Οι συνομιλίες των τριών επιπέδων των προηγούμενων ημερών σε Γενεύη, Βρυξέλλες και Βιέννη (μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων η πρώτη, ΝΑΤΟ και Ρωσίας η δεύτερη, στην έδρα του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία – ΟΑΣΕ – η τρίτη) έφεραν πίσω στο μυαλό κάτι από την ιδιόρρυθμη όσο και επικίνδυνη γοητεία του Ψυχρού Πολέμου. Η γλώσσα του σώματος και η ρητορική των συμμετεχόντων, το αντικείμενο των συζητήσεων (έλεγχος εξοπλισμών, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης), ακόμη και οι χώροι των συναντήσεων παρέπεμπαν σε εκείνη την περίοδο. Από μια άποψη, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν πέτυχε να διαμορφώσει ένα περιβάλλον που ταιριάζει στον ίδιο και στις επιδιώξεις του για μια αναπροσαρμογή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Ισως όμως μια τέτοια ανάγνωση να αποδειχθεί, εν τέλει, βιαστική. Οι πρώτες εκτιμήσεις πάντως, όπως τουλάχιστον προκύπτουν από τις επίσημες δηλώσεις, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τις θέσεις των δύο πλευρών χωρίζει άβυσσος. Αυτό το γεγονός αυξάνει την αβεβαιότητα σχετικά με τις επόμενες κινήσεις της Μόσχας στο ουκρανικό ζήτημα.
Η τακτική των Ρώσων στη διαχείριση κρίσεων
Σύμφωνα με δύο ευρωπαίους διπλωμάτες με τους οποίους συνομίλησε «Το Βήμα» τις προηγούμενες ημέρες, «η εξαναγκαστική διπλωματία της ρωσικής πλευράς επιτρέπει στη Μόσχα να διατηρεί προς το παρόν την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ υποχρέωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να καθίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών». Σύμφωνα με τη Μαρί Ντιμουλέν, διευθύντρια του προγράμματος «Wider Europe» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, «μια ευρύτερη θεώρηση της προσέγγισης της Ρωσίας ως προς τους γείτονές της θα μπορούσε να αποκαλύψει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τις κρίσεις στις επικράτειές τους. Επιδιώκοντας τακτικά κέρδη αντί για επίλυση των κρίσεων, δημιουργεί σύγχυση στους ανταγωνιστές της και τους υποχρεώνει σε αμυντική στάση».
Απαιτήσεις πάνω από τις κόκκινες γραμμές
Ωστόσο, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι η αμερικανική πλευρά, διά στόματος της αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών και εμπειρότατης σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις Γουέντι Σέρμαν, ξεκαθάρισε ότι τα δύο βασικά αιτήματα της ρωσικής πλευράς, ήτοι το «πάγωμα» νεότερης διεύρυνσης του ΝΑΤΟ εγγύτερα στα ρωσικά σύνορα και η απόσυρση όλων των συμμαχικών στρατευμάτων από τα κράτη που συνορεύουν με τη Ρωσία, δεν αποτελούν βάση έναρξης (non-starters) ενός διαλόγου. Κατά τον Μπρούνο Τερτρέ του γαλλικού Ιδρύματος Στρατηγικών Μελετών (FRS), «οι ρωσικές απαιτήσεις υπερβαίνουν τις κόκκινες γραμμές των δυτικών χωρών και αμφισβητούν τη βάση της τάξης ασφαλείας που δημιουργήθηκε το 1990», αλλά προς το παρόν οι αμερικανορωσικές επαφές έχουν ως σκοπό να επαναβεβαιώσουν τις κόκκινες γραμμές κάθε πλευράς και τίποτα παραπάνω.
Συνομιλίες για την Ευρώπη χωρίς Ευρωπαίους
Η συνάντηση της περασμένης Δευτέρας 10 Ιανουαρίου στη Γενεύη (στο πλαίσιο του Διαλόγου Στρατηγικής Σταθερότητας) μεταξύ της κυρίας Σέρμαν και του ρώσου ομολόγου της Σεργκέι Ριαμπκόφ οδήγησε πολλούς να μιλήσουν για διαπραγματεύσεις που θύμισαν «Γιάλτα»: για συνομιλίες για την Ευρώπη χωρίς τους Ευρωπαίους. Ουδείς εκπλήσσεται φυσικά από αυτό, καθώς η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) παραμένει, από στρατηγικής απόψεως, «νάνος», οπότε οι σχετικές εκκλήσεις, ειδικότερα όταν προέρχονται από τον ύπατο εκπρόσωπο για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ, φέρουν χαρακτηριστικά γραφικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια ενημέρωσης προς τους δημοσιογράφους πριν από τη Σύνοδο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ – Ρωσίας (στην οποία συμμετείχε «Το Βήμα»), η αμερικανίδα Μόνιμη Αντιπρόσωπος Τζούλιαν Σμιθ, ερωτηθείσα σχετικά με την άποψη του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν ότι πρέπει να υπάρξουν και ευρωπαϊκές προτάσεις στις συνομιλίες, απάντησε μάλλον ειρωνικά: «Μα, όταν σκέφτομαι το ΝΑΤΟ, σκέφτομαι την Ευρώπη. Υπάρχουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες γύρω από το τραπέζι».
