Οι εγχώριοι χειροκροτητές έστρεψαν τις τελευταίες ημέρες τα βλέμματά τους στην άφιξη των πρώτων έξι (από τα συνολικά 24) γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Rafale που αφίχθησαν στην Τανάγρα – το πρώτο βήμα μίας απολύτως αναγκαίας ενίσχυσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στην αναθεωρητική πολιτική της απρόβλεπτης εξ Ανατολών γείτονος, της Τουρκίας. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντέδρασαν χαρακτηρίζοντας υπερβολική την τελετή υποδοχής, αλλά τα δάκρυά τους είναι κροκοδείλια: ευρισκόμενοι στην εξουσία, οι κ.κ. Τσίπρας ή Ανδρουλάκης θα έκαναν πιθανότατα ακριβώς τα ίδια.
Αφήνοντας στην άκρη τον ενθουσιασμό και την τόνωση του εθνικού φρονήματος, οι ιθύνοντες των Αθηνών θα πρέπει να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο κάπου αλλού: στον εντεινόμενο ανταγωνισμό που διαμορφώνεται με αφορμή το Ουκρανικό Ζήτημα και τις επιπτώσεις που αυτό θα έχει στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, αλλά και πέραν αυτής. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει θέσει μεν τη σαφή προτεραιότητα ανασχέσεως, οικονομικής και στρατιωτικής, της Κίνας, αλλά ο ευρασιατικός γεωπολιτικός όγκος δεν περιορίζεται στο Πεκίνο.
Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι πια η Ρωσία του «μέθυσου» Μπόρις Γέλτσιν. Η κατάσταση έχει αλλάξει. Δυτικοί αναλυτές επισημαίνουν κατά καιρούς – και ορθώς – ότι η σημερινή Ρωσία δεν είναι εξίσου ισχυρή με την άλλοτε Σοβιετική Ενωση, όπως και τα σοβαρά ελλείμματα σε θέματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ισως να ακουστεί κυνικό, αλλά αυτά δεν καθόρισαν ποτέ τον πυρήνα του διεθνούς ανταγωνισμού, όπου επικρατεί η «σκληρή ισχύς».
Η Μόσχα έχει θέσει πλέον ως σαφή στόχο να γυρίσει το γεωπολιτικό ρολόι της Ευρώπης πίσω. Η βασική επιθυμία είναι μια «ισορροπία συμφερόντων», στην οποία αναφέρθηκε ο υφυπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Ριαμπκόφ. Αναμφίβολα, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί ευθέως και επισήμως να αποδεχθεί το «πάγωμα» της «πολιτικής των ανοικτών θυρών», αλλά ίσως το μυστικό να μην κρύβεται εκεί, αλλά στην επαναφορά μιας τάξης πραγμάτων και ελέγχου εξοπλισμών που θα διασφαλίζει στη Ρωσία την ύπαρξη μίας κατά βάση ουδέτερης ζώνης γύρω από τα σύνορά της, όπου θα έχει και η ίδια λόγο για τα τεκταινόμενα.
Οσοι νομίζουν ότι όλα αυτά δεν θα επηρεάσουν την Ελλάδα κάνουν λάθος. Η Αθήνα έχει έλθει πολύ κοντά με την Ουάσιγκτον στην αναζήτηση κάποιων εγγυήσεων ασφαλείας έναντι της Αγκυρας, αλλά η Μόσχα έχει εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για τη «στρατιωτική υπερφόρτωση» της Αλεξανδρούπολης. Αν στο προσκήνιο επανέλθουν ρυθμίσεις τύπου CFE (Σύμβαση για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη), ίσως εξεταστούν αλλαγές που μεταβάλλουν τους υπάρχοντες σχεδιασμούς – αν και ακόμη είναι πολύ νωρίς. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν – έτερη «εγγυήτρια» μιας ισορροπίας έναντι της Αγκυρας – επιθυμεί μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας που θα λαμβάνει υπόψη τις ρωσικές ανησυχίες, αν και δεν είναι προφανές ότι η επιθυμία περί στρατηγικής αυτονομίας μπορεί εύκολα να ορθοποδήσει.
Στο δε μείγμα των δυσκολιών θα πρέπει κάποιος να προσθέσει τις πρόσφατες ρωσικές κινήσεις στη σκακιέρα της παγκόσμιας Ορθοδοξίας. Η ίδρυση Αφρικανικής Εξαρχίας και η πρόθεση ίδρυσης ενός ρωσικού μετοχίου στην Κωνσταντινούπολη δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες. Η Μόσχα προετοιμάζει τις κινήσεις της μεθοδικά και σιωπηρά, αλλά και πάντα με γεωπολιτικό πρόσημο. Σε αυτό το περίπλοκο πλαίσιο, η τήρηση ισορροπιών δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.