Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο, γραμμένο με μελανά γράμματα, στη διαχείριση της πανδημίας αποτελούν οι θάνατοι, με τα δεδομένα να καταγράφουν το βαρύ τίμημα που έχει πληρώσει και συνεχίζει να πληρώνει η χώρα μας σε ανθρώπινες ζωές. Οι εκτιμήσεις των ειδικών είναι δυσοίωνες όσο ο αριθμός των διασωληνωμένων ασθενών παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ευελπιστούν, εν τούτοις, ότι τις επόμενες εβδομάδες θα συρρικνωθούν οι απώλειες καθώς η Δέλτα (που ευθύνεται κατά κανόνα για τις βαριές νοσήσεις) θα έχει ολοκληρώσει τον… φονικό κύκλο της.
Σε κάθε περίπτωση, η παρατήρηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενή θέση εν συγκρίσει με άλλες ευρωπαϊκές χώρες «τσαλακώνει» την εικόνα της. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως τις πρώτες 21 ημέρες του 2022 προστέθηκαν περισσότερες από 1.650 χαμένες ανθρώπινες ζωές στη «μαύρη λίστα», με αποτέλεσμα από την αρχή της πανδημίας να έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα περισσότεροι από 22.500 θάνατοι.
Η τραγική ειρωνεία με τους ανεμβολίαστους
Η τραγική δε ειρωνεία είναι ότι την ίδια ώρα περίπου 300.000 πολίτες άνω των 60 ετών παραμένουν ανεμβολίαστοι. Και συνεπακόλουθα επιλέγουν να παραμείνουν ανυπεράσπιστοι έναντι της λοίμωξης COVID-19 και των επιπλοκών της, παρότι η επιστημονική κοινότητα από την έναρξη της εμβολιαστικής εκστρατείας «Ελευθερία» έθεσε ως βασική προτεραιότητα την προστασία τους.
Μάλιστα, όπως σημειώνει στο «Βήμα» η καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας στο ΕΚΠΑ και στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας Αναστασία Κοτανίδου, στον ευάλωτο πληθυσμό θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον 500.000 ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς. Και αυτό διότι, όπως διευκρινίζει, παρ’ όλο που στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι εμβολιασμένοι, η ανοσιακή ανταπόκρισή τους παραμένει άγνωστη.
Και ενώ η επιστημονική κοινότητα δεν κρύβει τον προβληματισμό της για το θλιβερό ρεκόρ θανάτων, επιμένει πως το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό και συνεπακόλουθα δεν πρέπει να αποτελεί πεδίο για επιπόλαια και μονοδιάστατα συμπεράσματα.
«Πάνε στο νοσοκομείο όταν είναι πια αργά»
Στο πλαίσιο αυτό, η κυρία Κοτανίδου περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί της, οι οποίοι καθημερινά καλούνται να δώσουν άνισες μάχες. «Ενα ποσοστό των ασθενών δεν προλαβαίνει καν να διασωληνωθεί. Καταφθάνουν στο νοσοκομείο όταν πλέον η κατάστασή τους είναι τόσο βαριά που είναι ιατρικώς αδύνατον να αντιμετωπιστούν» εξηγεί η καθηγήτρια.
Η αιτία δεν είναι εύκολο να διερευνηθεί. Κάποιες φορές πιθανόν να ευθύνεται η άγνοια σε συνδυασμό με τις αδυναμίες στις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Σε άλλες περιπτώσεις ίσως η καθυστέρηση να οφείλεται στον φόβο ή ακόμη και στην άρνηση ότι υπάρχει κορωνοϊός. Πρόκειται δε για προβλήματα που δύσκολα μπορούν να καταγραφούν (σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπάρχει καν ο χρόνος ή η απαραίτητη πληροφορία) ώστε να συγκροτηθεί μια βάση δεδομένων που θα επιτρέψει σε δεύτερο χρόνο να «αναγνωστεί» η κατάσταση εντός και εκτός ΜΕΘ κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.
«Παράταση χωρίς ιατρική λογική»
Η κυρία Κοτανίδου προχωράει όμως ένα βήμα παραπέρα όταν αναφέρεται στη διαφορετική ιατρική «κουλτούρα» που χαρακτηρίζει τη χώρα μας και σύμφωνα με την οποία πολλές φορές, χωρίς επιστημονική βάση, εξαντλείται κάθε περιθώριο ιατρικής παρέμβασης, ακόμη και όταν η παράταση της ζωής είναι βιολογικά αδύνατη.
