Οι αμερικανικές αντιρρήσεις για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν με το πρόσφατο non-paper, ευθυγραμμίζονται με εκείνες που ήδη υπάρχουν στις Βρυξέλλες, εκτιμά μιλώντας στο «Βήμα» η Γκάλια Λιντεστράους, μία από τις πλέον επιφανείς αναλύτριες του Ισραήλ και Senior Research Fellow στο Ινστιτούτο Εθνικών Σπουδών Ασφαλείας (INSS). Σύμφωνα με την κυρία Λιντεστράους, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούν τομείς στους οποίους μπορεί να υπάρχει κοινό έδαφος με την Αγκυρα για τη λείανση των αμερικανοτουρκικών διαφορών. Προσθέτει επίσης ότι η τριμερής σχέση Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ έχει πλέον ωριμάσει και δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ενέργεια ή τη συνεργασία στην ασφάλεια.
Γνωρίζετε φαντάζομαι το αμερικανικό non-paper για τον αγωγό αερίου EastMed με το οποίο η Ουάσιγκτον στρέφει την υποστήριξή της σε περιφερειακές ηλεκτρικές διασυνδέσεις και καλεί τις χώρες της περιοχής να εγκαταλείψουν τη στήριξή τους στον αγωγό. Ηταν έκπληξη για εσάς, και τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη για την περιοχή;
«Καθώς εμφανίστηκε αυτό το non-paper, πολλές από τις φωνές που ήταν ούτως ή άλλως σκεπτικές σχετικά με το κατά πόσο η ιδέα αυτή ήταν βιώσιμη ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια. Υπήρχαν ερωτηματικά για αυτό το έργο από την αρχή και ήταν σαφές ότι χωρίς κάποιου είδους επιδότηση και ισχυρή στήριξη από την ΕΕ θα ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι αποφασιστικός παίκτης σε αυτό το ζήτημα, αλλά οι νέες αντιρρήσεις τους ευθυγραμμίζονται με εκείνες που επίσης εκφράζονται ή θα εκφραστούν στο μέλλον στις Βρυξέλλες».
Θα λέγατε ότι αυτή η στροφή αποτελεί επίσης ένα θετικό σημάδι για την Τουρκία; Πιστεύετε ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι μία περιοχή στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούν κοινό έδαφος με την Αγκυρα;
«Υπό το φως των μείζονων ζητημάτων στη διαμάχη μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, όπως η απόκτηση των S-400 από την Τουρκία, η αμερικανική στήριξη στο YPG, η έκδοση του Γκιουλέν, η Ουάσιγκτον σίγουρα αναζητεί τομείς στους οποίους μπορεί να βρεθεί κοινό έδαφος με την Αγκυρα, ώστε να αποσυμπιέσει μέρος της έντασης μεταξύ των δύο κρατών. Επιπρόσθετα της επιθυμίας να εντοπιστούν ζητήματα στα οποία οι ΗΠΑ και η Τουρκία μπορούν να συνεργαστούν, η έμφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην ανανεώσιμη ενέργεια την καθιστά λιγότερο ενθουσιώδη στην κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου».
Παραμένει η τριμερής συνεργασία Ισραήλ, Ελλάδος και Κύπρου εξίσου ισχυρή σήμερα ή παρατηρείται κάποια, έστω αργή, αναθέρμανση των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας;
«Η Τουρκία έχει εμπλακεί σε μία διαδικασία επιδιόρθωσης των σχέσεών της με αρκετούς περιφερειακούς δρώντες, μεταξύ των οποίων τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο η Αρμενία, ακόμη και η Ελλάδα. Υπό αυτή την έννοια, τα ανοίγματά της προς το Ισραήλ ευθυγραμμίζονται με τις υπόλοιπες προσπάθειες αναθέρμανσης σχέσεων. Η τριμερής σχέση Ισραήλ – Ελλάδος – Κύπρου παραμένει ισχυρή και έχει επεκταθεί σε πολλούς τομείς τα τελευταία χρόνια. Εχει πια ωριμάσει και δεν εξαρτάται μόνο από την ενέργεια ή τα θέματα ασφαλείας. Ακόμη και αν η Τουρκία και το Ισραήλ επιτύχουν να συμφωνήσουν να επιστρέψουν οι πρέσβεις τους στο Τελ Αβίβ και στην Αγκυρα, υπάρχουν ακόμη σοβαρά ζητήματα διαφωνιών μεταξύ τους. Επιπλέον, αν τα γεγονότα του Μαΐου του 2018 μπορούν να μας διδάξουν κάτι, αυτό είναι ότι ακόμη και αν επιστρέψουν οι πρέσβεις, μπορεί και πάλι να αποσυρθούν εφόσον μία σοβαρή κλιμάκωση αναφλεγεί μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων».
Πόσο ειλικρινείς είναι όμως οι προσπάθειες της Αγκυρας να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με τις χώρες της περιοχής; Σημαίνουν αυτές ότι η Τουρκία έχει αποφασίσει ότι μία στρατιωτική σύγκρουση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά της ή η σκληρή ισχύς παραμένει μέρος της στρατηγικής της;
«Η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει την έμφασή της στη σκληρή ισχύ. Αντιθέτως, προωθεί την ανάπτυξη των δυνατοτήτων της για προβολή ισχύος για να αποκτήσει ακόμη περισσότερη επιρροή στο διεθνές σύστημα. Είχε όμως την εμπειρία των αρνητικών επιπτώσεων από την επιθετική εξωτερική πολιτική που ακολούθησε το 2020 και κατά το έτος που πέρασε έχει, σε γενικές γραμμές, προσπαθήσει να αναπροσαρμόσει την εξωτερική της πολιτική με τρόπους που θα μειώσουν τον αχρείαστο ανταγωνισμό απέναντί της, αλλά επίσης θα τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τη δύσκολη οικονομική της κατάσταση».
Ποιες είναι κατά την άποψή σας οι προτεραιότητες της κυβέρνησης Μπάιντεν για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου; Ποια συνέχεια ή ασυνέχεια παρατηρείται σε σχέση με την κυβέρνηση Τραμπ και ποια είναι η θέση της νέας ισραηλινής κυβέρνησης προς την Ουάσιγκτον σήμερα;
«Υπάρχει μία συνέχεια η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από την κυβέρνηση Ομπάμα, πέρασε από την κυβέρνηση Τραμπ και εξακολουθεί με την κυβέρνηση Μπάιντεν σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήθελαν να μειώσουν την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Με αυτό σχετίζεται και η επιθυμία της Ουάσιγκτον να αναλάβουν οι φιλοαμερικανικοί δρώντες στην περιοχή να καλύψουν μέρος του κενού το οποίο δημιουργεί αυτή η αποχώρηση και να αναλάβουν ευθύνες για τη διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή. Καθώς το Ισραήλ είναι ξεκάθαρα φιλοαμερικανός δρων και είναι σε γενικές γραμμές ευχαριστημένο με το status quo, συμφωνεί με τις προτεραιότητες της κυβέρνησης Μπάιντεν για την περιοχή. Υπάρχουν, φυσικά, ζητήματα στα οποία υπάρχει ευρύ χάσμα μεταξύ της κυβέρνησης Μπάιντεν και της νέας κυβέρνησης του Ισραήλ, ειδικότερα με τη δεξιά της πτέρυγα, όπως συνέβαινε και με την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά το Ισραήλ μπορεί να αξιοποιηθεί από την Ουάσιγκτον στην αναδυόμενη περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας».