Η λέξη «ψυχροπολεμικό» ποτέ δεν είναι παρήγορη. Κι όμως, αυτές τις μέρες δεν χρησιμοποιείται μόνο αδιάκοπα προκειμένου να περιγράψει την κατάσταση στα ουκρανικά σύνορα, αλλά μοιάζει να περιέχει και ανησυχητικά υψηλή δόση αλήθειας.
Με την κατάσταση να εξελίσσεται σε μπρα ντε φερ μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, και τις μετακινήσεις στρατευμάτων να έχουν μετατραπεί σε καθημερινή είδηση, η κατάσταση οξύνεται διαρκώς και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ακριβώς πώς θα εκτονωθεί.
Ήδη περισσότεροι από 100.000 ρώσοι στρατιώτες έχουν αναπτυχθεί στα σύνορα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας,, ενώ άγνωστος αριθμός έχει αποσταλεί στη Λευκορωσία με στόχο την πραγματοποίηση κοινών στρατιωτικών ασκήσεων – μεταξύ άλλων, και σε περιοχές κοντά στα βόρεια ουκρανικά σύνορα. Οι ΗΠΑ δημοσιοποίησαν πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών που κάνουν λόγο για σχέδια της Ρωσίας να αποστείλει συνολικά 175.000 στρατιώτες στην περιοχή, με στόχο την εισβολή στην πρώην σοβιετική δημοκρατία.
Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει μιλήσει ανοιχτά για το ενδεχόμενο αποστολής χιλιάδων αμερικανών στρατιωτών, αλλά και μαχητικών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων, σε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ στη Βαλτική και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Αυστραλία διέταξαν την εκκένωση των πρεσβειών τους στο Κίεβο τουλάχιστον από ένα μέρος του διπλωματικού προσωπικού τους και των οικογενειών τους.
Με λίγα λόγια, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι, ενώ ο Μπάιντεν σημείωσε ότι μια ρωσική εισβολή θα ήταν «το σημαντικότερο πράγμα που έχει συμβεί στον πλανήτη από άποψη ειρήνης και πολέμου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Προς το παρόν, φαίνεται πως ο Βλάντιμιρ Πούτιν δεν έχει καταλήξει στο αν θα επιχειρήσει πράγματι μια εισβολή ή θα ακολουθήσει κάποια εναλλακτική στρατηγική, όπως την τοποθέτηση μιας ελεγχόμενης κυβέρνησης, επεκτείνοντας τη σφαίρα επιρροής αντί για τα σύνορα της Ρωσίας.
Οι Times της Νέας Υόρκης παρατηρούν ότι, αν και προς το παρόν οι ΗΠΑ δεν έχουν αναφερθεί καν στο σενάριο αποστολής στρατιωτών στο ίδιο το έδαφος της Ουκρανίας, μιας χώρας που δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ, η ευρύτερη αποσταθεροποίηση της περιοχής, με την πρόσφατη εξέγερση στο Καζακστάν, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού στρατιωτών, είναι αρκετή για να προξενήσει διεθνείς ανησυχίες – ενώ θα μπορούσε να επηρεάσει ακόμη και την ευρύτερη δομή της ευρωπαϊκής ασφάλειας, όπως αυτή σχηματίστηκε πριν από τριάντα χρόνια, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Το Κρεμλίνο επιχειρεί ουσιαστικά να επαναφέρει τα σύνορα των σφαιρών επιρροής όπως είχαν διαμορφωθεί μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, απαιτώντας τον μόνιμο αποκλεισμό της Ουκρανίας από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά και την αποχώρηση στρατευμάτων του ΝΑΤΟ από χώρες που ήδη είναι μέλη του – απαιτήσεις που δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές – ενώ παράλληλα αρνείται ότι έχει οποιοδήποτε σχέδιο εισβολής στην Ουκρανία και υποστηρίζει ότι η Δύση, με τη μετακίνηση στρατιωτών και εξοπλισμού ανησυχητικά κοντά στα σύνορά της, είναι εκείνη που επιχειρεί την πρόκληση κρίσης.
