Δεν έχουν τελειωμό οι παραλλαγές του κοροναϊού και η ταχύτητα με την οποία ο συγκεκριμένος ιός μεταλλάσσεται δεν αφήνει περιθώρια να σκεφτόμαστε ότι θα πετύχουμε την συλλογική ανοσία («ανοσία αγέλης») που θα έκανε την πανδημία να κοπάσει.
Τα ποσοστά των ατόμων που θα έχουν αναπτύξει αντισώματα κατά του ιού φαίνεται πως πρέπει να ξεπεράσουν κατά πολύ τα αρχικά προβλεπόμενα νούμερα που έφταναν το 70-80% του πληθυσμού, ενδεχομένως πλησιάζοντας ή και ξεπερνώντας το 90%.
Φυσικά όλα αυτά τα ποσοστά παραμένουν υπό διερεύνηση από τους ειδικούς, οι οποίοι την ίδια στιγμή τονίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα ποσοστά συλλογικής ανοσίας που επιδιώκουμε για την ιλαρά, τον κοκκύτη, την ερυθρά και άλλες ιώσεις, τις οποίες δεν «κολλάμε» αν εμβολιαστούμε. Ο λόγος, είναι ότι οι ιοί που προκαλούν τις τελευταίες ασθένειες δεν μεταλλάσσονται, οπότε τα εμβόλια καλύπτουν πλήρως, εμποδίζοντας τη νόσηση.
Η προστασία του εμβολίου
Η μόνη δυνατότητα σύγκρισης, γίνεται πλέον με την αντίστοιχη προστασία από τη γρίπη, όπου τα εμβόλια αποτρέπουν τη βαριά νόσηση, την ανάγκη για εισαγωγή σε μονάδα εντατικής, καθώς και τον θάνατο.
Το θέμα ανέλυσε στο in.gr o καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Θεσσαλίας Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, με αφορμή την ολοκλήρωση οροεπιδημιολογικής μελέτης (επιδημιολογική μελέτη βάσει αιματολογικών εξετάσεων για όσους είχαν νοσήσει – είτε είχαν διαγνωστεί είτε όχι) που είχε ξεκινήσει αμέσως μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας και η οποία αναμένεται σύντομα να δημοσιευθεί σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό. Η μελέτη συνυπογράφεται από τον καθηγητή Ανοσολογίας της Ιατρικής Θεσσαλίας Ματθαίο Σπελέτα, με πρώτο υπογράφοντα τον μηχανικό περιβάλλοντος, μεταδιδακτορικό ερευνητή της Ιατρικής Θεσσαλίας Μιχάλη Κουρέα και με τη συμμετοχή του καθηγητή Παθολογίας Σωτήρη Τσιόδρα και του καθηγητή της Νοσηλευτικής Πελοποννήσου τ. γ.γ. Δημόσιας Υγείας Παναγιώτη Πρεζεράκο.
Η ίδια μελέτη συνεχίστηκε σε άλλες δύο φάσεις, η πρώτη μέχρι τον περασμένο Ιούνιο και η επόμενη μέχρι και τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το επόμενο στάδιο, αφορά επιδημιολογική μελέτη με συμπλήρωση ερωτηματολογίου, καθώς είναι δύσκολο να γίνει διάκριση των αντισωμάτων αν αυτά έχουν προκύψει από προσβολή από τον ιό ή από εμβολιασμό, οπότε χρειάζεται και η μαρτυρία του συμμετέχοντα στην μελέτη για να γίνει διαχωρισμός.
Αποτροπή επιπτώσεων
Σύμφωνα με τον καθηγητή, δεν τίθεται πλέον θέμα «ανοσίας αγέλης», αφού δεν έχουμε εμβόλιο που να αποτρέπει την προσβολή από τον ιό, αλλά αποτρέπει από τη νοσηλεία και τον θάνατο. Ο στόχος είναι να καλυφθεί πλήρως ο ευάλωτος πληθυσμός, ώστε να φτάσουμε σε αποτελέσματα Πορτογαλίας, όπου ναι μεν τα κρούσματα είναι πολλά, όμως οι θάνατοι είναι λίγοι.
Όμως ακόμη υπολείπονται πάνω από 300.000 άτομα άνω των 60 ετών που δεν έχουν εμβολιαστεί και κάποιοι ανοσοκατεσταλμένοι που παρά τον εμβολιασμό τους δεν έχουν επαρκή αντισώματα και αυτά είναι τα άτομα που πρέπει να προστατευθούν ώστε να μη νοσήσουν βαριά.
Προβλεπτικό μοντέλο όπως στη γρίπη
Από την πλευρά του ο καθηγητής Ανοσολογίας Ματθαίος Σπελέτας και επικεφαλής του εργαστηρίου Ανοσολογίας – Ιστοσυμβατότητας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μας εξήγησε ότι τα εμβόλια ιλαράς, ηπατίτιδας, ερυθράς κλπ., παρέχουν πλήρη ανοσία γιατί οι ιοί αυτοί δεν μεταλλάσσονται. Αντίθετα οι μεταλλάξεις που υφίσταται ο ιός της γρίπης, μας αναγκάζει κάθε χρόνο να δημιουργούμε καινούριο «κοκτέιλ», για το οποίο μάλιστα υπάρχει και ένα προβλεπτικό μοντέλο, γιατί τελικά δεν γνωρίζουμε εξ΄ αρχής ποιο στέλεχος θα επικρατήσει. Έτσι, το ποσοστό προστασίας από τη γρίπη, κάθε χρόνο μεταβάλλεται.
