρία, ατομική συμφωνία, παρεμπόδιση συνδικαλιστικής δραστηριότητας κ.λπ.).