Ο André Gide υπήρξε ένας βαθιά στοχαζόμενος συγγραφέας του περασμένου αιώνα με μια πηγαία πνευματικότητα, που πέρασε στη γραφή του από τα πρώτα του βήματα. Μερικά επιλεγμένα αποσπάσματα από τα έργα του φωτίζουν τις γνώσεις μας γύρω από την φιλανθρωπία, τις σχέσεις της ψυχής με το θείο και την έννοια της φιλευσπναχνίας ως άγγιγμα ψυχών που επικοινωνούν μεταξύ τους ως συγκοινωνούντα δοχεία και αλληλοτροφοδοτούνται από αισθήματα αληθινής και ανιδιοτελούς αγάπης.
Ο André Rousseaux, στο βιβλίο του Le paradis perdu (Ο χαμένος παράδεισος) (B. Grasset, 1936), αναφέρει για τον Gide:
O εγωισμός στον André Gide δεν μπερδεύεται με την αγάπη. Και η αγάπη είναι γι΄ αυτόν πρώτα απ΄ όλα μια τροφή για την ύπαρξή του, μια τροφή επίγεια κι αυτή, επίσης. Ζει από τη ζωή των άλλων ανθρώπων σχεδόν τόσο όσο και από τα τρόφιμα, τα οποία τρώει και από το νερό το οποίο πίνει, από τον αέρα τον οποίο αναπνέει.
Αναφερόμενος στο πρώτο του βιβλίο –Les Cahiers d’André Walter (Τα τετράδια του Αντρέ Βαλτέρ) (1891)– που έγραψε σε ηλικία μόλις 21 ετών, παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο μεταφράζω από τα γαλλικά:
Μην κλείνεσαι στη δική σου ζωή μόνο, στο δικό σου σώμα μόνο· κάνε την ψυχή σου οικοδέσποινα και δώσε φιλοξενία σε περισσότερους ανθρώπους· ξέρε ότι –αυτή– ανατριχιάζει στα συναισθήματα των άλλων, όπως και στα δικά της· θα ξεχάσει τους πόνους της παύοντας να σκέφτεται τον εαυτό της.
Αυτό που κάνει την καρδιά φιλάνθρωπη, είναι η δυνατότητα να φαντάζεται τους πόνους του άλλου πάνω στην ίδια και να τους κάνει δικούς της. Η ζωή της ψυχής γίνεται έτσι πολλαπλή.
Όπως παρατηρεί ο Rousseaux, αργότερα ο Gide στο βιβλίο του L΄ immorraliste (Ο Ανηθικολόγος, 1902) περιγράφει πιστά και με ακρίβεια την αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ των ανθρώπινων ψυχών, εξηγώντας ποια έντονη ευχαρίστηση θα βιώσει –ο ίδιος– ερχόμενος σε επαφή με τους ανθρώπους που βλέπει να ζουν γύρω του:
Ένιωσα μέσα στα μπράτσα μου την κούραση του θεριστή· ήμουν αποκαμωμένος από τον κάματο· η γουλιά του μηλίτη που έπινε –εκείνος– θα σβήσει τη δίψα μου· τον ένιωθα να γλιστρά μέσα στο λαιμό του. Ακονίζοντας το δρεπάνι του, κόβει βαθιά τον αντίχειρά του· ένιωσα τον πόνο του ως το κόκκαλο.
Εν τέλει, όπως παραδέχεται ο Rousseaux, αυτό που φωτίζει και αποτελεί το αξίωμα των Τροφών του, αναφερόμενος στο βιβλίο του Les Nourritures terrestres (Γήινες Τροφές) είναι: «Οι άλλοι – η σημασία της ζωής του…»
Σχολιάζοντας τον Gide ως μια τεράστια περηφάνια που κρύβεται μέσα μια ταπεινότητα τόσο ξεχωριστή, ο Rousseaux αναφέρει ότι ήξερε βαθιά αυτό για το οποίο μιλούσε, όταν περιέγραφε σίγουρες «ελαττωματικές φύσεις, που υποβαθμίζονται βαθιά από την ταπείνωση» και οι οποίες «βρίσκουν ένα είδος ευχαρίστησης και ικανοποίησης στην παρακμή που συνεπάγεται –την ταπείνωση– και που είναι τόσο αποτρόπαια»:
«αν η ταπεινότητα είναι η αποκήρυξη της περηφάνιας, η ταπείνωση, αντίθετα, φέρνει την ενδυνάμωση της περηφάνιας» […], «της περηφάνιας, η οποία υπερβάλλει, εξοργίζεται και παραμορφώνει, τερατωδώς κάποιες φορές, την ταπεινότητα».
Ο Rousseaux αναφέρει για να ενισχύσει την άποψή του ένα απόσπασμα από τον Dostoiewsky, σχετικά με την ταπεινότητα:
Η ταπεινότητα [humilité] ανοίγει τις πόρτες του παραδείσου, η ταπείνωση [humiliation] αυτές της κόλασης. Η ταπεινότητα προϋποθέτει ένα είδος εθελούσιας υποβολής γίνεται ελεύθερα αποδεκτή αποδεικνύει την αλήθεια του Ευαγγελίου: «Αυτός που ταπεινώνεται θα εξυψωθεί». Η ταπείνωση όλως αντίθετα μειώνει την ψυχή, την καμπυλώνει, την παραμορφώνει, τη στεγνώνει, την ερεθίζει, τη μαραίνει προκαλώντας ένα είδος ηθικής βλάβης πολύ δύσκολα θεραπεύσιμο … Η ταπείνωση καταδικάζει, ενώ η ταπεινότητα αγιάζει.
Τα έργα του André Gide –που ομολογουμένως επηρέασε καθοριστικά την ευρωπαϊκή και νεοελληνική λογοτεχνία– χαρακτηρίστηκαν ως αντίφαση και συγκερασμός ετερόκλητων τάσεων. Τα ηθικά και θρησκευτικά διλήμματά του ερείδονται και αντανακλούν τη ζωή του, όπου κυριαρχούσε η μάχη του ανάμεσα στο κανονιστικό πρότυπο της θρησκευτικής πειθαρχίας, από τη μια και της απόλυτης ελευθερίας, από την άλλη.
Ωστόσο, αυτό που διαφαίνεται αβίαστα μέσα από τα γραφόμενά του είναι η πίστη του –ανεξάρτητα από την καθολική παράδοση και τον ηθικοδιδακτικό της κώδικα αρχών– στον Χριστό ως πρότυπο αγαθότητας, φωτεινό φάρο διδασκαλίας και παραδειγματισμού για ουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο ταπεινός θεάνθρωπος μέσα στην ταπεινότητά του, παραγκωνίζοντας τη θεϊκή του διάσταση, ήρθε στη γη γεννηθείς σε μία φάτνη, για να σώσει τους ανθρώπους που τόσο αγάπησε. Κατά το πρότυπό του ο Gide θεωρεί ότι η ανθρώπινη ζωή γίνεται πολλαπλή μόνο αν αγαπήσουμε και βιώσουμε τον συνάνθρωπό μας όχι ως έτερον, αλλά ως εαυτόν.
*Τα έργα του Gide, από τα οποία παραθέτω αποσπάσματα, τα οποία μεταφράζω από τα γαλλικά, βρίσκονται στην έκδοση André Gide, Oeuvres Completes, Edition augmentée de textes inédits établie par L. Martin-Chauffier, Nrf, Paris, 1932-1939.
Η κυρία Μαρία Χατζηνικόλα είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός-ερευνήτρια.