«Η προσπάθεια να σωθεί η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή υποχρέωση και δινόμαστε σε αυτή με όλη μας τη δύναμη. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας δεν είναι χώροι για να παρατείνεται ο θάνατος. Οσο σκληρό και αν ακούγεται, η διασωλήνωση ασθενούς που πάσχει από ανίατο νόσημα και βρίσκεται σε τελικό στάδιο επειδή νόσησε και από COVID δεν έχει ιατρική λογική και μπορεί ακόμη και να στερήσει τη δυνατότητα περίθαλψης άλλων ασθενών που θα μπορούσαν να βοηθηθούν. Χωρίς να χάνουμε την ανθρωπιά μας, τα κριτήριά μας οφείλουν να είναι πρωτίστως επιστημονικά/ιατρικά ώστε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για όλους» περιγράφει η ίδια.
Ο δημογραφικός παράγοντας
Ενα ακόμη σημείο στο οποίο στέκονται οι αναλυτές είναι η δημογραφία της χώρας μας, δεδομένου ότι ένας στους τρεις πολίτες είναι άνω των 60 ετών. Και παρότι η απόφαση της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε αυτή την κρίσιμη «δεξαμενή» ήταν η αιτία που το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης άγγιξε αισίως το 90%, οι δέκα μονάδες που υπολείπονται συνεχίζουν να αποτελούν κρίσιμο μέγεθος.
Είναι σημαντικό δε να σημειωθεί πως ακόμη και οι 220.000 πολίτες 60+ που έσπευσαν να κάνουν την πρώτη δόση, ώστε να αποφύγουν το πρόστιμο, απέχουν χρονικά πολλές εβδομάδες για να χτίσουν ανοσία και αρκετούς μήνες από την 3η δόση – που, σημειωτέον, κρίνεται πλέον απαραίτητη.
«Ο πιο ισχυρός προβλεπτικός δείκτης των θανάτων σε όλες τις χώρες αυτή τη στιγμή είναι το ποσοστό των ανεμβολίαστων στους άνω των 60» ήταν η πρόσφατη τοποθέτηση του επίκουρου καθηγητή Επιδημιολογίας και μέλους της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκα Μαγιορκίνη, επιχειρώντας να αφυπνίσει όσους έχουν δεύτερες σκέψεις. «Και είναι και πλήρως προβλέψιμο, δηλαδή μπορείς να δεις ότι όσο μεγαλύτερο είναι αυτό το ποσοστό τόσο περισσότεροι είναι και οι θάνατοι» πρόσθεσε.
Tα «κουρασμένα» νοσοκομεία
Παράλληλα, αποτελεί κοινό μυστικό ότι η έναρξη της υγειονομικής κρίσης βρήκε τα νοσοκομεία της χώρας ήδη «κουρασμένα» λόγω της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησης. Αντίστοιχα, το ζήτημα της αυξημένης θνητότητας (κυρίως εκτός Αττικής) στα χρόνια της πανδημίας δεν είναι παρατήρηση που αιφνιδιάζει. Αντιθέτως, υπογραμμίζει την ανάγκη ανασχεδιασμού του υγειονομικού χάρτη που αποτελεί στόχευση της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας.
«Από την αρχή γνωρίζαμε ότι έχουμε ένα σύστημα Υγείας με προβλήματα» υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο Απόστολος Αρμαγανίδης, καθηγητής Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, διευθυντής Β’ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας ΠΓΝ Αττικόν.
Οπως ο ίδιος εξηγεί, προ πανδημίας αναλογούσαν έξι κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους. Σήμερα αυτός ο αριθμός έχει διπλασιαστεί αγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και αναγνωρίζει ότι η προσπάθεια που έγινε ήταν σημαντική για την αντιμετώπιση των ολοένα αυξανόμενων ασθενών τα τελευταία δύο χρόνια, όμως η πρόοδος που επιτεύχθηκε δεν ήταν ανάλογη των αναγκών που προέκυψαν.
