Όλοι λίγοι πολύ έχουμε ακούσει για τη θεωρία της εξαφάνισης των δεινοσαύρων -και, μαζί με αυτούς, πολλών άλλων ειδών- από την πρόσκρουση ενός αστεροειδούς στη Γη.
Αυτά, πριν από 66.000.000 χρόνια…
Λίγοι πιθανόν γνωρίζουν ότι έκτοτε έχουν μεσολαβήσει άλλες 5 μαζικές εξαφανίσεις της βιοποικιλότητας στον πλανήτη, από ακραία φυσικά φαινόμενα.
Και ελάχιστοι είναι αυτοί που -όπως προειδοποιούν όλο και περισσότεροι ειδικοί και καταγράφει μια νέα μελέτη– έχουν επίγνωση ότι σήμερα βιώνουμε μια έκτη. Και δη πρώτη στα χρονικά που προκαλείται εξ ολοκλήρου από τις δικές μας πράξεις, ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής.
Αυτή τη φορά μάλιστα, όπως επισημαίνεται στην επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Biological Reviews, οι ρυθμοί είναι ανησυχητικά επιταχυνόμενοι.
Έρποντας… στην καταστροφή
Οι συντάκτες της μελέτης -βιολόγοι από το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού και το Πανεπιστήμιο της Χαβάης στη Μάνοα- υπολογίζουν ότι από το 1500 έως σήμερα, έχουν εξαφανιστεί μεταξύ 7,5-13% από τα 2 εκατομμύρια γνωστά είδη.
Πολύ περισσότερα, δηλαδή, από το 0,04% που εκτιμά η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN).
«Οι δραστικά αυξημένοι ρυθμοί εξαφάνισης ειδών και η μείωση της αφθονίας πολλών πληθυσμών ζώων και φυτών είναι καλά τεκμηριωμένα, ωστόσο ορισμένοι αρνούνται ότι αυτά τα φαινόμενα ισοδυναμούν με μαζική εξαφάνιση», λέει ο Ρόμπερτ Κάουι, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας.
«Αυτή η άρνηση βασίζεται σε μια προκατειλημμένη αξιολόγηση της κρίσης, που επικεντρώνεται στα θηλαστικά και τα πτηνά και αγνοεί τα ασπόνδυλα, τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της βιοποικιλότητας», επισημαίνει (υπολογίζεται ότι αποτελούν περίπου το 95-97% των γνωστών ζωικών ειδών).
«Η συμπερίληψη των ασπόνδυλων ήταν το κλειδί για να επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε πράγματι μάρτυρες της έναρξης της έκτης μαζικής εξαφάνισης στην ιστορία της Γης», υποστηρίζει ο Κάουι.
«Τα τρέχοντα ποσοστά εξαφάνισης, ειδικά μεταξύ των χερσαίων ασπόνδυλων, είναι πολύ υψηλότερα από το φυσικό ποσοστό εξαφάνισης», αναφέρεται χαρακτηριστικά στα συμπεράσματα της εν λόγω μελέτης.
Η απειλή, διαπίστωσε η επιστημονική ομάδα, είναι μικρότερη για τα θαλάσσια είδη. Στη δε ξηρά, καταγράφεται πιο αυξημένη για την πανίδα, απ’ ότι για τη χλωρίδα, κυρίως στα νησιά.
Ως βασικοί παράγοντες αναφέρονται η εισαγωγή ξένων ειδών σε παρθένους βιότοπους και η διαταραχή της ισορροπίας των οικοσυστημάτων, η καταστροφή δασών για τη μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οι εκπομπές ρυπογόνων αερίων, πρωτίστως διοξειδίου του άνθρακα, που προκαλούν την κλιματική αλλαγή.
Ο κίνδυνος, προειδοποιούν οι συντάκτης της μελέτης, σαφώς δεν περιορίζεται μόνο στα ζώα και στα φυτά, αλλά θα αγγίξει πια τους ανθρώπους, καθώς επιτείνει την επισιτιστική επισφάλεια στον πλανήτη.
«Ηθικά απαράδεκτο»
Δεδομένου ότι «η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα της επιλογής», η αδιαφορία μπροστά την εν εξελίξει αυτή καταστροφή είναι «ηθικά απαράδεκτη», τονίζουν οι ερευνητές.
«Οι άνθρωποι είναι το μόνο είδος ικανό να χειριστεί τη βιόσφαιρα σε μεγάλη κλίμακα», εξηγεί ο Ρόμπερτ Κάουι.
«Δεν είμαστε απλώς ένα άλλο είδος που εξελίσσεται απέναντι σε εξωτερικές επιρροές. Αντίθετα, είμαστε το μόνο είδος που έχει συνειδητή επιλογή για το μέλλον μας και τη βιοποικιλότητα της Γης».
«Η άρνηση της κρίσης, η αποδοχή της και η μη ανάληψη δράσης ή η χειραγώγησή της προς ένα αβέβαιο όφελος για τους ανθρώπους -που αναμφίβολα ορίζεται από πολιτικούς και επιχειρηματικά συμφέροντα- αποτελεί κατάργηση της ηθικής ευθύνης», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της μελέτης.
«Οι καλές ιδέες για δράση είναι άφθονες και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη δημιουργία προστατευόμενων περιοχών έως τη φορολογία και την πράσινη γεωργία, φαίνεται όμως ότι λείπει η πολιτική βούληση», αναφέρουν.
Ακόμη και με τα υφιστάμενα προγράμματα και πρωτοβουλίες, εκτιμούν, δεν μπορούν να προστατευτούν όλα τα υπό εξαφάνιση είδη.
Ως εκ τούτου, δηλώνουν «απαισιόδοξοι για την βιοποικιλότητα του πλανήτη, μεγάλο μέρος της οποίας θα εξαφανιστεί χωρίς καν να γνωρίζουμε την ύπαρξή του».
Και απευθύνουν έκκληση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα να συλλέξει και να τεκμηριώσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για τα απειλούμενα είδη, προτού είναι πια πολύ αργά για να μελετηθούν.