Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
======================
«Το μονοπάτι των χαμένων ψυχών» (Nightmare alley, ΗΠΑ, 2021)
Τα τέρατα δεν λείπουν ποτέ από τις ταινίες του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο. Από τις τεράστιες κατσαρίδες που απειλούσαν την Νέα Υόρκη στο «Mimic», μέχρι την οσκαρική «Μορφή του νερού» και με ενδιάμεσους σταθμούς τον υπέροχο «Λαβύρινθο του Πάνα» και το «Hellboy» της Marvel Comics, τα τέρατα ανέκαθεν συνάρπαζαν τον Μεξικανό σκηνοθέτη. Δεν λείπουν ούτε από την τελευταία ταινία του, ένα καθαρόαιμο νουάρ όμως αυτή την φορά ο σκηνοθέτης εστιάζει βαθύτερα στο χειρότερο όλων των τεράτων, το ανθρώπινο τέρας, την άρρωστη ψυχή του κεντρικού ήρωα της ιστορίας, ενός λούμπεν τυχοδιώκτη της εποχής του αμερικανικού οικονομικού κραχ, με σκοτεινό παρελθόν και όπως όλα δείχνουν, από την στιγμή που πατά το πόδι του σε έναν περιπλανώμενο θίασο ψυχαγωγίας, ακόμα σκοτεινότερο μέλλον.
Μπορεί ο Στάντον Κάρλαϊλ (Μπράντλεϊ Κούπερ) να μην μιλά πολύ –τον βλέπουμε να ανοίγει για πρώτη φορά το στόμα του αφού περάσει το πρώτο τέταρτο της ταινίας- αλλά με όρεξη αρπαχτικού παρατηρεί τα πάντα γύρω του. Μαθητεύει δίπλα σε έναν ξεπεσμένο, αλκοολικό «μάγο» του πνευματισμού (Ντέιβιντ Στράδερν), μαθαίνει όλα τα μυστικά του επαγγέλματος από τον «καλλιτεχνικό διευθυντή» του θιάσου (Γουίλεμ Νταφόε), παρασύρει στο διάβα του την Μόλι (Ρούνεϊ Μάρα) μια αθώα εργαζόμενη του θιάσου που τον ερωτεύεται. Δεν χάνει ποτέ τον έλεγχο της κατάστασης, παρότι η συμπεριφορά του είναι ύποπτη και κανείς δεν δείχνει να τον εμπιστεύεται ολοκληρωτικά. «Είσαι ένα ίσως» του λέει μια «μάγισσα» του θιάσου (Τόνι Κολέτ). «Δεν υπάρχει ελπίδα με τους ίσως».
Ο Ντελ Τόρο κάνει μικρά θαύματα στο περιβάλλον του θιάσου: ο πλασματικός κόσμος του φτηνού, λαϊκού θεάματος που κτίζει με την συνδρομή των σκηνογράφων Ταμάρα Ντεμερέλ, Μπραντ Γκόρντον και Σον Σιό και του διευθυντή φωτογραφίας Νταν Λάουστσεν αγγίζει σχεδόν τα όρια του μεταφυσικού, γοητευτικά νοσηρός, φανταχτερά τρομαχτικός. Και όλοι οι β’ ρόλοι των εργαζομένων στον καρνάβαλο έχουν ξεχωριστή υπόσταση, μια πινακοθήκη ασυνήθιστων μορφών στο μεταίχμιο του γκροτέσκου και του πέρα για πέρα αληθινού (εκτός από τους προαναφερθέντες μνεία θα πρέπει να γίνει επίσης στον «μασίστα» του Ρον Πέρλμαν και τον νάνο του Μαρκ Ποβινέλι).
Ωστόσο αυτός ο κόσμος του μακιγιάζ και των πλαστών τεράτων θα είναι νηπιαγωγείο μπροστά σε αυτά που στροβιλίζονται στο τερατώδες μυαλό του Στάντον και που θα αρχίσουν να παίρνουν σάρκα και οστά στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν δύο χρόνια αργότερα, μαζί με την Μόλι θα βρεθεί στα art deco σαλόνια και στα πολυτελή καμπαρέ της πόλης ακολουθώντας την δική του διαδρομή ως σταρ του πνευματισμού. Στο δεύτερο μέρος ο Στάντον θα κολυμπήσει σε βαθιά νερά αντιμέτωπος με μια ψυχολόγο που αντιλαμβάνεται την νοσηρή φύση του και για τους δικούς της λόγους θέλει να την εκμεταλλευτεί. Η έξοχη αυτή femme fatale της Κέιτ Μπλάνσετ, ένα κράμα από Βερόνικα Λέικ και Λάνα Τέρνερ, φτιάχνει ένα ιδιότυπο ντουέτο με τον Κούπερ και το α λα Κλαρκ Γκέιμπλ μουστάκι του, κάτω από το οποίο κρέμεται διαρκώς ένα τσιγάρο.
