«Η Ρούνεϊ είναι ένα πολύ όμορφο κορίτσι, είναι όμως και… αγόρι. Θυμίζει ταυτοχρόνως την Οντρεϊ Χέπμπορν και τον Σιντ Βίσιους». Ο χαρακτηρισμός του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φίντσερ για την ηθοποιό Ρούνεϊ Μάρα – αλλά και ο λόγος για τον οποίο πριν από σχεδόν 12 χρόνια την επέλεξε για τον ρόλο της Λίζμπεθ Σαλάντερ, γνωστής και ως «Το κορίτσι με το τατουάζ», στην αμερικανική μεταφορά του πασίγνωστου μυθιστορήματος του Στιγκ Λάρσον στη μεγάλη οθόνη – δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχος. Οντως, χωρίς να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια, η Ρούνεϊ Μάρα μπορεί και μεταμορφώνεται, ένα πρόσωπο γεμάτο γωνίες (πιγούνι, μύτη, αφτιά, ζυγωματικά), όχι πανέμορφο αλλά πολύ εκφραστικό. Τα σκούρα μαλλιά της, κολλημένα συνήθως προς τα πίσω, δεμένα κότσο, δίνουν την εντύπωση ότι το κρανίο της είναι γυμνό, με μια μαύρη επίστρωση. Το στόμα της μια λεπτή κόκκινη γραμμή που σπανίως «σπάει» σε χαμόγελο.
Αυτή είναι γενικότερα η εικόνα που έχει «βγάλει» στη μεγάλη οθόνη, σε ταινίες όπως η «Carol» (2015) ή η «Μαρία Μαγδαληνή» (2018). Τρανό παράδειγμα και η τελευταία δουλειά της Μάρα που βλέπουμε στην Ελλάδα, «Το μονοπάτι των χαμένων ψυχών» («Nightmare Alley»), σε σκηνοθεσία του Γκιγέρμο ντελ Τόρο (από τις 20 Ιανουαρίου σε διανομή Feelgood Entertainment), όπου υποδύεται τη μία από τις τρεις γυναικείες ηρωίδες – οι άλλες δύο είναι η Κέιτ Μπλάνσετ και η Τόνι Κολέτ. Το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» είναι η ιστορία του Σταν (Μπράντλεϊ Κούπερ), ενός επικίνδυνου τυχοδιώκτη στην Αμερική του Μεσοπολέμου, ο οποίος παρασύρει μαζί του τη Μόλι (Μάρα), το αθώο, απροστάτευτο κορίτσι που εργάζεται στο περιoδεύον λούνα παρκ, όπου ο πρώτος, στην αρχή της ταινίας, βρίσκει καταφύγιο.
Μιλώντας προσφάτως σε διαδικτυακή συνέντευξη για την ταινία και τη συνεργασία της με τον Γκιγέρμο ντελ Τόρο, η Ρούνεϊ Μάρα αναφέρθηκε στις «πανέμορφες βιογραφίες» που ο μεξικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του «Λαβυρίνθου του Πάνα» (2006) και της «Μορφής του νερού» (2017) γράφει για τον κάθε ήρωα και την κάθε ηρωίδα όλων των ταινιών του. «Κάτι τέτοιο δεν το συναντάς συχνά, να διαβάζεις δηλαδή ένα βιογραφικό της ηρωίδας που πρόκειται να υποδυθείς» είπε η Μάρα. «Ηταν εκείνο που μου έκανε «κλικ», ίσως επειδή σε αυτό το βιογραφικό διάβασα μικρές λεπτομέρειες, ασήμαντες ίσως για τους άλλους, που όμως με βοήθησαν να καταλάβω πώς ακριβώς αισθάνεται αυτό το πρόσωπο που θα υποδυόμουν. Πιστεύω ακράδαντα ότι σε κάθε ρόλο οι λεπτομέρειες είναι που κάνουν τη διαφορά και για εμένα τουλάχιστον αποτελούν σημαντικό κίνητρο για να τον αναλάβω».
Από εκεί και πέρα είναι δική της δουλειά να διαμορφώσει την ηρωίδα όπως εκείνη πιστεύει ότι θα της ταιριάζει. Αυτό συνέβη και στο «Κορίτσι με το τατουάζ» (2011) όπου, εφόσον η Μάρα ήταν η ηρωίδα του τίτλου της ταινίας, κατά μια έννοια ήταν η ίδια η… ταινία. Από τα πρώτα κιόλας δοκιμαστικά, ο Ντέιβιντ Φίντσερ ήξερε ότι μπορούσε να παραδώσει τον ρόλο της παγωμένης, ψυχικά κλονισμένης μα και αποφασιστικής ερευνήτριας Λίζμπεθ Σαλάντερ στη Ρούνεϊ Μάρα και να την αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ο Φίντσερ της ζήτησε να μπει μέσα στα πιο σκοτεινά, δυσάρεστα και ενοχλητικά σοκάκια της ψυχής μιας γυναίκας με μυστηριώδες, ερεβώδες παρελθόν. «Μπες μέσα και βρες τον πόνο της, μπες και προκάλεσέ της πόνο» της είχε πει ο Φίντσερ. «Κάν’ το απελπιστικό, μην το εκλογικεύεις, μη χρησιμοποιήσεις πονηρές τεχνικές ηθοποιών ή άλλα φυσικά εργαλεία για να έρθεις σε επαφή με το κοινό. Μην κοιτάζεις τίποτε στα μάτια. Απλώς κάν’ το».
Η Μάρα το έκανε γιατί μπορούσε να το κάνει και έτσι κέρδισε τις εντυπώσεις, την αναγνώριση, τη φήμη και μια θέση ανάμεσα στις πολλά υποσχόμενες νέες ηθοποιούς της γενιάς της (γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1985). Αυτό που επίσης κέρδισε ήταν μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου. Η Ρούνεϊ Μάρα έγινε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα από έναν πολύ δύσκολο ρόλο, κινηματογραφική σταρ.
Ταξίδια στον κόσμο και στους ρόλους
Η Πατρίσια Ρούνεϊ Μάρα ήθελε να ερμηνεύει ρόλους από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Στη γενέτειρά της, το Μπέντφορντ της Νέας Υόρκης, μεγάλωσε με μια μητέρα που αγαπούσε τις τέχνες (το όνομα Ρούνεϊ της Μάρα είναι το πατρώνυμο της μητέρα της). Πήγαιναν μαζί στο θέατρο ή σε κινηματογραφικές αίθουσες – κυρίως εκείνες που πρόβαλλαν παλιές ταινίες. Αν τη ρωτήσετε για μια κινηματογραφική σκηνή που έχει χαραχθεί για πάντα στη μνήμη της, η Μάρα θα μνημονεύσει μια υπέροχη ταινία, το «Χάρτινο φεγγάρι» (1973) του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, η οποία τοποθετείται στην εποχή της οικονομικής ύφεσης, στην Αμερική της δεκαετίας του 1930, και αναφέρεται στην ιστορία ενός άνεργου πατέρα και της ανήλικης κόρης του που υποδύονται ο Ράιαν Ο’ Νιλ και η πραγματική κόρη του Τέιτουμ.
Η Μάρα εντυπωσιάστηκε από μια σκηνή στην οποία πατέρας και κόρη τσακώνονται στον δρόμο, ώσπου τελικά τα βρίσκουν.
«Το θέμα είναι ότι όλο αυτό το κλίμα του θεάματος με ευχαριστούσε» έχει εξομολογηθεί η Μάρα, η οποία σύντομα άρχισε να ασχολείται με το ερασιτεχνικό θέατρο, χωρίς όμως να θέλει να γίνει αυτό που λέμε παιδί-ηθοποιός. Επρεπε πρώτα να τελειώσει το σχολείο και προτού αρχίσει να παίζει όφειλε να αποκτήσει «τις φυσιολογικές εμπειρίες ζωής που νομίζω ότι τελικά βοηθούν πολύ σε αυτό το επάγγελμα». Γράφτηκε στο «Ταξιδιωτικό Σχολείο» (Traveling School) και άρχισε τις εξορμήσεις. Η Λατινική Αμερική την ενθουσίασε. Βολιβία, Εκουαδόρ, Περού: «Το να ανακαλύπτεις τον αρχαίο πολιτισμό των Ινκας στο Μάτσου Πίτσου στο Περού και συγχρόνως να διαβάζεις σχετικά βιβλία ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις». Η ιδέα της επαγγελματικής ενασχόλησης με την υποκριτική άρχισε να απασχολεί τη Μάρα περίπου στα 19 με 20 της χρόνια, οπότε άρχισε τις δειλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές, όπως π.χ. το «Νόμος και τάξη».
Στην περίπτωση της Μόλι στο «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών», το όμορφο στοιχείο της ηρωίδας που συγκίνησε τη Μάρα «ήταν η ικανότητά της να προσφέρει αγάπη και συμπόνια σε όλους. Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της με τον Σταν, ακόμα και στα λάθη του. Είναι πολύ σημαντικό – και εξαιρετικά σπάνιο – να μπορείς να αγαπάς κάποιον ολοκληρωτικά, με όλα τα ελαττώματά του».
Από τα πολύ νεανικά της χρόνια η Ρούνεϊ Μάρα είχε επιλέξει να μην εκτίθεται και να μην εμφανίζεται όπου (και σε ό,τι) να ‘ναι – δεν είναι τυχαίο που οι μεγάλου μήκους κινηματογραφικές ταινίες της δεν ξεπερνούν τις 25 και ότι η τελευταία της πριν από το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» είναι η «Μαρία Μαγδαληνή», παραγωγής 2018.
Ακόμα και σήμερα, στα 36 της, νιώθεις τη συστολή της ενώ μιλάει, λες και πιέζεται από κάτι. Η ίδια το αρνείται. «Πέραν των επαγγελματικών υποχρεώσεων που έχω απέναντι στους εκάστοτε συνεργάτες μου, οι οποίες πράγματι μπορούν να μου προκαλέσουν πίεση, ποτέ δεν ένιωσα να μου ασκείται πίεση από κάτι. Δεν νομίζω ότι με ενδιέφερε ποτέ να αποδείξω κάτι στον κόσμο. Νιώθω ότι είναι κάτι πιο προσωπικό, έχει δηλαδή να κάνει με την ιδιοσυγκρασία μου, δεν είναι αυτό που λέμε «πίεση από την κοινωνία»».