Την προπερασμένη Τετάρτη, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας, σημείο αναφοράς για την ευρωζώνη, βρέθηκε σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά τον Μάιο του 2019, κάτι που αποτέλεσε σημείο καμπής για το κόστος δανεισμού των χωρών της ζώνης του ευρώ και ειδικά της περιφέρειας, σηματοδοτώντας έτσι και την αρχή του τέλους του φθηνού δανεισμού ακόμα και με αρνητικά επιτόκια, που αποτέλεσε κανονικότητα για μια περίοδο ακόμα (σε ορισμένες εκδόσεις) και για τα ελληνικά ομόλογα και ας μην έχουν ακόμη το στάτους της «επενδυτικής βαθμίδας».

Η πρώτη έξοδος

Την ίδια ημέρα (την προπερασμένη Τετάρτη) η Ελλάδα προχώρησε στην πρώτη έξοδό της στις αγορές για το 2022, με την έκδοση 10ετούς ομολόγου, η οποία υπερκαλύφθηκε κατά 5 φορές, καθώς η χώρα άντλησε 3 δισ. ευρώ, ενώ οι επενδυτές της πρόσφεραν περισσότερα από 15 δισ. ευρώ.

Το κουπόνι διαμορφώθηκε στο 1,750%, η τιμή στο 99,197% και η απόδοση στο 1,836%, η οποία ήταν δηλαδή υπερδιπλάσια (0,888%) από την τελευταία αντίστοιχη έκδοση του περασμένου Ιουνίου (re-opening), υποδηλώνοντας πως ο (παν)φθηνός δανεισμός δείχνει να είναι ποια παρελθόν.

Ωστόσο, όπως θυμίζει ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, η Ελλάδα δανείστηκε με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019, όταν το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 3,9%. Το κόστος δανεισμού, αναφέρει, κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα συγκυρία, στην οποία καταγράφεται, διεθνώς, άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας που προκαλούν η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση, η αύξηση του πληθωρισμού και η επικείμενη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο συσταλτική νομισματική πολιτική.

Εκδοτική στρατηγική

Ισως όμως το πιο σημαντικό για τις αγορές και τους επενδυτές είναι πως η Ελλάδα (η οποία δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια που βρέθηκε σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας») συνεχίζει την εκδοτική στρατηγική της και μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονης ρευστότητας κινείται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στην κανονικότητα του κλασικού εκδότη-χώρας της ευρωζώνης, «κλειδώνοντας» το κόστος δανεισμού της δεκαετίας σε χαμηλά επίπεδα.

Παράλληλα, ακόμα και στο 1,836%, το επιτόκιο παραμένει από τα χαμηλότερα ιστορικά για την Ελλάδα και βρίσκεται στα ίδια περίπου επίπεδα με το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται σήμερα για 10 χρόνια οι ΗΠΑ (απόδοση 10ετούς ομόλογου στο 1,811%), ενώ το πραγματικό επιτόκιο της Ελλάδας (αν εξαιρεθεί ο πληθωρισμός) βρίσκεται βαθιά σε αρνητικό έδαφος.

Ταμειακό απόθεμα

Να σημειωθεί πως η Ελλάδα σχεδιάζει να δανειστεί εφέτος από τις αγορές 12 δισ. ευρώ (μεγάλο μέρος κατά το α’ τρίμηνο), ενώ έχει συσσωρεύσει ταμειακό απόθεμα περίπου 38 δισ. ευρώ, αρκετό για να καλύψει τουλάχιστον τρία χρόνια λήξεως χρέους. Παράλληλα θα εκδώσει και το πρώτο ελληνικό πράσινο ομόλογο.

Να σημειωθεί επίσης πως τα ομόλογα που πωλούνται για τη χρηματοδότηση πράσινων έργων τείνουν να έχουν υψηλότερες τιμές και χαμηλότερες αποδόσεις από τα συμβατικά ομόλογα, με τη διαφορά να αποκαλείται «greenium», δηλαδή οι επενδυτές πληρώνουν ένα premium για να αποκτήσουν τα «σπάνια» αυτά πράσινα ομόλογα.

