Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1974, όχι και τόσο πίσω μέσα στο χρόνο. Ο Χανς Πέτερ ντε Λόρεντ, υποψήφιος καθηγητής, καλείται να προσέλθει στη σχολική αρχή του Αμβούργου. Τι ακριβώς τον ήθελαν, δεν μπορούσε να φανταστεί. Σε ένα γραφείο τον περιμένουν ο πρώην τοπικός υπουργός αρμόδιος για τη σχολική εκπαίδευση Γκίντερ Άπελ με τον νομικό του σύμβουλο. Πάνω σε ένα τραπέζι υπάρχουν αραδιασμένοι φάκελοι με το όνομα του 25χρονου. «Ο κύριος Άπελ μου είπε ότι υπάρχουν προβλήματα με την πρόσληψή μου», θυμάται σήμερα ο Λόρεντ. Ξαφνικά βρέθηκε ενώπιον μιας πραγματικότητας που μοιράστηκε με εκατοντάδες άλλους στη Γερμανία διότι η υποψηφιότητά του κρίθηκε με βάση το λεγόμενο «Διάταγμα Ριζοσπαστικοποίησης» της 28ης Ιανουαρίου του 1972, με άλλα λόγια μια διαδικασία ελέγχου των κοινωνικών και πολιτικών του φρονημάτων.
Αίτηση στην Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος
Η αρμόδια επιτροπή κρίσεων είχε αμφιβολίες για τη προσήλωση του τότε νεαρού καθηγητή Χανς-Πέτερ στις αρχές του Συντάγματος. Γιατί κατά τη διάρκεια των σπουδών του στον Πανεπιστήμιο του Αμβούργου είχε παράλληλα έντονη πολιτική δράση. Καταρχήν με τον Μαρξιστικό Φοιτητικό Σύνδεσμο Σπάρτακος, αργότερα ακόμη και με το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. «Ήταν πάντα το όνειρό μου να γίνω καθηγητής, μου έκανε χαρά να εργάζομαι με παιδιά» λέει ο 72χρονος σήμερα ασπρομάλλης ντε Λόρεντ. «Το κόμμα δεν είχε απαγορευτεί, είχε υποψηφίους και για την ομοσπονδιακή βουλή, εκτός αυτού δεν είχα αναλάβει ιδιαίτερες ευθύνες, κανείς δεν μπορούσε να μας καταλογίσει παραβίαση του νόμου». Το διάταγμα Ριζοσπαστικοποίησης αποφασίστηκε από τον πρώτο σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βίλι Μπραντ από κοινού με τους τοπικούς πρωθυπουργούς και προέβλεπε μεταξύ άλλων, ότι πριν από κάθε πρόσληψη στο δημόσιο, θα έπρεπε να ερωτηθεί η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος για τα φρονήματα του υποψηφίου. Μόνο έτσι θα μπορούσε δήθεν να προστατευτεί ο κρατικός μηχανισμός από τυχόν εχθρούς του Συντάγματος. Ιδιαίτερα από ανθρώπους όπως ο Λόρεντ.
Η Αλεξάντρα Γέγκερ από το Ερευνητικό Κέντρο Σύγχρονης Ιστορίας του Αμβούργου εξηγεί ότι πριν από αυτό το διάταγμα είχε προηγηθεί η ίδρυση το 1964 του NPD, του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας και η εισροή κομμουνιστικών οργανώσεων στο φοιτητικό κίνημα. «Τυπικά η πρόβλεψη διατυπώθηκε και προς τις δύο πολιτικές κατευθύνσεις, αλλά στην εφαρμογή της προσανατολίστηκε ξεκάθαρα προς τις αριστερές ομάδες. Ως αιτιολογία προβλήθηκε η διακήρυξη το 1967 του τότε επικεφαλής του φοιτητικού κινήματος Ρούντι Ντούσκε, για τη λεγόμενη πορεία μέσα από τους θεσμούς «Marsch durch die Institutionen», με στόχο την απομόνωση των κομμουνιστικών ομάδων, όπως προκύπτει από στοιχεία της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος», σημειώνει η Γιέγκερ, «Το όριο για να θεωρηθεί κάποιος εχθρός του Συντάγματος ήταν πολύ χαμηλό, συχνά αρκούσε εάν κάποιος διατηρούσε επαφή σε πολύ χαμηλό επίπεδο με τέτοιες ομάδες». Ως αποδεικτικό υλικό, αρκούσε η συλλογή από τις μυστικές υπηρεσίες εσωτερικού, φυλλαδίων ή ονομάτων που έβαζαν υποψηφιότητα με τη βοήθεια πληροφοριοδοτών. «Πτυχίο, καλοί βαθμοί ή θετικές αξιολογήσεις καθηγητών δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Σημασία είχε μόνο η αξιολόγηση της ίδιας της υπηρεσίας» λέει χαρακτηριστικά η ιστορικός, που γράφει διδακτορική διατριβή γι αυτό το θέμα.
