Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για νέες και πιο επινοητικές προσεγγίσεις στα οικονομικά προβλήματα; Η τουρκική οικονομία το τελευταίο διάστημα φαντάζει ένα από τα πεδία όπου κατεξοχήν δοκιμάζονται λύσεις που πηγαίνουν κόντρα σε μια ορισμένη οικονομική ορθοδοξία.
Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς μια οικονομία που αυτή τη στιγμή υποφέρει από υψηλό πληθωρισμό και μια διαρκή υποχώρηση στην ισοτιμία του εθνικού νομίσματος και στην οποία η κεντρική τράπεζα υιοθετεί πολιτικές μειωμένων επιτοκίων, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει να ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική και μέσω αυτής να στηρίξει το νόμισμα και φυσικά να περιορίσει τον πληθωρισμό.
Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει επενδύσει σημαντικό μέρος του πολιτικού του μέλλοντος, καθώς μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο, ακριβώς στο ότι αυτή η «ιδιοσυγκρασιακή» προσέγγιση της οικονομικής και της νομισματικής πολιτικής θα αποδώσει, διαψεύδοντας όλους εκείνους που υποστηρίζουν ότι είναι μια οικονομική πολιτική που απειλεί με κατάρρευση την τουρκική οικονομία.
Το πρόβλημα με την ισοτιμία της λίρας
Η τουρκική λίρα έχει δεχτεί μεγάλες πιέσεις το τελευταίο διάστημα. Αυτό αποτυπώνεται και στις μεγάλες απώλειές της έναντι του δολαρίου. Αυτό εν μέρει αντανακλά τη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, εν μέρει ζητήματα που αφορούν τη συνολική θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια οικονομία και τον τρόπο που αντιμετωπίζεται και από τους επενδυτές και τις διεθνείς αγορές, παρότι συχνά ο Τούρκος πρόεδρος το παρουσιάζει ως ένα είδος συνωμοσίας εναντίον της χώρας του.
Το αποτέλεσμα ήταν η λίρα να υποχωρήσει κατά 44% έναντι του δολαρίου το 2021 και ο πληθωρισμός να φτάσει το 36.1% τον Δεκέμβριο, κάτι που αποτελεί το υψηλότερο σημείο εδώ και 19 χρόνια. Και βέβαια σε μια χώρα που εξαρτάται από εισαγωγές σε σημαντικό βαθμό, ξεκινώντας από τις ενεργειακές εισαγωγές, η υποχώρηση της ισοτιμίας μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο σε σχέση με τον πληθωρισμό.
Ταυτόχρονα, η υποχώρηση της ισοτιμίας αυξάνει διαρκώς το κόστος αποπληρωμής του χρέους. Και μπορεί η Τουρκία να έχει ένα διαχειρίσιμο δημόσιο εξωτερικό χρέος, έχει και ένα σημαντικό ιδιωτικό χρέος, που είναι σε συνάλλαγμα και το κόστος αποπληρωμής του αυξάνεται κάθε φορά που υποχωρεί η ισοτιμία της λίρας.
Η αναζήτηση διεξόδου
Σε αυτό το φόντο η τουρκική κεντρική τράπεζα όπως και η τουρκική κυβέρνηση έχουν επιδοθεί σε διάφορες πρακτικές για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Μία από αυτές είναι προφανώς το να ρίχνονται σπεύδει η κεντρική τράπεζα να ρίχνει ξένο συνάλλαγμα για να μπορεί να ενισχύει την ισοτιμία. Ωστόσο, αυτό έχει πραγματικά όρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2019 και το 2020 η τουρκική κεντρική τράπεζα χρειάστηκε να προχωρήσει σε πωλήσεις 128 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε σκληρό συνάλλαγμα για να μπορέσει να ενισχύσει την λίρα, γεγονός που είχε προκαλέσει και μεγάλες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης που ζητούσε εξηγήσεις από τον Ερντογάν.
Επίσης, κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να εξασφαλίσει ότι οι πολίτες στρέφονται στη λίρα. Αυτή η «λιροποίηση» της τουρκικής οικονομίας δίνει κίνητρα στους πολίτες να έχουν καταθέσεις σε λίρες, σε μια χώρα που μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων αλλά και των πολιτών προτιμούν να έχουν καταθέσεις σε ξένο συνάλλαγμα ως καλύτερη διασφάλιση απέναντι στον πληθωρισμό και τη διολίσθηση της ισοτιμίας της λίρας. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να έχει σημαντικά αποτελέσματα και να προσελκύσει αρκετούς καταθέτες.
Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση όπου, εάν διαλέξουμε έναν αυστηρό ορισμό των συναλλαγματικών διαθεσίμων, τότε η τουρκική κεντρική τράπεζα έχει αρνητική θέση. Αυτό που κάνει η κεντρική τράπεζα είναι να εμφανίζει ένα σημαντικό όγκο συναλλαγματικών διαθεσίμων μέσα από swap με τις τουρκικές τράπεζες αλλά και με ξένες χώρες. Γι’ αυτόν τον λόγο και πάντοτε η τουρκική κυβέρνηση στο δημόσιο λόγο της επικαλείται τα ακαθάριστα συναλλαγματικά διαθέσιμα και ότι την καθαρή θέση.
Κρίσιμη πλευρά αυτής της διαχείρισης είναι και η διαρκής προσπάθεια για swap συναλλάγματος με ξένες χώρες. Μάλιστα, αυτά στο τέλος του 2021 έφταναν τα 21 δισεκατομμύρια δολάρια. Η μεγαλύτερη συμφωνία τέτοιου τύπου ήταν με το Κατάρ, χώρα άλλωστε με την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν έχει παραδοσιακές οικονομικές σχέσεις. Η αρχική συμφωνία του 2018 το 2020 είχε φτάσει σε ένα ύψος 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μια πρώτη τέτοια συμφωνία είχε κάνει η Τουρκία με την Κίνα το 2012 και αφορούσε την ανταλλαγή 3 δισεκατομμυρίων λιρών (που τότε αναλογούσαν σε 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια) με 10 δισεκατομμύρια γιουάν. Τον Ιούνιο του 2021 η συμφωνία ανανεώθηκε και το ύψος της έφτανε τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Αύγουστο του 2021 έγινε συμφωνία με τη Νότια Κορέα για ανταλλαγή 17,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων με 2,3 τρισεκατομμύρια γουόν, το αντίστοιχο 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στις 19 Ιανουαρίου, οι κεντρικές τράπεζες της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων υπέγραψαν μια συμφωνία για ένα swap ύψους έως και 64 δισεκατομμυρίων λιρών και 18 δισεκατομμυρίων ντιρχάμ, που αναλογούν σε περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι συμφωνία αναλογούν συνολικά σε 27 δισεκατομμύρια δολάρια και ποσά ισοδύναμα με 21 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν περάσει στους λογαριασμούς της τουρκικής κεντρικής τράπεζας.
Βεβαίως κατά πάγια τακτική, η τουρκική κεντρική τράπεζα υποστηρίζει ότι οι συμφωνίες γίνονται για τη διευκόλυνση του διμερούς εμπορίου (που άλλωστε υποτίθεται ότι είναι ο βασικός λόγος να γίνονται τέτοιες συμφωνίες ανταλλαγής συναλλαγμάτων), όμως τα στοιχεία δεν δείχνουν να ωφέλησαν ιδιαίτερα το εμπορικό ισοζύγιο της Τουρκίας, Είναι χαρακτηριστικό ότι το διμερές εμπόριο με το Κατάρ είναι ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων και άρα το swap μάλλον άλλες οικονομικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί.
Ωστόσο, αυτά τα swap συναλλάγματος έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να συμπεριληφθούν στα ακαθάριστα συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας και έτσι να μπορεί ο Ερντογάν να παρουσιάζει μια ισχυρή θέση της κεντρικής τράπεζας και ικανότητα να μπορεί να υπερασπιστεί την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος ενάντια σε όσους επιβουλεύονται την τουρκική οικονομία.
Κάνοντας αυτό βέβαια ο Ερντογάν και η τουρκική κυβέρνηση «προσπερνούν» ορισμένες παραμέτρους: τα swap αυτά δεν αφορούν «σκληρό συνάλλαγμα», αλλά τα αντίστοιχα νομίσματα.
Επιπλέον, οι συμφωνίες αυτές μπορεί να αυξάνουν τα ακαθάριστα συναλλαγματικά διαθέσιμα, όμως την ίδια στιγμή αυξάνουν και τις βραχυπρόθεσμες επισφάλειες και το εξωτερικό χρέος της.
Ο Ερντογάν πιστεύει ότι με όλους αυτούς τους χειρισμούς μπορεί να παρουσιάσει μια εικόνα οικονομικής ισχύος και ικανότητας να ανταπεξέλθει στην πίεση που δέχεται η λίρα. Όμως, είτε το θέλει είτε όχι τέτοιου είδους πρακτικές στα μάτια των ξένων επενδυτών και χρηματοοικονομικών οργανισμών φαντάζουν περισσότερο ως ενδείξεις μιας αρκετά πιο εύθραυστης συνθήκης στην τουρκική οικονομία.