Για την Capital Economics πάντως, με βάση και την πρόβλεψή της ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο μηδέν έως τα τέλη του 2023, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού bund θα αυξηθεί από το μηδέν στο 0,5% έως τα τέλη του 2023, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων στην περιφέρεια της ευρωζώνης θα διευρυνθούν σε μεγαλύτερο βαθμό, με ό,τι αυτό σημαίνει και για το κόστος δανεισμού και της Ελλάδας.

Τα επιτόκια

Οι οικονομολόγοι της Citi αναμένουν πως η ΕΚΤ θα αυξάνει τα επιτόκια κατά δύο φορές ετησίως για την περίοδο 2023-2025, ενώ η Fed από τον ερχόμενο Μάρτιο θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 4 φορές το 2022 και άλλες τόσες το 2023.

Πάντως η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα μετά τη λήξη του PEPP τον Μάρτιο του 2022, μέσω ευέλικτων επανεπενδύσεων των ομολόγων που λήγουν μέχρι το 2024, ή ακόμα και με επανενεργοποίηση του PEPP αν χρειαστεί.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα το 2022 είναι η δημοσιονομική προσαρμογή σε επίπεδα συμβατά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Σήμερα βέβαια οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, μετά τις ρυθμίσεις χρέους στα χέρια ιδιωτών (PSI 2012) και επίσημων πιστωτών (Eurogroup 2012 και 2018), που μείωσαν σημαντικά το μέσο επιτόκιο και το ύψος του χρέους. Παρ’ όλα αυτά, το χρέος σήμερα ξεπερνάει το προ PSI επίπεδο του 2011 τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Επιπλέον ελλοχεύει ο κίνδυνος καταπτώσεων εγγυήσεων που δόθηκαν στo πλαίσιo της μείωσης των κόκκινων δανείων (πρόγραμμα «Ηρακλής»). Το ζητούμενο τώρα είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων που καλύπτουν τους τόκους πάνω στο δημόσιο χρέος, χωρίς προσφυγή σε δανεισμό, ώστε να μπει το χρέος σε σταθερά πτωτική τροχιά.

Η ρήτρα διαφυγής

Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) διατηρείται σε ισχύ το 2022, αλλά το 2023 θα επανέλθει η δημοσιονομική πειθαρχία και αν η Ελλάδα έχει έλλειμμα με τα σημερινά δεδομένα πάνω από 3% του ΑΕΠ, θα μπει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Για τους αναλυτές μάλιστα, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι μονόδρομος αν η Ελλάδα θέλει να έχει βιώσιμο χρέος και να αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα.

Η συζήτηση πάντως για το νέο σύμφωνο σταθερότητας δεν θα είναι εύκολη, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις και ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων για την Ελλάδα για το 2023 θα προσδιοριστεί περί τον Οκτώβριο, εν όψει της κατάθεσης του προσχεδίου προϋπολογισμού, εκτίμησε μετά και το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας.

Οι νέοι κανόνες

Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης προέβλεψε ωστόσο πως η χώρα από το 2023 και μετά, όταν δηλαδή λήξει το σημερινό καθεστώς της πανδημίας και θεσπιστούν οι νέοι κανόνες του συμφώνου, θα κληθεί να εξασφαλίσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ ή περίπου 5 δισ. ευρώ.

Οπως εκτίμησε μιλώντας στο ραδιόφωνο των «Παραπολιτικών», δεν θα απέχει η συμφωνία πολύ από το 2% του ΑΕΠ, κοντά στο μέγεθος στο οποίο είχε δεσμευθεί η χώρα (2,2%-2,6% του ΑΕΠ) για την περίοδο μετά την ενισχυμένη εποπτεία και τα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ, που θα έληγαν κανονικά εφέτος αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία.

Η κυβέρνηση θα επιδιώξει αυτό το ποσό των πρωτογενών πλεονασμάτων να το εξασφαλίζει από τον ρυθμό ανάπτυξης. Το 2021 η χώρα είχε πρωτογενές έλλειμμα στην περιοχή του 7% του ΑΕΠ, με βάση προσωρινά στοιχεία, ενώ για το 2022 ο στόχος είναι να μειωθεί στο 1,2% του ΑΕΠ. Με τους υφιστάμενους κανόνες, για μείωση του χρέους κάθε χρόνο κατά 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού του 60% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα έπρεπε να πετυχαίνει πολύ υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα 6%-7% του ΑΕΠ ετησίως, κάτι πρακτικώς αδύνατον.

