Με στόχο τον δανεισμό 2,5-3,5 δισ. ευρώ βγαίνει στις αγορές η Ελλάδα κάνοντας πρεμιέρα το 2022 με την έκδοση ενός νέου 10ετούς ομολόγου. Το δρόμο άνοιξε η αναβάθμιση των προοπτικών από τον οίκο αξιολόγησης Fitch, αλλά και το μικρότερο κατά 2 δισ. ευρώ έλλειμμα για το 2021. Ο τίτλος λήγει το 2032 και εκτός απροόπτου το βιβλίο προσφορών ανοίγει σήμερα όπου την έκδοση θα τρέξουν οι έξι τράπεζες αναδόχους -Barclays, Commerzbank, Eurobank, Morgan Stanley, Nomura και Societe Generale.
Η επόμενη κίνηση
Με σύμμαχο την ισχυρή στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το κόστος δανεισμού βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, όπου κατά την έκδοση του 10ετούς ομολόγου πέρσι το 2021 το επιτόκιο διαμορφώθηκε σε ιστορικά χαμηλά 0,8%. Οι αναλυτές βλέπουν πως φέτος το κόστος δανεισμού για τις χώρες της Ευρωζώνης θα είναι συγκριτικά αυξημένο κυρίως λόγω του πληθωρισμού. Η επόμενη κίνηση του ελληνικού δημοσίου αναμένεται προς την άνοιξη καθώς οι αναλυτές αναμένουν να ακολουθήσει ένα νέο 5ετές τον Μάρτιο για την άντληση 1,5 δισ. ευρώ, ενώ το πρώτο τρίμηνο θα ολοκληρωθεί με το re-opening του 30ετούς ομολόγου για την άντληση 1 δισ. Ευρώ. Για εφέτος, οι πληροφορίες δείχνουν ότι η Ελλάδα θα δανειστεί 10 – 12 δισ. ευρώ με την έκδοση βραχυπρόθεσμων και μακροχρόνιων ομολόγων, ενώ την ίδια ώρα ο ΟΔΔΗΧ προετοιμάζει και το πρώτο “πράσινο” ομόλογο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Από το υπουργείο Οικονομικών έχει σχεδιαστεί ένας δρόμος κινήσεων με κύριο στόχο την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία ίσως και νωρίτερα από τον Ιούνιο, την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του πρώτου Μνημονίου – ΔΝΤ (περί τα 7 δισ. ευρώ), την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023 και ταυτόχρονα να εφαρμοστεί αποτελεσματικό το σχέδιο από το Ταμείο Ανάκαμψης και η σταδιακή επιστροφή σε πλεονάσματα με ταυτόχρονη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Βασικό όχημα αποτελεί η πρόβλεψη για ισχυρή συσσωρευτική ανάπτυξη 11,7% στη διετία 2021-2022, τα υψηλά σχετικά ταμειακά διαθέσιμα που ανέρχονται σε πάνω από 32 δισ ευρώ και η μέχρι στιγμής θετική πορεία του κρατικού προϋπολογισμού με την υπέρβαση των στόχων στα έσοδα.
Μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο κατ΄ εξαίρεση συμμετέχουν τα ελληνικά ομόλογα ελλείψει της επενδυτικής βαθμίδας, η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει τίτλους ύψους 35 δισ. Ευρώ. Κατά το 2021 η Ελλάδα βγήκε στις αγορές με ομόλογα 5ετούς, 10ετούς και 30ετούς διάρκειας, αντλώντας συνολικά πάνω από 15 δισ. Ευρώ και μέσω του private placement του 30ετούς ομολόγου.
Ειδικότερα, τον Ιανουάριο του 2021 η Ελλάδα προχώρησε σε επανέκδοση τριακονταετούς ομολόγου ονομαστικής αξίας 1, 4 δισ. ευρώ και αξίας διακανονισμού 2,027 δισ. ευρώ με ιδιωτική τοποθέτηση. Ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2021 κοινοπρακτική έκδοση δεκαετούς ομολόγου ύψους 3,500 δισ. ευρώ, με σταθερό επιτόκιο 0,75% και τον Μάρτιο του 2021 κοινοπρακτική έκδοση τριακονταετούς ομολόγου ύψους 2,5 δισ. ευρώ, με σταθερό επιτόκιο 1,875%.Τον Μάιο του 2021 πραγματοποιήθηκε κοινοπρακτική έκδοση πενταετούς ομολόγου ύψους 3 δισ. ευρώ με μηδενικό επιτόκιο και τον Ιούνιο του 2021 ακολούθησε η κοινοπρακτική επανέκδοση του δεκαετούς ομολόγου ύψους 2,5 δισ. Ευρώ με απόδοση 0,888%. Τον Σεπτέμβριο του 2021 έγινε διπλή επανέκδοση του πενταετούς και του τριακονταετούς ομολόγου ύψους 1,5 και 1 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, με απόδοση 0,020% και 1,675%.
Οι αξιολογήσεις
Υπενθυμίζεται ότι το 2021 οίκος S&P έχει αναβαθμίσει την χώρα στο BB, ενώ στην ίδια κλίμακα ΒΒ είναι η αξιολόγηση του οίκου Fitch, ο οποίος αναβάθμισε τον Ιανουάριο του 2022 τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Χαμηλότερη είναι η αξιολόγηση του Moody’s, στο Ba3 με σταθερές προοπτικές. Το περσινό φθινόπωρο μπήκε πολύ θετικά καθώς ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar και προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά ένα σκαλοπάτι σε ΒΒ από ΒΒ (Low), με θετικές προοπτικές. Είχε προηγηθεί μια εβδομάδα πριν η αναβάθμιση από τη «Scope Ratings» ( ΒΒ+ από ΒΒ) που έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Υπενθυμίζεται στο προηγούμενο ραντεβού η Moody’s είχε τηρήσει «σιγή ιχθύος», δηλαδή σε εκείνο του Μαΐου, με την αξιολόγηση της Ελλάδας από τον οίκο να μην έχει αλλάξει από τον Νοέμβριο του 2020 όταν είχε προβεί σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα, από το Β1, με θετικές προοπτικές.