Εμπνευσμένο από ένα μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» – που έχει γυριστεί ξανά για το σινεμά το 1946 από τον Εντμουντ Γκάουλντινγκ – μιλά για τον εφιάλτη που ορισμένες φορές βρίσκεται κρυμμένος πίσω από το αμερικανικό όνειρο, η κατάκτηση του οποίου μπορεί όντως να θρέψει τέρατα. Μιλά όμως και για μια από τις χειρότερες περιόδους της αμερικανικής Ιστορίας όπου όλα έμοιαζαν θολά και δυσνόητα, όταν το καλό θαρρείς ότι δεν υπήρχε καν ως έννοια (με την εξαίρεση της Μόλι δεν υπάρχει ούτε ένας χαρακτήρας με καλοσύνη στην ταινία). Το κακό κυριαρχεί παντού σαν να λέει ο Ντελ Τόρο, όχι όμως ηθικολογώντας εναντίον του – απλώς καταγράφοντάς το με πολύ επμνευσμένο, χορταστικό τρόπο.
Βαθμολογία: 4
ΑΘΗΝΑ: ΔΑΝΑΟΣ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ – ΕΛΛΗ – ZEA (ΠΕΙΡΑΙΑΣ) – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: VILLAGE – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – ΒΑΚΟΥΡΑ
«Γάζα αγάπη μου» (Gaza mon amour, Παλαιστίνη, 2020)
Δύσκολα μπορείς να συνδέσεις την έννοια του χιούμορ με μια περιοχή όπως η Γάζα, όμως τελικά το χιούμορ είναι το όπλο αυτής της ταινίας, στην οποία τα πολλά και διάφορα που συμβαίνουν δεν μπορούν παρά να σε φέρουν στο σημείο να μειδιάσεις – έστω μελαγχολικά. Ο παλιός ναυτικός (Σαλίμ Ντου) που έχει βρει στην θάλασσα ένα αρχαίο άγαλμα του Απόλλωνα και το κρύβει στην ντουλάπα του, η χήρα ράφτρα (Ιάμ Αμπάς) με την οποία προσπαθεί να φλερτάρει, η αδελφή του που θέλει να τον προξενέψει, ο αστυνομικός που προσεύχεται την ώρα της ανάκρισης, ο πολιτικός κόσμος που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί οικονομικώς το άγαλμα, ακόμα και κάποιες σκηνές μέσα στο μπακάλικο όπου συχνάζει ο ναυτικός, είναι ψηφίδες που φτιάχνουν τον μικρόκοσμο μιας ταινίας που θαρρείς ότι θέλει να πει ότι ακόμα και στην Γάζα η καθημερινότητα παραμένει καθημερινότητα, με τα ευτράπελα αλλά και την κανονικότητά της. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι το σενάριο της ταινίας των αδελφών σκηνοθετών Άραμπ και Ταρζάν Νάσερ είναι βασισμένο σε αληθινά περιστατικά που συνέβησαν στην Γάζα το 2014. Να σημειωθεί επίσης ότι αυτή η τρυφερή και πολύ αισιόδοξη «εναλλακτική έκπληξη» υπήρξε η επίσημη πρόταση της Παλαιστίνης για το Οσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ – ΔΙΑΝΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΦΑΡΓΚΑΝΗ
«Ερημη χώρα» (Dashte Khamoush, Ιράν, 2020)
Η δεύτερη εναλλακτική ταινία της ίδιας εβδομάδας προέρχεται από το Ιράν και αποτελεί την δεύτερη προσπάθεια στην μεγάλου μήκους παραγωγή του Αχμάντ Μπαχραμί μετά την «Panah», παρακολουθούμε τα δρώμενα που λαμβάνουν χώρα σε ένα εργοστάσιο οικοδομικών υλικών το οποίο πρόκειται να κλείσει αφού το τούβλο δεν είναι πλέον απαραίτητο και έχει αντικατασταθεί από άλλα, πιο σύγχρονα υλικά. Πυρήνας της ιστορίας, ο επιστάτης του εργοστασίου (Αλί Μπαγκχερί), ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους εργάτες που δεν τον συμπαθούν και το αφεντικό. Οι διασταυρούμενες και στην εντέλεια ισορροπημένες ιστορίες των εργατών σε συνάρτηση με το αφεντικό και τον επιστάτη, δημιουργούν το κλίμα της παράξενης αυτής ταινίας που είναι φτιαγμένη από έναν σκηνοθέτη ο οποίος έχει στο μυαλό του την ποιητική φόρμα σκηνοθετών όπως ο Αμπάς Κιαροστάμι (1940- 2016) και ο Μοχσέν Μαχμαλμπάφ των μεγάλων δασκάλων του «νέου κύματος» του ιρανικού κινηματογράφου που αναπτύχθηκε στην δεκαετία του 1990. Συγχρόνως, με ένα δικό του, προσωπικό τρόπο, ο Μπαχραμί υποκλίνεται σε ένα αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, το «Ρασομον» του Ακίρα Κουροσάβα όπου το ίδιο γεγονός αποδίδεται διαφορετικά από αυτούς που το έζησαν. Οι αργοί, εσωτερικοί ρυθμοί, τα κάδρα που αιχμαλωτίζουν την ματιά και μια άνευ προηγουμένου ασπρόμαυρη φωτογραφία μετατρέπουν την παρακολούθηση αυτής της ταινίας σε μια ασυνήθιστη εμπειρία.