Η παρέμβασή τους ήταν σύντομη. Λίγες ημέρες μετά την άφιξή τους στις 6 Ιανουαρίου, περισσότεροι από 2.500 στρατιώτες διατήρησης ειρήνης του Οργανισμού Συλλογικής Συνθήκης Ασφαλείας (CSTO), αλλιώς του «ρωσικού ΝΑΤΟ», που αναπτύχθηκαν στο Καζακστάν στο φόντο των αιματηρών ταραχών, επαναπατρίστηκαν την περασμένη Τετάρτη 19 Ιανουαρίου.
Η αποχώρησή τους ολοκληρώθηκε με τη λήξη της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που επέβαλε το Καζακστάν, έπειτα από την άγρια καταστολή των διαδηλώσεων που ξέσπασαν τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου, με αφορμή τον διπλασιασμό της τιμής του υγραερίου και βαθύτερη αιτία την πτώση του βιοτικού επιπέδου και την ενδημική διαφθορά της ελίτ. Ωστόσο η ταχύτητα με την οποία η στρατιωτική συμμαχία υπό την ηγεσία της Μόσχας ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του καζάκου προέδρου Κασίμ Γιομάρτ Τοκάγεφ ήταν κατά κοινή ομολογία εντυπωσιακή.
Ο CSTO είναι μια διακυβερνητική στρατιωτική συμμαχία στην Ευρασία που αποτελείται από τη Ρωσία και άλλες πέντε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που παρέμειναν πιστές στη Μόσχα: Καζακστάν, Λευκορωσία, Αρμενία, Τατζικιστάν, Κιργιστάν. Σύμφωνα με τον καταστατικό του χάρτη, οι συμμετέχουσες χώρες δεν μπορούν να ενταχθούν σε άλλες στρατιωτικές συμμαχίες ή άλλες ομάδες κρατών.
Το Αρθρο 4 του CSTO είναι το αντίστοιχο Αρθρο 5 του ΝΑΤΟ για τη συλλογική άμυνα: σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός από τα κράτη-μέλη, όλα τα άλλα πρέπει να του παρέχουν την απαραίτητη βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής.
Κενός περιεχομένου;
Ωστόσο το 2010, όταν το Κιργιστάν γνώρισε βίαιες εθνοτικές συγκρούσεις, ο CSTO δεν έστειλε στρατεύματα, κρίνοντας ότι «δεν ήταν ενδεδειγμένο», καθώς θεωρήθηκε περίπλοκη μια παρέμβαση στο μικρό και ασταθές κράτος. Το φθινόπωρο του 2020, όταν η Αρμενία ζήτησε βοήθεια από τη Συμμαχία στη σύγκρουση με το Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, και πάλι αρνήθηκε προς μεγάλη απογοήτευση του Γερεβάν.
Αντίθετα στην περίπτωση του Καζακστάν επέλεξε να επέμβει άμεσα. Επισήμως, η απόφαση ελήφθη «στη σκιά των απειλών για την εθνική ασφάλεια και την κυριαρχία του Καζακστάν, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής παρέμβασης», όπως έγραψε στο Facebook ο αρμένιος πρωθυπουργός, Νικόλ Πασινιάν, ο οποίος ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία του CSTO.
Ηταν η πρώτη φορά που η Συμμαχία ενεργοποιήθηκε από τη δημιουργία της πριν από τριάντα χρόνια, το 1992, και τούτο παρά το γεγονός ότι ο Τοκάγεφ, που υποστήριξε πως οι ταραχές οφείλονταν σε «ξένους τρομοκράτες», δεν παρείχε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αντιμετωπίζει εξωτερική απειλή από ένα «κράτος ή ομάδες κρατών» όπως ορίζει το Αρθρο 4.
«Παιχνίδι» στα χέρια της Μόσχας;
«Η αποστολή (στο Καζακστάν) ολοκληρώθηκε και οι στρατιώτες πρέπει να επιστρέψουν πίσω» δήλωσε ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, απαντώντας εμμέσως πλην σαφώς στο καρφί του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν πως «από τη στιγμή που οι Ρώσοι βρίσκονται στο σπίτι σου, είναι πολύ δύσκολο να τους βγάλεις έξω». Και μπορεί μεν οι στρατιώτες να αποχώρησαν από το Καζακστάν, αναλυτές ωστόσο θεωρούν την επέμβαση του CSTO ως επίδειξη δύναμης του ρώσου προέδρου στον ζωτικό χώρο της Ευρασίας. Το Καζακστάν είναι το «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας, μια χώρα που κρύβει πλούσιες πρώτες ύλες στα εδάφη της. Εκεί βρίσκεται επίσης το Κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ το οποίο εκμισθώνει και χρησιμοποιεί η Μόσχα. Είναι εν τέλει η χώρα με την οποία η Ρωσία μοιράζεται σύνορα μήκους άνω των 7.000 χλμ. – τα μακρύτερα μεταξύ γειτονικών χωρών – και η οποία συνορεύει με την Κίνα.
