Οσοι παρακολουθούν στενά τον δημόσιο λόγο του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα θα έχουν παρατηρήσει ότι πίσω από τις μονότονες δηλώσεις περί επιτυχούς άσκησης της οικονομικής πολιτικής, τα γρήγορα αντανακλαστικά της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και τα πολλά ρεκόρ της οικονομίας, ο υπουργός παίρνει πλέον σαφείς αποστάσεις από όλους όσοι τάσσονται υπέρ τού «Χρήστο, δώσ’ τα όλα» καθώς στον πολιτικό ορίζοντα άρχισαν να αχνοφαίνονται οι εκλογές.
Στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ, μετά την πρώτη συνεδρίαση του Eurogroup για το 2022 όπου συζητήθηκαν στόχοι και πολιτικές εν μέσω πανδημίας αλλά και της πληθωριστικής έκρηξης που ταλανίζει την Ευρώπη, ο υπουργός ξέκοψε κάθε αίτημα που έχει διατυπωθεί από άλλους υπουργούς και κυρίως την όρεξη για παροχές πριν από την ώρα τους, οι οποίες προαναγγέλλονται από άλλα κυβερνητικά στελέχη.
Τι είπε λοιπόν ο υπουργός που τον διαφοροποιεί από το γενικό κλίμα και την πολιτική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται, αναφερόμενος σε τυχόν νέα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, απέναντι στην πανδημία και τον πληθωρισμό:
«Κάθε απόφαση θα πρέπει να λαμβάνεται με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και της οικονομίας. Και η Ελλάδα έχει υψηλό πρωτογενές έλλειμμα, δεν διαθέτει επενδυτική αξιολόγηση, ενώ είναι ακόμη σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας».
Πράγματι, εδώ βρίσκεται η ουσία.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη, το κόστος δανεισμού, όπως φάνηκε κι από την προχθεσινή έκδοση των 10ετών ομολόγων, ανεβαίνει και το δημοσιονομικό έλλειμα που ανήλθε σε 15,5 δισ. ευρώ πέρυσι θα πρέπει να μειωθεί εφέτος στα 3 δισ. ευρώ. Κι αυτά προφανώς δεν μπορούν να γίνουν μειώνοντας τα έσοδα.
Για όσους δεν κατάλαβαν, ο υπουργός αναφερόμενος στη συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ σε κάποια αγαθά, τόνισε ακόμη ότι το δημοσιονομικό κόστος για κάτι τέτοιο είναι απαγορευτικό. Επικαλέστηκε μάλιστα ως παράδειγμα ότι «σε ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ μόνο στο ψωμί, το κόστος ανέρχεται σε 140 εκατ. τον χρόνο».
Και έκλεισε τη συνέντευξη λέγοντας «πρέπει να είμαστε σοβαροί»… Να λοιπόν και κάτι στο οποίο θα συμφωνήσουμε.