Στις 20 Ιανουαρίου 1942 στη βίλα της οδού Αμ Γκρόσεν Βανζέε 56-58, ειδυλλιακή τοποθεσία στις όχθες της ομώνυμης λίμνης στα περίχωρα του Βερολίνου, μια ομάδα 15 ανώτερων ναζί αξιωματούχων σημαντικών κρατικών υπουργείων, των SS, των υπηρεσιών ασφαλείας, της καγκελαρίας και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος συνήλθε προκειμένου να συζητήσει τα δεδομένα και τα ζητούμενα για τη διαμόρφωση των παραμέτρων μιας «τελικής λύσης του εβραϊκού ζητήματος».
Η λεγόμενη «διάσκεψη της Βανζέε» τελούσε υπό την αιγίδα του Ράινχαρντ Χάιντριχ, υψηλόβαθμου στελέχους του καθεστώτος, επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ και υπ’ αριθμόν 2 του αρχηγού των SS, Χάινριχ Χίμλερ. Κράτησε μία ως μιάμιση ώρα, συνοδεύθηκε από γεύμα και μετά τη λήξη της ο Χάιντριχ και ορισμένοι άλλοι, όπως ο διοικητής της Γκεστάπο Χάινριχ Μίλερ και ο πρακτικογράφος της συνάντησης, Αντολφ Αϊχμαν, μαζεύτηκαν, κατά μεταγενέστερη μαρτυρία του τελευταίου, γύρω από το τζάκι προκειμένου να εορτάσουν με ένα κονιάκ «μια γενικά επιτυχημένη ημέρα».
Peter Longerich – Wannsee. The Road to the Final Solution
Εκδόσεις Oxford University Press, 2021, σελ. 192, τιμή 23,99 ευρώ
Κομβική για την εξέλιξη του Ολοκαυτώματος, σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ημέρα αυτή, η προϊστορία της και οι συνέπειές της αποτελούν αντικείμενο του Wannsee (εκδ. Oxford University Press), του νέου βιβλίου του έγκριτου γερμανού ιστορικού και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ρόγιαλ Χόλογουεϊ του Λονδίνου, Πέτερ Λόνγκεριχ.
Η δολοφονική πολιτική
Ο Λόνγκεριχ ερμηνεύει τη διάσκεψη της Βανζέε στο φόντο των πολιτικών αντιπαλοτήτων του Γ’ Ράιχ. Καθώς ήδη από το καλοκαίρι του 1941, στη διάρκεια της εκστρατείας στη Σοβιετική Ενωση, ειδικές μονάδες των SS, τα Einsatzgruppen, είχαν προβεί σε εκτελέσεις τουλάχιστον 500.000 Εβραίων και δοκιμές του φονικού αερίου Zyklon B είχαν γίνει το φθινόπωρο στο Αουσβιτς, το επίδικο ζήτημα ήταν πλέον η δικαιοδοσία της εξόντωσης. Στις 31 Ιουλίου 1941 ο Χάιντριχ είχε εξουσιοδοτηθεί από τον Χέρμαν Γκέρινγκ να εκπονήσει ένα σχέδιο «ολοκληρωτικής λύσης» με ορίζοντα το επερχόμενο τέλος του πολέμου, την ίδια όμως περίοδο ο Χίμλερ προωθούσε τη δική του πολιτική η οποία προέβλεπε την άμεση εκτόπιση και δολοφονία των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης. Μικρότεροι παίκτες, όπως ο υπουργός Κατεχόμενων Ανατολικών Εδαφών Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο διοικητής της Γενικής Διακυβέρνησης της κατεχομενης Πολωνίας Χανς Φρανκ, διαγκωνίζονταν προκειμένου να ελέγξουν τη διαδικασία προς όφελός τους. Στο πλαίσιο του αγώνα για την πρωτοκαθεδρία της δολοφονικής πολιτικής ο Λόνγκεριχ θεωρεί ότι στη συνάντηση ο Χάιντριχ αποσκοπούσε σε έναν συγκερασμό των πρωτοβουλιών του με εκείνες του Χίμλερ, χωρίς ο ίδιος να απολέσει τα πρωτεία, ενώ παράλληλα θα απομόνωνε τους υπόλοιπους διεκδικητές.