Από την πλευρά της, η Δύση επιχειρεί να εμφανιστεί ενωμένη ενώπιον αυτού που αντιλαμβάνεται ως ρωσική απειλή, παρά τις αποκλίσεις στη στάση των μεγαλύτερων δυνάμεών της, ενώ παράλληλα έχει απειλήσει με κυρώσεις που ουσιαστικά θα απέκλειαν τη Ρωσία από τις δυτικές οικονομικές αγορές.
Τι κρύβεται πίσω από την κρίση
Οι εντάσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας είναι διαρκώς παρούσες από το 2014. Μετά την ουκρανική επανάσταση, δηλαδή τις αιματηρές διαδηλώσεις με αίτημα την συνέχιση των προσπαθειών ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ και την αποπομπή του φιλορώσου ουκρανού προέδρου, ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στην Ουκρανία, προσαρτώντας τη γεωπολιτικά πολύτιμη χερσόνησο της Κριμαίας και υποστηρίζοντας μια επανάσταση φιλορώσων αυτονομιστών στην περιοχή του Ντονμπάς στα ανατολικά της χώρας. Το 2015, οι δυο χώρες πέτυχαν – τυπικά – την εκεχειρία, μέσω των Πρωτοκόλλων του Μινσκ, αλλά οι συγκρούσεις στα ανατολικά ουσιαστικά δεν έπαψαν ποτέ, ενώ εκτιμήσεις υπολογίζουν τα θύματά τους στα 13.000 – 14.000 άτομα.
Η στάση του Κρεμλίνου προς το Κίεβο γίνεται πλέον όλο και πιο σκληρή, με τον Πούτιν να υποστηρίζει όλο και πιο ενεργά ότι η Ουκρανία αποτελεί οργανικό τμήμα της Ρωσίας, τόσο πολιτισμικά όσο και ιστορικά. Ταυτόχρονα, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ουκρανία έχει αποκόψει την περιοχή της Κριμαίας από πολλαπλές βασικές υποδομές μετά την προσάρτησή της από τη Ρωσία. Οι περισσότερες έχουν αντικατασταθεί από αντίστοιχες ρωσικές, όμως η χερσόνησος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα έλλειψης νερού, εξαιτίας της κατασκευής φράγματος εκ μέρους της Ουκρανίας στον ποταμό Δνείπερο που μέχρι τη ρωσική εισβολή αποτελούσε τη βασική πηγή υδροδότησης της.
Στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου οι διεθνείς ανησυχίες αυξήθηκαν, όταν η Ουκρανία χρησιμοποίησε μαχητικό drone για να επιτεθεί σε οβιδοβόλο των αυτονομιστών του Ντονμπάς. Η Ρωσία αποκάλεσε την επίθεση αποσταθεροποιητική και υποστήριξε ότι παραβίαζε τη συμφωνία εκεχειρίας.
Τι θέλει ο Πούτιν
Όπως αναφέρουν οι Times, έχοντας συμπληρώσει τα 69 του χρόνια και οδεύοντας προς τη δύση της πολιτικής του καριέρας, ο Πούτιν εμφανίζεται αποφασισμένος να διασώσει την υστεροφημία του και να αποκαταστήσει αυτό που ανέκαθεν αποκαλούσε γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα: τον διαμελισμό της Σοβιετικής Ένωσης.
Η επίδειξη δύναμης της Μόσχας εις βάρος της Ουκρανίας, μιας χώρας με πληθυσμό 44 εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι μέρος του στόχου του να αποκαταστήσει τη Ρωσία ως μεγάλη δύναμη, όπως πιστεύει ότι της αναλογεί, απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, υποστηρίζει η αμερικανική εφημερίδα.
Επιπλέον, ο Πούτιν περιγράφει όλο και συχνότερα τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά ως υπαρξιακή απειλή για τη χώρα του, επιμένοντας ότι η ανάπτυξη ρώσων στρατιωτών στα ουκρανικά σύνορα δεν είναι παρά μια αντίδραση στις όλο και στενότερες σχέσεις της Ουκρανίας με τη Δύση.