Τομείς που θα μπορούσε να βρεθεί επαφή
Μετά τη συνάντηση της Γενεύης, η κυρία Σέρμαν δήλωσε ότι υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους οι δύο χώρες μπορούν να επιτύχουν κάποια πρόοδο, ενώ ο κ. Ριαμπκόφ μίλησε για «πολύ επαγγελματικές, εις βάθος, ουσιαστικές» συνομιλίες. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ένας τομέας όπου θα μπορούσε να βρεθεί επαφή είναι ο έλεγχος των εξοπλισμών και ενδεχομένως η επαναφορά της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (INF), από την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν το 2019 επί προεδρίας Τραμπ, κατηγορώντας τη Ρωσία ότι την παραβίαζε λόγω της ανάπτυξης πυραύλων 9Μ729 (τύπου cruise). Φαίνεται επίσης ότι έγινε συζήτηση για κάποια αμοιβαία βήματα να τεθούν όρια στο μέγεθος και στην κλίμακα των στρατιωτικών ασκήσεων. Δεν είναι φυσικά σαφές κατά πόσο όλα αυτά επαρκούν για να κατευνάσουν τις ανησυχίες της ρωσικής πλευράς, που θεωρεί ότι έχει παραβιαστεί η (πολιτική) δέσμευση της Ιδρυτικής Πράξης (Founding Act) ΝΑΤΟ – Ρωσίας για μη μόνιμη στάθμευση μάχιμων δυνάμεων (substantial combat forces) στην Ανατολική Ευρώπη, μετά και την ενίσχυση της συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας σε Πολωνία και χώρες της Βαλτικής. Ισως αυτά να μπορούσαν να συζητηθούν στο πλαίσιο μιας επαναδιαπραγμάτευσης της Συνθήκης για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE).
Ο κίνδυνος μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης
Μετά τη Γενεύη, το σκηνικό μεταφέρθηκε στην έδρα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις Βρυξέλλες. Στη συνάντηση του NRC η ρωσική πλευρά εκπροσωπήθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Αλεξάντρ Γκρουσκό, ίσως τον κορυφαίο ρώσο διπλωμάτη σε θέματα ΝΑΤΟ και πρώην πρεσβευτή της χώρας στην έδρα της Συμμαχίας. «Υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές που δεν θα είναι εύκολο να γεφυρωθούν» παραδέχθηκε o Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, προσθέτοντας ότι «υπάρχει αληθινός κίνδυνος μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης στην Ευρώπη».
Από την πλευρά του, ο κ. Γκρουσκό επιβεβαίωσε την απόκλιση θέσεων και υπογράμμισε ότι πιθανή νέα διεύρυνση της Συμμαχίας «πλήττει σοβαρά την ασφάλειά μας και δημιουργεί απαράδεκτους κινδύνους για εμάς». Κατά τη ρωσική αντίληψη, η παρουσία του ΝΑΤΟ τόσο κοντά στα ρωσικά σύνορα μοιάζει με την υπόθεση των πυραύλων στην Κούβα, αλλά από την ανάποδη πλευρά. Οπως, δε, επισημαίνει στο «Βήμα» ο Φιοντόρ Λουκιάνοφ, στέλεχος του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (RIAC), «η Μόσχα δεν επιθυμεί προηγμένα οπλικά συστήματα σε ουκρανικό έδαφος» και κατά βάση θα ήθελε «κάποιους περιορισμούς για την Ουκρανία όπως παλαιότερα στην περίπτωση της Φινλανδίας».