Δεν ήταν αρκετές οι προσλήψεις
«Το προσωπικό δεν επαρκούσε ακόμη και όταν λειτουργούσαν 600 κλίνες. Συνεπώς, σήμερα θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες» εξηγεί. Στην πράξη, όμως, οι προσλήψεις δεν ήταν αρκετές για να συμπληρωθεί το κενό, αλλά ούτε και οι μετακινήσεις προσωπικού, δεδομένου ότι δεν υπήρχε χρόνος για άρτια εκπαίδευση.
Σε κάθε περίπτωση η ικανότητα των συστημάτων Υγείας να… σηκώσουν την πανδημία δεν αποτέλεσε μόνο ελληνική αγωνία. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στη Γερμανία, όταν ξεκίνησε η κρίση, αναλογούσαν 29 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους, με το έκτακτο σχέδιο της χώρας να προβλέπει επέκτασή τους. Στην Ιταλία, πάλι, η αναλογία ήταν σύμφωνη με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (12,5/100.000), όταν στην Πορτογαλία η διαθεσιμότητα κλινών ΜΕΘ έπεφτε κάτω από τον μέσο όρο (δηλαδή μόλις 5/100.000).
«Ρεαλιστικός προγραμματισμός»
Η παρακαταθήκη των επιπλέον κλινών ΜΕΘ είναι σημαντική σύμφωνα με τον κ. Αρμαγανίδη. «Τα κρεβάτια αυτά δεν θα μας περισσεύουν μετά την πανδημία. Ας μην ξεχνάμε ότι ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες η λίστα αναμονής αριθμούσε έως και 80 ασθενείς στην προ-πανδημική εποχή. Συνεπώς, πλέον το ζητούμενο είναι να γίνει ένας σωστός και ρεαλιστικός προγραμματισμός ώστε να καλύπτονται επαρκώς οι εγχώριες ανάγκες» καταλήγει.
Θολώνουν την εικόνα οι διαφορές στα κριτήρια
Η «Βαβέλ» στην καταγραφή των θανάτων εντός και εκτός Ευρώπης καθιστά στην πράξη ανώφελη τη σύγκριση ανάμεσα στις χώρες, καθώς επιχειρείται να συνάγει κανείς συμπεράσματα από ανόμοια δεδομένα.
Το πρόβλημα δεν είναι άγνωστο στον ΕΟΔΥ – και συνεπακόλουθα στην κυβέρνηση –, εν τούτοις, έπειτα από δύο χρόνια πανδημίας, η πολυφωνία στα πρωτόκολλα θανάτων συνεχίζει να δημιουργεί μια εικόνα που θολώνει και περιπλέκει την κατάσταση.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα ακολουθεί το πρότυπο που έχει υιοθετήσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Σύμφωνα με αυτό, στο μητρώο των θανάτων COVID καταχωρίζονται όλοι όσοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στα νοσοκομεία ή κατ’ οίκον και έχουν διαγνωστεί θετικοί στον κορωνοϊό. Μπορεί, για παράδειγμα, ασθενής που κατέληξε τέσσερις μήνες μετά τη μόλυνσή του με τον πανδημικό ιό να συνυπολογιστεί ως απώλεια λόγω COVID.
Τα κριτήρια, όμως, δεν είναι ίδια παντού. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στη Βρετανία ως νεκροί COVID-19 καταχωρίζονται όσοι καταλήγουν μέσα σε 28 ημέρες από τη διάγνωση του κορωνοϊού. Στην Ισπανία, αντιθέτως, η λίστα των θανάτων περιλαμβάνει τα θύματα της λοίμωξης που έχουν διαγνωστεί θετικά έως και έναν μήνα πριν και υπό την προϋπόθεση πως εξέπνευσαν μέσα σε νοσοκομεία. Στη Δανία, πάλι, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η διάγνωση της COVID να έχει γίνει με μοριακό τεστ (PCR) κ.ο.κ.
Για να διαπιστώσει συνεπώς κανείς πώς τα διαφορετικά πρωτόκολλα αλλάζουν και την εικόνα, αρκεί να αναλογιστεί πως αν εφαρμοζόταν στα ελληνικά δεδομένα το βρετανικό μοντέλο, τότε η «μαύρη λίστα» θα αριθμούσε λιγότερους θανάτους κατά 20%. Με άλλα λόγια, θα… αφαιρούνταν από τον θλιβερό αυτόν κατάλογο 4.495 απώλειες.