Ταυτόχρονα, η κρίση θα μπορούσε να «διαβαστεί» και ως ένας πολύτιμος για τον Πούτιν περισπασμός, που έχει δει τη δημοτικότητά του να πέφτει εν μέσω οικονομικής αστάθειας και πανδημικής αβεβαιότητας. Στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, στη χώρα ξέσπασε μια από τις μεγαλύτερες αντιπολιτευτικές διαδηλώσεις των τελευταίων ετών.
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν, όμως, ότι τα σχέδιά του ενδέχεται να καταλήξουν εις βάρος του, αφού πέραν των κυρώσεων της Δύσης, σε περίπτωση εισβολής είναι εξαιρετικά πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπος και με ένα παρατεταμένο αντάρτικο των ίδιων των Ουκρανών. Οι Times παρατηρούν ακόμη, ότι μια εισβολή θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο τη μετασοβιετική περιοχή, όπου από το 2020 έχει χρειαστεί να παρέμβουν ρώσοι στρατιώτες τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις – στη Λευκορωσία και στο Καζακστάν – για να αποτρέψουν την πτώση των φιλορωσικών κυβερνήσεων.
Η στάση των ΗΠΑ
Τις τελευταίες ημέρες οι ΗΠΑ απομακρύνονται από την αρχική στρατηγική μη-πρόκλησης, φτάνοντας εχθές στο σημείο να θέτουν σε επιφυλακή 8.500 στρατιώτες, οι οποίοι θα είναι έτοιμοι να αναπτυχθούν στην ανατολική Ευρώπη σε περίπτωση εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ταυτόχρονα, έχουν αναφερθεί σε ιδιαιτέρως σκληρές κυρώσεις που θα μπορούσαν να αποκόψουν τη Ρωσία από ηλεκτρονικά αγαθά, αλλά και από προηγμένης τεχνολογίας στρατιωτικό εξοπλισμό. Επιπλέον, υπάρχει η επιλογή να αποκλείσουν πλήρως τη Ρωσία από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, πράγμα που οι περισσότεροι αναλυτές αξιολογούν ως απίθανο.
Παρά το γεγονός ότι οι απειλές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ μοιάζουν ικανές να προκαλέσουν ανησυχία στον Πούτιν, δεν λείπουν και οι αναλύσεις που κρίνουν ότι το Κρεμλίνο θα μπορούσε σύντομα να αισθανθεί εγκλωβισμένο και ανίκανο για υπαναχώρηση, αφού μια τέτοια κίνηση θα συνιστούσε διεθνή παραδοχή αδυναμίας, ενώ παράλληλα όχι απλώς δεν θα κατόρθωνε να διασφαλίσει τον αρχικό στόχο του περιορισμού της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ, αλλά θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της στρατιωτικής του παρουσίας στην ανατολική Ευρώπη.
Τι διακυβεύεται για την Ευρώπη
Οι Times τονίζουν ότι οι κινήσεις του Πούτιν απειλούν να διασαλεύσουν την ίδια τη δομή επί της οποίας στηρίχτηκε η ευρωπαϊκή ασφάλεια και ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή τη στιγμή, η Ευρώπη εμφανίζεται διχασμένη στην αντίδρασή της, εξαιτίας των επιμέρους σχέσεων των κρατών με τη Ρωσία, αλλά και την ενεργειακή εξάρτησή τους από αυτή. Ταυτόχρονα, το ζήτημα επαναφέρει στο προσκήνιο την περιβόητη «στρατηγική αυτονομία» που απασχολεί την ΕΕ με αυξημένη ένταση μετά το φιάσκο του Αφγανιστάν, χωρίς ωστόσο μέχρι στιγμής να μοιάζει να προσεγγίζει την πραγμάτωσή της.
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγουν οι Times, η Ευρώπη έχει πολλά περισσότερα να χάσει σε σχέση με τις ΗΠΑ σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία – και αυτό είναι κάτι που ο Πούτιν γνωρίζει καλά.