Συνεπώς η ενεργοποίηση του CSTO αποτέλεσε ένα εργαλείο για τον Πούτιν «ο οποίος ήθελε να δείξει τη στήριξη της Ρωσίας στον νέο πρόεδρο του Καζακστάν [από το 2019] για να τον υποχρεώσει. Είναι μια επένδυση στο μέλλον» υπογραμμίζει στον «Monde» ο Ρισάρ Ζιραγκοσιάν, διευθυντής του ερευνητικού κέντρου περιφερειακών σπουδών στο Γερεβάν.
Ο Σον Γουόκερ του «Guardian» παραλληλίζει τη Συμμαχία με το πάλαι ποτέ Σύμφωνο της Βαρσοβίας, θυμίζοντας το παλιό αστείο που τη συνόδευε: «Είναι η μόνη στρατιωτική συμμαχία που επιτέθηκε στον εαυτό της, αφού τα τανκς της εισήλθαν στην Πράγα το 1968 για να συντρίψουν ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα. Σήμερα ο CSTO κλήθηκε να καταπνίξει την εσωτερική αναταραχή σε ένα από τα κράτη-μέλη του». Ρώσοι αξιωματούχοι απορρίπτουν τη συγκεκριμένη σύγκριση κάνοντας λόγο για «προπαγάνδα».
Διπλωματικός πυρετός για την ουκρανική κρίση
Η ώρα μηδέν στην ουκρανική κρίση βρίσκεται κοντά και ο διπλωματικός πυρετός συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση. Οι δύο κορυφαίες πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου, ΗΠΑ και Ρωσία, μονομαχούν στην πιο τεταμένη δοκιμασία προθέσεων από την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, με μια ενδεχόμενη «ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να προκαλεί τη μεγαλύτερη σύγκρουση τακτικών συμβατικών στρατών στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως σχολιάζει ο αναλυτής του CNN Στίβεν Κόλισον.
Η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας, Αντονι Μπλίνκεν και Σεργκέι Λαβρόφ, στη λίμνη Λεμάν της Ελβετίας την περασμένη Παρασκευή είχε ως στόχο την αποφυγή αυτού του σεναρίου και οι δύο υπουργοί συμφώνησαν να συνεχίσουν στον δρόμο της διπλωματίας, όμως οι προσδοκίες είναι χαμηλές.
Εν αναμονή των γραπτών απαντήσεων την ερχόμενη εβδομάδα από τις ΗΠΑ στις απαιτήσεις που έχει διατυπώσει η Μόσχα για την ασφάλειά της, ο Βλαντίμιρ Πούτιν προετοιμάζει τις πολεμικές μηχανές, έχοντας αναπτύξει 127.000 στρατιώτες στα ανατολικά σύνορα με την Ουκρανία και εξοπλίζοντας (σύμφωνα με ουκρανικές πηγές) αντάρτες στο Ντονμπάς, την επαρχία της Ανατολικής Ουκρανίας όπου η Μόσχα στηρίζει τη φιλορωσική πλευρά στον εμφύλιο.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου μπλοφάρει για να κερδίσει στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ. Αλλοι βλέπουν μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας ή ένα εθνικιστικό παιχνίδι για χάρη της δημοτικότητας του Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας. Μπορεί επίσης να θεωρεί ότι οι ΗΠΑ είναι αδύναμες και η Ευρώπη διχασμένη, συνεπώς να σκέφτεται ότι τώρα είναι η ώρα να καταπνίξει τις ελπίδες της Ουκρανίας για ένα φιλοδυτικό μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, η Δύση παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις κινήσεις του Πούτιν που σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Γκέιτς, πρώην διευθυντή της CIA και υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ επί προεδρίας Μπους, έχουν τις ρίζες τους στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, ένα ιστορικό γεγονός που για τον Πούτιν «σηματοδότησε την κατάρρευση τεσσάρων αιώνων ρωσικής αυτοκρατορίας και την κατάρρευση της θέσης της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης», όπως γράφει σε άρθρο του στους «Financial Times».