Διάλογος εφόσον υπάρξει αποκλιμάκωση στα σύνορα
Η συνάντηση του NRC, η πρώτη από τον Ιούλιο του 2019, υπήρξε μακρά, αλλά μάλλον χωρίς εκπλήξεις, καθώς ακόμη και οι συνήθως λαλίστατοι δημοσίως Ανατολικοευρωπαίοι απέφυγαν την επιθετική ρητορική. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυρία Σέρμαν επανέλαβε ότι οι ρωσικές γραπτές προτάσεις παραβιάζουν βασικά θεσμικά κείμενα του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την «πολιτική ανοικτών θυρών» (open-door policy), ότι μπορεί να υπάρξει διάλογος, εφόσον όμως υπάρξει και αποκλιμάκωση στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, και ότι η Ουάσιγκτον στηρίζει πλήρως την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Διεφάνη επίσης η πρόθεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ να ενισχυθεί η επικοινωνία μέσω του NRC – ίσως μέσω της εγκατάστασης μιας «κόκκινης γραμμής» – αλλά και να υπάρξει συζήτηση σε θέματα όπως η κυβερνοασφάλεια, το Διάστημα κ.ά.
Οι διπλωματικές αντιπροσωπείες
Μοιάζει επίσης αρκετά πιθανό να ανοίξουν και πάλι οι διπλωματικές αντιπροσωπείες των δύο πλευρών – υπενθυμίζεται ότι η Συμμαχία είχε απελάσει οκτώ διπλωμάτες από τη ρωσική αντιπροσωπεία στην έδρα της με την κατηγορία (που δεν αποδείχθηκε) ότι λειτουργούσαν ως αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα η Μόσχα να κλείσει το γραφείο του ΝΑΤΟ στη ρωσική πρωτεύουσα. Από την πλευρά του, ο κ. Γκρουσκό φέρεται να ξεκαθάρισε ότι η Μόσχα θα επιθυμούσε γραπτώς τις απαντήσεις της Συμμαχίας στις ρωσικές προτάσεις, αποφεύγοντας δεσμεύσεις σε χρονοδιαγράμματα διαλόγου. Σε ανάλογο κλίμα μη συμφωνίας εξελίχθηκαν και οι συνομιλίες στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ την περασμένη Πέμπτη στη Βιέννη.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
Αναφορικά με την επιβολή κυρώσεων, διπλωματικές πηγές σημείωναν ότι στην Ουάσιγκτον μοιάζει να επικρατεί η άποψη ότι η επίδρασή τους στην αλλαγή στάσης της Μόσχας θα ήταν περιορισμένη. Εχει ακουστεί ως πιθανή η έξοδος της Ρωσίας από το σύστημα τραπεζικών συναλλαγών SWIFT, κάτι που θα έπληττε τον ρωσικό πιστωτικό τομέα. Μετά όμως τα γεγονότα της Κριμαίας, το 2014, η Μόσχα έχει αναπτύξει ένα δικό της σύστημα πληρωμών και δεν αποκλείεται να ενθαρρυνθεί η σύνδεση με άλλα, παράλληλα του SWIFT, συστήματα, όπως αυτό που αναπτύσσει η Κίνα. Κι ας μη λησμονείται επίσης ότι η έξοδος της Ρωσίας από το SWIFT θα οδηγούσε σε επιπλοκές στις πληρωμές για την προμήθεια φυσικού αερίου εν μέσω χειμώνα. Οσο για κυρώσεις εναντίον του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II, μοιάζει ασαφές πώς θα μπορούσε να καλυφθεί, παρά μόνο βραχυπρόθεσμα, το κενό που θα δημιουργούνταν στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το σενάριο της εισβολής στην Ουκρανία
Εμπειρες διπλωματικές πηγές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού τόνιζαν προς «Το Βήμα» την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν έχει αποσαφηνιστεί από τη Δύση αν η Μόσχα και ο πρόεδρος Πούτιν προσωπικά επιθυμούν ειλικρινά μία συζήτηση για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας ή αναζητούν ένα πρόσχημα για μία στρατιωτική κίνηση στο ουκρανικό μέτωπο. Η απόπειρα διεύρυνσης της ατζέντας πέραν των όσων περιέχονται στις ρωσικές προτάσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί έχει ως στόχο να κερδηθεί ο απαραίτητος χρόνος με στόχο την αποκλιμάκωση. Αν όμως η Ρωσία προχωρήσει σε μία στρατιωτική επιχείρηση, εκτιμάται ότι αυτή θα είναι χρονικά σύντομη και επικεντρωμένη σε σαφείς στόχους. Ενα σενάριο που είχε παλαιότερα ακουστεί ήταν η εδαφική σύνδεση της χερσονήσου της Κριμαίας με τη Ρωσία. Πριν από περίπου δύο εβδομάδες, ο επικεφαλής του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγός Μαρκ Μάιλι συνομίλησε με τον ρώσο ομόλογό του στρατηγό Βαλερί Γερασίμοφ και σύμφωνα με τους «New York Times» τού είπε ότι μία εισβολή στην Ουκρανία, ακόμη και επιτυχημένη, θα ακολουθηθεί από έναν αιματηρό ανταρτοπόλεμο κατά το πρότυπο του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980.