Η είδηση ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ εκτινάχθηκε στο 7% τον Δεκέμβριο, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 1982, δηλαδή ρεκόρ 40 ετών, και το γεγονός ότι και ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη ακολουθεί την ίδια τάση και ανέβηκε στο 5%, δεν μπορεί να περνά από κανέναν απαρατήρητη. Πολύ περισσότερο από τους ασκούντες οικονομική πολιτική, οι οποίοι καλούνται να πάρουν αποφάσεις για τα δημόσια οικονομικά και το εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο πλήττεται σε βαθμό ανάλογο της εποχής των μνημονίων.
Για να είμαστε σαφείς, η πληθωριστική έκρηξη φέρνει τις μεγάλες οικονομίες στην αρχή ενός νέου κύκλου που τα βασικά του χαρακτηριστικά θα είναι η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού και ο περιορισμός της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, με ό,τι αυτό θα σημάνει για την αναπτυξιακή πορεία κάθε οικονομίας που στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην κατανάλωση απ’ ό,τι στις εξαγωγές και στις επενδύσεις.
Ηδη το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα αυξήθηκε (από 0,53% που ήταν η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου τον περασμένο Αύγουστο, στο 1,55%) προτού ακόμη οι κεντρικές τράπεζες σφίξουν τα λουριά της νομισματικής χαλάρωσης και ανεβάσουν τα επιτόκια. Την ίδια ώρα για τα νοικοκυριά έχουν μηδενιστεί οι αποδόσεις των καταθέσεων, οι μισθοί και οι αμοιβές στο Δημόσιο και στους συνταξιούχους παραμένουν παγωμένοι για δέκατη χρονιά (μετά τις περικοπές των μνημονίων), ενώ στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορεί να λογιστεί ως αύξηση το 2% στον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ του Ιανουαρίου.
Οι συνθήκες αυτές έχουν δημιουργήσει δραματικές συνθήκες για πολλά φτωχά νοικοκυριά, αφόρητη πίεση στη μεσαία τάξη που δίνει έναν ακόμη αγώνα επιβίωσης εν μέσω πανδημίας και δυσαρέσκεια στις εύπορες κοινωνικές ομάδες, που ναι μεν αντέχουν το βάρος των λογαριασμών ενέργειας αλλά δεν βλέπουν προοπτική αν δεν μειωθούν τα φορολογικά τους βάρη και δεν εξασφαλίσουν αποδόσεις στις καταθέσεις και στην περιουσία τους.
Οι επιλογές λοιπόν των οικονομικών υπουργών για επιδοτήσεις-«ασπιρίνες» στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και του φυσικού αερίου αντί της λύσης σταθεροποίησης του επιπέδου των τιμών της ενέργειας μέσω μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης και τα επιχειρήματα τύπου «ο πληθωρισμός θα είναι παροδικό φαινόμενο» που αποδείχθηκαν έωλα, δημιουργούν πέραν της δυσαρέσκειας ένα μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης για τη φαντασία και τον ρεαλισμό της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής.
Δυστυχώς οι αποφάσεις που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα νοικοκυριά και να δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία όπως η ουσιαστική αύξηση των κατώτατων αμοιβών εργασίας, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους μισθούς και η μείωση των φορολογικών συντελεστών στα εισοδήματα με κορυφαία την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς που έχει μείνει από την εποχή των μνημονίων, σχεδιάζονται για το 2023 ώστε να υπηρετήσουν τις ανάγκες του εκλογικού κύκλου.
Μέχρι τότε όμως, μπορεί να είναι αργά και για την κυβέρνηση.