Διαβάζω τα δημοσιεύματα για την υπόθεση του 37χρονου εφημερίου σε ναό της Αθήνας.
Εάν ισχύουν τα όσα καταγγέλλονται σε βάρος του, τότε η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στο ποινικό μέρος της υπόθεσης, που αφορά τα δικαστήρια.
Κυρίως αναφέρομαι στο ερώτημα πώς ένας τέτοιος άνθρωπος – εάν ισχύουν φυσικά όσα του καταλογίζονται – καταλήγει να έχει μια θέση όπως αυτή ενός εφημερίου.
Γιατί εδώ βλέπουμε έναν νεαρής ηλικίας εφημέριο και δη έγγαμο ο οποίος βρέθηκε σε μια ενορία της Αθήνας και μάλιστα έχοντας και τα καθήκοντα του εξομολόγου (θυμίζω ότι εξομολόγοι δεν είναι όλοι οι ιερείς αλλά οι εντεταλμένοι από επίσκοπο).
Δηλαδή, βρέθηκε να έχει σημαντικές θέσεις, που αποτυπώνουν ότι θεωρήθηκε ότι μπορούσε να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του.
Θέσεις, όμως, που σήμαιναν ότι ερχόταν σε επαφή με το ποίμνιό του, συμπεριλαμβανομένων και ανηλίκων, έχοντας μάλιστα έναν ρόλο πνευματικού καθοδηγητή.
Εάν ισχύουν τα όσα καταλογίζονται σε βάρος του, τότε είναι σαφές ότι αυτός εκμεταλλεύτηκε και καταχράστηκε αυτές τις θέσεις που είχε.
Όμως, μια τέτοια κακοποιητική συμπεριφορά, συνήθως δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία».
Υπάρχουν σημάδια που τη δείχνουν από νωρίς, πληροφορίες ή ακόμη και καταγγελίες.
Όλα αυτά δεν εντοπίστηκαν στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του συγκεκριμένου ιερέα;
Ή για να το πω διαφορετικά: δεν θα έπρεπε να υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου εσωτερικοί που έγκαιρα να εντοπίζουν τέτοια προβλήματα, ώστε να μην καταλήγουν τέτοιοι άνθρωποι σε θέσεις τις οποίες μπορούν να εκμεταλλευτούν;
Γιατί καταλαβαίνω ότι αρκετές φορές η Εκκλησία προσπαθεί να διαχειριστεί αυτά τα ζητήματα εσωτερικά.
Αυτό το καταλαβαίνω εκεί όπου έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινες αδυναμίες, με πράγματα που είναι αυτονόητα δικαιώματα για όλους εμάς, όχι όμως για τους ιερείς.
Όμως, αυτό δεν μπορεί να ισχύει για την κακοποίηση ανηλίκων ή τη σεξουαλική βία.
Η Καθολική Εκκλησία πλήρωσε πολύ ακριβώς τον τρόπο για χρόνια υπήρξε συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης εκτεταμένων κακοποιητικών συμπεριφορών.
Γι’ αυτό τον λόγο και χρειάζεται η Εκκλησία της Ελλάδος να διαμορφώσει μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου ώστε να εντοπίζει ανθρώπους με κακοποιητική συμπεριφορά έγκαιρα και πριν προκαλέσουν τραύματα που δεν επουλώνονται στην πραγματικότητα ποτέ.