Τζο Μπάιντεν και Βλάντιμιρ Πούτιν έχουν εμπλακεί πια, με φόντο την Ουκρανία, σε μια αναμέτρηση από την οποία δεν μπορούν να κάνουν πίσω ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, καθώς το πολιτικό διακύβευμα σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν εξαιρετικά μεγάλο τόσο για τη Μόσχα όσο και για την Ουάσιγκτον, επισημαίνει ο Στίβεν Κόλινσον σε εκτενή ανάλυσή του στο CNN.
Προς το παρόν, κανείς τους δεν κάνει πίσω με αποτέλεσμα όμως έτσι να περιορίζονται και τα περιθώρια ειρηνικής διεξόδου από την κρίση εάν η τελευταία συνεχίσει να κλιμακώνεται.
Για τους ψηφοφόρους πίσω στις ΗΠΑ, όσα εκτυλίσσονται στην Ουκρανία μπορεί να φαντάζουν πολύ μακρινά, πολύ δε περισσότερο εν μέσω πανδημίας και ενώ ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί πια σε υψηλό δεκαετιών. Ο Μπάιντεν έχει άλλωστε ξεκαθαρίσει πως δεν πρόκειται να στείλει αμερικανικά στρατεύματα εντός των ουκρανικών συνόρων, αν και έχει υπογραμμίσει πως στην περίπτωση που κλιμακωθεί η ρωσική επιθετικότητα, εκείνος θα ενισχύσει την παρουσία αμερικανικών δυνάμεων σε χώρες όπως είναι για παράδειγμα η Ρουμανία.
Είναι γεγονός πως Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία, οι δύο μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις της υφηλίου, διανύουν πια την πιο έντονη περίοδο στις μεταξύ τους σχέσεις από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και έπειτα.
Για τον αναλυτή του CNN, μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε να προκαλέσει τη μεγαλύτερη σύγκρουση τακτικών συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ και για τους Αμερικανούς πλέον διακυβεύονται πολλά: η ίδια η αξιοπιστία της Δύσης, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αξιολογεί την αμερικανική ισχύ η διεθνής κοινότητα, αλλά και πιο πρακτικά ζητήματα σχετικά για παράδειγμα με τις τιμές της ενέργειας, όπως σημειώνει ο Στίβεν Κόλινσον.
Η Ρωσία επιδιώκει πλέον να επαναδιαπραγματευτεί όσα διαδέχθηκαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, χρησιμοποιώντας όμως την Ουκρανία ως «όμηρο» μέσω του οποίου ασκεί πίεση στη Δύση.
Η Ουάσιγκτον, από την πλευρά της, δεν φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε υποχωρήσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το ίδιο το ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, προειδοποιεί τη Μόσχα πως θα ακολουθήσουν πρωτοφανείς τιμωρητικές κυρώσεις εάν πραγματοποιηθεί ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, πλην όμως οι Ρώσοι δεν φαίνεται να πτοούνται ή να ανησυχούν, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τα σύνορα της Ουκρανίας.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Πούτιν μπλοφάρει όταν δημιουργεί κλίμα επαπειλούμενης στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Άλλοι είναι της άποψης πως εκείνος κινείται αποσταθεροποιητικά προς την πλευρά της Ουκρανίας, παίζοντας και το χαρτί του εθνικισμού, προκειμένου να ενισχύσει τη δημοφιλία του εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας στον δρόμο προς τις προεδρικές εκλογές.
Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη: πως τώρα είναι η «ευκαιρία» για τον Πούτιν να συνθλίψει τις δυτικές φιλοδοξίες της Ουκρανίας εκμεταλλευόμενος τα ρήγματα που υπάρχουν στο δυτικό μέτωπο, την «αναποφασιστικότητα» των ΗΠΑ και την «αμφιθυμία» των «27» της ΕΕ.
Γιατί η Ουκρανία είναι τόσο σημαντική για τον Πούτιν
Όπως αναφέρει το CNN, για να προβλέψουμε την επόμενη κίνηση του Πούτιν θα πρέπει προηγουμένως να δούμε πόσο σημαντική είναι για αυτόν η Ουκρανία. Στα μάτια του Ρώσου προέδρου, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μια καταστροφή ιστορικών διαστάσεων, και η νατοϊκή επέκταση προς Ανατολάς μια απόπειρα εξευτελισμού όσων ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως κομμάτια του «μεγάλου πολιτισμού» της Ρωσίας.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, ερμηνεύονται και οι εγγυήσεις ασφαλείας που ζήτησε η ρωσική πλευρά από τη Δύση στο πλαίσιο της τρέχουσας αντιπαράθεσης, αξιώνοντας για παράδειγμα τον αποκλεισμό της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ και την αποχώρηση των νατοϊκών δυνάμεων από τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας (σ.σ. Πολωνία, Ρουμανία).
Εδώ και περίπου μια δεκαετία, ο Πούτιν επιχειρεί να αποκαταστήσει τις παλαιότερες σφαίρες επιρροής της Ρωσίας επί των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Σε αυτό το πλαίσιο, προχώρησε και στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ενώ πιο πρόσφατα συνέβαλε και στην κατάπνιξη των αντιπολιτευόμενων φωνών σε χώρες όπως είναι η Λευκορωσία και το Καζακστάν.
Μια δημοκρατική και ευημερούσα Ουκρανία που θα κοιτάει προς την πλευρά της Δύσης δεν θα ήταν ανεκτή από τον ίδιο τον Πούτιν. Κι αυτό διότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς μίμηση και για άλλες χώρες της περιοχής που ενδεχομένως να επιδίωκαν σε μια τέτοια περίπτωση να απομακρυνθούν από τη ρωσική σφαίρα επιρροής και να μετακινηθούν προς άλλες πιο δυτικές κατευθύνσεις.
Η στρατηγική του Μπάιντεν
Αλλά και ο Τζο Μπάιντεν από την πλευρά του δεν μπορεί να κάνει πίσω στην κόντρα του με τον Πούτιν, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη διεθνή σκηνή αλλά και με τις εξελίξεις εντός των ΗΠΑ.
Όπως επισημαίνει ο αναλυτής του CNN, ο Αμερικανός πρόεδρος δέχθηκε επικρίσεις επειδή στις 19 Ιανουαρίου αναγνώρισε δημόσια πως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις εντός του δυτικού «στρατοπέδου» αναφορικά με την στάση που προτίθενται οι σύμμαχοι να κρατήσουν απέναντι σε Ουκρανίας και Ρωσία. Επί της ουσίας ωστόσο, εκείνος είπε την αλήθεια.
Ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει πια τα περιθώρια να φανεί αδύναμος ούτε στη διεθνή σκηνή αλλά ούτε και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ειδικά σε μια χρονιά εκλογών όπως είναι η τρέχουσα με τις ενδιάμεσες εκλογές τον Νοέμβριο για το σύνολο των εδρών στη Βουλή και ένα μέρος των εδρών στη Γερουσία.
Στη διεθνή σκηνή, υπάρχουν χώρες όπως η Κίνα που παρακολουθούν στενά τις αμερικανικές κινήσεις. Εάν ο Μπάιντεν υποχωρήσει στην Ουκρανία αφήνοντας εκτεθειμένο το Κίεβο έναντι της Ρωσίας, τότε το Πεκίνο ίσως να θεωρήσει πως εκείνος θα υποχωρούσε και στις θάλασσες της Ασίας αφήνοντας εκτεθειμένη την Ταϊβάν έναντι της Κίνας σε μια ενδεχόμενη κρίση. Αλλά και εντός των αμερικανικών συνόρων, οι Ρεπουμπλικάνοι περιμένουν τον Μπάιντεν στη γωνία με την προσδοκία να τον παρουσιάσουν ως «αδύναμο», «μπερδεμένο», «κατώτερο των περιστάσεων».
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, ο Μπάιντεν, όπως και ο Πούτιν, δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει πίσω.