Εν μέσω ποτών και εδεσμάτων, μεταχειριζόμενοι τις ανθρώπινες ζωές ως ψηφία, όσοι μετείχαν στη συνάντηση αυτή συγκροτούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των απάνθρωπων αντιλήψεων των αρχιτεκτόνων της γενοκτονίας
Η συζήτηση, ωστόσο, πλήρης ευφημισμών («εκτοπισμός στην Ανατολή», «σκληρή εργασία», «φυσική απώλεια», «ειδική μεταχείριση»), υπέδειξε ότι οι παριστάμενοι συνειδητοποιούσαν πως ο πόλεμος παρείχε την ευκαιρία της εξάλειψης των Εβραίων χωρίς περαιτέρω αναμονή. Παρά τη λεξιλογική μεταμφίεση που επιμελήθηκε ο Αϊχμαν, η γλώσσα είναι υπαινικτικά ωμή: λακωνικά, προς το τέλος των πρακτικών, μνημονεύεται ότι συζητήθηκαν ακόμα και «οι διάφοροι τύποι λύσεων». Στην εισήγηση που προηγήθηκε του διαλόγου ο Χάιντριχ είχε τονίσει τον πανευρωπαϊκό χαρακτήρα των μέτρων αυτών υποδεικνύοντας παράλληλα ότι η εξόντωση αποτελούσε μόνο και μόνο θέμα οργανωτικής και αριθμητικής προσέγγισης: ο εξαντλητικός πίνακας του εγγράφου καταλήγει σε ένα σύνολο 11 εκατομμυρίων στο οποίο συνυπολογίζονται πληθυσμοί από τα 330.000 άτομα της Βρετανίας ως τα 8,5 εκατομμύρια της Σοβιετικής Ενωσης, χωρίς να παραλείπονται οι 200 Εβραίοι της Αλβανίας. Εν μέσω ποτών και εδεσμάτων, μεταχειριζόμενοι τις ανθρώπινες ζωές ως ψηφία, επιδιώκοντας την επαύξηση της πολιτικής τους εξουσίας ή «δουλεύοντας στη γραμμή του Χίτλερ» προκειμένου να προκαταλάβουν τις επιθυμίες του δικτάτορα, κατά τον ορισμό του βρετανού ιστορικού Ιαν Κέρσοου, όσοι μετείχαν στη συνάντηση αυτή συγκροτούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των απάνθρωπων αντιλήψεων των αρχιτεκτόνων της γενοκτονίας.
Οι ιμάντες της ιεραρχίας
Ενα φάσμα πλανάται πάνω από τη διάσκεψη της Βανζέε – αυτό του Φίρερ. Το κρεσέντο αντισημιτισμού που παρατηρείται στους δημόσιους λόγους του στα τέλη του 1941 συσχετίζεται από πολλούς ιστορικούς με τη συγκυρία της επιτάχυνσης του Ολοκαυτώματος. Στο περιθώριο των μαζικών δολοφονιών Εβραίων στη Σοβιετική Ενωση, των συνομιλιών των υψηλά ιστάμενων Ναζί περί «τελικής λύσης», των τοπικών πρωτοβουλιών που λάμβαναν στελέχη των SS στην Πολωνία, ο Χίτλερ λειτουργούσε ως αόρατος τελικός αποδέκτης στη ροή των πληροφοριών εγκρίνοντας κατευθύνσεις και διατυπώνοντας γενικές αρχές. Αυτή η αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ κεντρικής και περιφερειακής εξουσίας, προϊσταμένων και υφισταμένων στην αλυσίδα της ιεραρχίας, είναι ορατή στα όσα προηγήθηκαν αλλά και στα όσα έπονταν της Βανζέε. Τα πρακτικά της συνάντησης τυπώθηκαν σε 30 αντίτυπα και διακινήθηκαν σε υπηρεσιακό επίπεδο (ο Γιόζεφ Γκέμπελς τα διάβασε και τα σχολίασε στα ημερολόγιά του), ενώ το περιεχόμενό τους αποτέλεσε τη βάση της μετέπειτα προφορικής συνεννόησης μεταξύ Χάιντριχ, Χίμλερ και Χίτλερ για την ομογενοποίηση της δολοφονικής πολιτικής. Ο Λόνγκεριχ εντοπίζει στα τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου 1942 (χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την έναρξη της «βιομηχανικής φάσης» στα στρατόπεδα θανάτου) την οριστική διαμόρφωση της «τελικής λύσης» σε μια πυκνή σειρά επτά συναντήσεων μεταξύ Χίμλερ και Χίτλερ. Η δολοφονία του Χάιντριχ στην Πράγα από τσέχους αντιστασιακούς τον Ιούνιο του 1942 έδωσε στον αρχηγό των SS τον πλήρη έλεγχο του προγράμματος εξόντωσης.
Σύντομο, περιεκτικό, το βιβλίο του Λόνγκεριχ λειτουργεί τόσο ως συνοπτική εισαγωγή στην προϊστορία του Ολοκαυτώματος όσο και ως ενδεικτική καταγραφή ενός μικρού, κομβικού στιγμιοτύπου του και των επιδιώξεων των εγκληματιών που πρωταγωνίστησαν σε αυτό. Εν τέλει, για τον Πέτερ Λόνγκεριχ η διάσκεψη της Βανζέε αποτελεί σημαντικό σταθμό στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αντανακλά τον χαρακτήρα της: «αντικατοπτρίζει τη ριζική αναθεώρηση της λογικής της γερμανικής ηγεσίας. […] Ο πόλεμος δεν αποσκοπούσε πια στη δημιουργία των συνθηκών για την «τελική λύση», ήταν μάλλον η «τελική λύση» που ετίθετο στην υπηρεσία του πολέμου». Αντίληψη που εκφράζεται στη στυγνή απάντηση του Χίμλερ στις 28 Ιουλίου 1942 σε αίτημα υφισταμένου του για έναν ορισμό του ποιοι όφειλαν να θεωρούνται Εβραίοι στα κατεχόμενα εδάφη της Σοβιετικής Ενωσης: «Ολοι αυτοί οι ηλίθιοι ορισμοί απλώς μας δένουν τα χέρια». Οι κατεχόμενες ανατολικές περιοχές, συνέχισε, προορίζονταν να γίνουν «ελεύθερες από Εβραίους»: «Judenfrei», ο απόλυτος ευφημισμός για τη δολοφονία εκατομμυρίων.