Αντίστοιχα, ο καθηγητής υποστηρίζει το θετικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο σύντομα αναμένεται να γίνει ενδημικός και ο κοροναϊός, όπου με το αντίστοιχο προβλεπτικό μοντέλο θα εφαρμόζουμε εμβολιασμό μια φορά το χρόνο, και θα προφυλασσόμαστε από την σοβαρή νόσηση, παρότι ο ιός θα μπορεί να μας προσβάλλει.
Πάντως, συγκρίνοντας τους ιούς της γρίπης και του συγκεκριμένου κοροναϊού, ο κ. Σπελέτας παρατήρησε πως ήδη τα υπάρχοντα εμβόλια του κοροναϊού είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από αυτά της γρίπης, έστω και με τις μεταλλάξεις που έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής.
Ο κ. Σπελέτας, επεσήμανε επίσης ότι και από την πλευρά των εμβολιαζομένων παρατηρείται διαφορετική απάντηση του οργανισμού τους.
Για το λόγο αυτό, το προβλεπτικό μοντέλο θα πρέπει να εφαρμοστεί ήδη για την επόμενη – τέταρτη- δόση του εμβολιασμού κατά του κοροναϊού, και επίσης να γίνει ήδη και η προσαρμογή στις νέες παραλλαγές, αφού τα εμβόλια που διαθέτουμε σήμερα αφορούν το πρώτο στέλεχος που πρωτοεμφανίστηκε στη Γουχάν της Κίνας.
Πάντως καθώς το θέμα είναι και ποσοτικό, όσο και ποιοτικό, ο κ. Σπελέτας σημείωσε πως γι΄ αυτό το λόγο γίνεται τώρα η τρίτη δόση, για ενίσχυση των παραγόμενων αντισωμάτων, έστω κι αν η προστασία που παρέχουν είναι μερική.
Διευκρίνισε όμως ότι σύμφωνα με μελέτες του εργαστηρίου Ανοσολογίας – Ιστοσυμβατότητας έχει διαπιστωθεί πως όταν υπάρχει υψηλός αριθμός αντισωμάτων τότε και τα επίπεδα της κυτταρικής ανοσίας είναι ικανοποιητικά και προστατεύουν τα άτομα μέσω των Β κυττάρων μνήμης, γι΄ αυτό και δεν συστήνεται ο έλεγχος των επιπέδων της κυτταρικής ανοσίας μετά τον εμβολιασμό.
Η αρχική μελέτη
Σύμφωνα με την πρώτη οροεπιδημιολογική μελέτη στη χώρα, η οποία βρίσκεται υπό δημοσίευση όπως προαναφέραμε, ως το Δεκέμβριο του 2020 είχε προσβληθεί περίπου το 10% του πληθυσμού στην Ελλάδα, ποσοστό που ανταποκρινόταν στα δηλωθέντα κρούσματα, αλλά και στις διεθνείς εκτιμήσεις για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο έλεγχος έγινε σε σχεδόν 56.000 πολίτες, μέσω δειγμάτων ορού αίματος που συλλέχθηκαν εκείνη την περίοδο. Αθήνα και Θεσσαλονίκη τοπικά, ως πυκνοκατοικημένες περιοχές εμφάνιζαν διπλάσια ποσοστά, (11,92% στην Αττική, 12,76% στη Θεσσαλονίκη) ενώ στην υπόλοιπη χώρα η συχνότητα περιοριζόταν στο 5,9%.
Το αποτέλεσμα ήταν να εφαρμοστούν διαφορετικές στρατηγικές περιορισμού της πανδημίας. Καθώς πρόκειται για οροεπιδημιολογική μελέτη, οι ερευνητές διαπιστώνουν μείωση των αντισωμάτων ανάλογα με τον τύπο του διαγνωστικού τεστ αλλά και τη βαρύτητα της νόσησης.
Αποτελέσματα: Από 55.947 δείγματα ορού που συλλέχθηκαν, 705 (1,26%) βρέθηκαν θετικά για αντισώματα κατά του SARS-CoV-2, με υψηλότερο οροεπιπολασμό (9,09%) να παρατηρείται τον Δεκέμβριο του 2020. Τα υψηλότερα επίπεδα οροθετικότητας παρατηρήθηκαν στις ηλικιακές ομάδες «0- 29» και «30-49» ετών. Ο οροθετικός επιπολασμός αυξανόταν με την ηλικία στην ηλικιακή ομάδα «0-29».
Το ποσοστό θνησιμότητας από μόλυνση (IFR) υπολογίστηκε σε 0,451% βάσει των συγκεντρωτικών δεδομένων ως τον Δεκέμβριο του 2020 και η αναλογία πραγματικών προς αναφερθέντων κρουσμάτων ήταν 9,59.
Συμπεράσματα: Η εξέλιξη των εκτιμήσεων οροεπιπολασμού ευθυγραμμίστηκε με την πορεία της πανδημίας και διέφερε ευρέως ανά περιοχή και ηλικιακή ομάδα. Οι νέοι και μεσήλικες ενήλικες φάνηκε να είναι οι οδηγοί της πανδημίας κατά τη διάρκεια ενός σοβαρού επιδημικού κύματος υπό αυστηρά μέτρα πολιτικής.