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΤΡΙΑΝΟΝ– ΔΙΑΝΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
«Latin Noir» (Ελλάδα, 2021)
Λάτρης του ξένου αστυνομικού μυθιστορήματος και εξαιρετικός μεταφραστής του στα ελληνικά, συγγραφέας ο ίδιος καθώς επίσης και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, ο Ανδρέας Αποστολίδης ταξίδεψε σε χώρες της λατινικής Αμερικής προκειμένου να συναντηθεί με σημαντικούς εκπροσώπους της εκεί αστυνομικής λογοτεχνίας, να συλλέξει απόψεις και να τις «δέσει» στο ντοκιμαντέρ «Latin Noir» (Ελλάδα, 2021). Στις περισσότερες περιπτώσεις των μυθιστορημάτων του λατινοαμερικανικού noir – και ανεξαρτήτως χώρας καταγωγής του κάθε συγγραφέα – το έγκλημα και η έρευνα είναι το πρόσχημα ώστε ο δημιουργός να σχολιάσει το «ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο» των χωρών μιας ηπείρου που έχει μαστιγωθεί και ταλαιπωρηθεί αλύπητα από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, την άνευ όρων βία, τις εν ψυχρώ δολοφονίες, το αδικαιολόγητο μίσος. Αυτό είναι το συμπέρασμα που πηγάζει από την θαυμάσια δουλειά του λιτού αλλά περιεκτικού αυτού πονήματος, που τελικά δεν αφορά μόνον τους φαν του είδους αλλά όλους μας. Γιατί στην ουσία, η μυθοπλασία των Ροντρίγκο Ρονκαλιόλιο (Περού), Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο (Μεξικό), Λουίς Σεπούλβεδα (Χιλή), Λεονάρντο Παδούρα (Κούβα) και Κλάουντια Πινέιρο (Αργεντινή) είναι η αντανάκλαση της ιστορίων των χωρών τους και αυτή η ιστορία διαπερνά σαν σφαίρα τα 57′ του ντοκιμαντέρ.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΔΑΝΑΟΣ
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
Οι «Σκηνές από ένα γάμο» (Scener ur ett äktenskap, Σουηδία, 1974) του Ινγκμαρ Μπέργκμαν είναι η προσεκτική και επίπονη μελέτη της σχέσης ενός παντρεμένου ζευγαριού σε κρίση (Ερλαντ Γιόζεφσον – Λιβ Ούλμαν) κατά την διάρκεια 10 ετών.
Το σενάριο, γραμμένο φυσικά από τον Μπέργκμαν, είναι μοιρασμένο σε έξι κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο ήταν ένα επεισόδιο από την τηλεοπτική μίνι σειρά η οποία γυρίστηκε για τη σουηδική τηλεόραση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αργότερα ο Μπέργκμαν συμπύκνωσε το υλικό του και με νέο μοντάζ του έδωσε κινηματογραφική μορφή: αυτή η κόπια προβάλλεται τώρα. Ο κορυφαίος σουηδός δημιουργός, χρησιμοποίησε προσωπικά στοιχεία από τις θυελλώδεις σχέσεις του και μίλησε για μια σχεδόν σαδομαζοχιστική κατάσταση που βιώνουν δύο άνθρωποι, οι οποίοι, με πολύ απλά λόγια, «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε». Ακόμη και σήμερα, η ειλικρίνεια των «Σκηνών» σπάει κόκαλα. Ο χρόνος δεν έχει αφήσει πουθενά τα ίχνη του σε αυτό το αριστούργημα που αφορά τον καθέναν μας και που προσφάτως ξαναγυρίστηκε α αλα αμερικανικά, μια παραγωγή του NETFLIX με τους Οσκαρ Αϊζακ και Τζέσικα Τσαστέιν.
Βαθμολογία: 9
ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΟΡ – AΝΔΟΡΑ