«Το 2023 δεν θα υπάρξει επιστροφή στους ίδιους κανόνες»

Το Σύμφωνο Σταθερότητας στην Ευρώπη «είναι βέβαιο» ότι δεν θα επιβληθεί «με τους ίδιους κανόνες» στο μέλλον, δήλωσε σήμερα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία δεν προβλέπει, ωστόσο, αναθεώρηση των ανωτάτων ορίων του ελλείμματος και του χρέους μέχρι το επόμενο έτος.
Μετά την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών συνομιλιών που ξεκίνησαν τον Οκτώβριο με στόχο την αναζήτηση συναίνεσης μεταξύ των χωρών-μελών για την τροποποίηση των κριτηρίων που πλαισιώνουν τα δημόσια οικονομικά, «είναι βέβαιο ότι δεν θα εφαρμοσθούν οι ίδιοι κανόνες» σχολίασε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Τα πλαφόν

«Το 2023 δεν θα υπάρξει επιστροφή» στους κανόνες αυτούς, προέβλεψε πάντως η ίδια, η οποία θεωρεί ότι η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει ως προς «τους τρόπους ερμηνείας» των κανόνων, καθώς τα πλαφόν του 3% και 60% «είναι εγγεγραμμένα στα κείμενα (των συνθηκών) και για να εξαφανισθούν θα πρέπει να αναθεωρηθούν» ομοφώνως από τα κράτη-μέλη.

«Δεν πιστεύω ότι μπορούμε με ρεαλιστικό τρόπο να περιμένουμε θεμελιώδεις αλλαγές στα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους, για τα οποία θα χρειαζόταν τροποποίηση των συνθηκών» δήλωσε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος αναμένει πως η πραγματική διαπραγμάτευση θα ξεκινήσει τον Ιούνιο, οπότε θα παρουσιάσει και η Κομισιόν τις προτάσεις της.
Οι τοποθετήσεις αυτές προδιαθέτουν για δύσκολες συνομιλίες για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, δεδομένης και της δήλωσης του γάλλου υπουργού Οικονομίας Μπρουνό Λεμέρ, ο οποίος θεωρεί «ξεπερασμένα» τα όρια.

Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ

Τρικ για το χρέος
Ξένες τράπεζες εκτιμούσαν πως θα μπορούσε να υιοθετηθεί ένα τρικ για το χρέος: Ο υφιστάμενος κανόνας προβλέπει ότι κάθε χρόνο οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μειώνουν το δημόσιο χρέος κατά το 1/20 της υπέρβασης άνω του 60% του ΑΕΠ. Με πολλές χώρες να έχουν χρέη πολύ πάνω από το 100% του ΑΕΠ, ένας τέτοιος κανόνας θεωρείται μη ρεαλιστικός από τους υπουργούς Οικονομικών.
Ετσι όπως εκτιμάται θα μπορούσε να υπάρχει η υποχρέωση οι κυβερνήσεις να μειώνουν κάθε χρόνο το δημόσιο χρέος κατά το 1/40 (όχι κατά 1/20) της υπέρβασης άνω του 60% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει πως άτυπα το όριο του 60% θα είναι τελικά χωρίς να αλλάξει στο 100%.

Επενδύσεις
Η ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων της ψηφιακής και της πράσινης μετάβασης αποτελεί επίσης βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της αναθεώρησης του ΣΣΑ, ώστε να εστιάζει λιγότερο στην επιβολή της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Οπως πάντως εκτιμάται, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα έρθουν για ακόμα μία φορά σε σύγκρουση με τα πλούσια κράτη του Βορρά, που επιδιώκουν ελάχιστες αλλαγές, υποστηρίζοντας ότι οι τεράστιες αγορές τίτλων της ΕΚΤ έκαναν τις κυβερνήσεις υπερεξαρτημένες από αυτήν.