Όψιμη ικανοποίηση
Για πολλούς απόφοιτους αυτό ισοδυναμούσε με απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος. «Βέβαια στον ιατρικό και κοινωνικό τομέα υπήρχαν άλλες δυνατότητες απασχόλησης, αλλά σε ό,τι αφορά στους καθηγητές το κράτος διατηρούσε σχεδόν το μονοπώλιο»,συμπληρώνει. Ήδη από το 1979 το ομοσπονδιακό κράτος και τα κρατίδια με σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη διαδικασία. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η Βαυαρία κατήργησε το διάταγμα μόλις το 1991. Πόσοι επλήγησαν από αυτό, δεν είναι ξεκάθαρο ακόμη μέχρι στιγμής. Εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 1,8 μέχρι 3,5 εκ. αιτήσεις προς την Υπηρεσία Προστασίας τους Συντάγματος, λέει η Γιέγκερ. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο 1.000 με 2.000 άνθρωποι πήραν αρνητική απάντηση στην αίτηση πρόσληψης. Ποια όμως ήταν η συνέχεια για τον Χανς-Πέτερ ντε Λόρεντ μετά τη συζήτηση σε εκείνο το γραφείο; Ακολούθησαν χρόνια αβεβαιότητας. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους μπόρεσε να διδάξει, αλλά αισθάνονταν ότι βρίσκονται υπό τη συνεχή παρακολούθηση και τον εκφοβισμό του διευθυντή του σχολείου. Γι αυτόν τον λόγο το 1989 δημοσίευσε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Κυνήγι μαγισσών» και αμέσως ακολούθησε μήνυση σε βάρος του για προσβολή. «Η απόφαση ήταν αθωωτική, ο δικαστής είπε τότε ότι η παγιωμένη πραγματικότητα ήταν χειρότερη και από μυθοπλασία» λέει ο Χανς-Πέτερ σήμερα. «Λίγο αργότερα αναβαθμίστηκα ως δημόσιος υπάλληλο, δεν κατάφεραν να με εξοντώσουν, βγήκα πιο δυνατός από όλο αυτό».
Δεν συνέβη όμως το ίδιο με πολλούς συναδέλφους του, πολλοί κατέρρευσαν υπό τις πιέσεις ή έπρεπε να δώσουν υπαρξιακό αγώνα». Γι αυτόν τον λόγο το Συνδικάτο Εκπαίδευσης και Επιστήμης GEW ζητά από το δημόσιο πολιτική και υλική αποκατάσταση των θιγομένων. «Τότε παραβιάστηκαν ατομικά και θεμελιώδη δικαιώματα και οι αριστεροί συκοφαντήθηκαν συλλογικά και διώχτηκαν» λέει η Μάικε Φίνεν, πρόεδρος του GEW. «Σε πολλούς αφαιρέθηκε κάθε προοπτική για το επάγγελμα και την ίδια τη ζωή τους, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη τους στο κράτος δικαίου», λέει. Για τον Λόρεντ η ζωή του επεφύλαξε άλλες εξελίξεις. Έγινε συνδικαλιστής, πρόεδρος του GEW Αμβούργου και αργότερα εξελέγη βουλευτής της Πράσινης Εναλλακτικής Λίστας στην τοπική βουλή του Αμβούργου. Το 2009 μεταπήδησε στην σχολική επιτροπή της πόλης, θα έλεγε κανείς στο εχθρικό στρατόπεδο. «Το γραφείο μου ήταν κοντά σε αυτό της υπουργού, εκεί ακριβώς όπου πριν από πολλά χρόνια παρουσιάστηκα για να δώσω εξηγήσεις. Αυτό το λες και ικανοποίηση».
Γιούλιαν Βέμπερ/dpa
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου