Πολλοί άνθρωποι χάνουν την όσφρησή τους όταν μολύνονται από την Covid-19. Η απάντηση στο ερώτημα, γιατί κάποιοι από όσους νόσησαν με το νέο κορωνοϊό βιώνουν αυτή την ιδιαίτερα δυσάρεστη απώλεια, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσαν ειδικοί, βρίσκεται σε γενετικούς παράγοντες.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε σήμερα, Δευτέρα, στο επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics ταυτοποίησε έναν γενετικό παράγοντα, ο οποίος συνδέεται με την απώλεια όσφρησης μετά από μόλυνση Covid. Πρόκειται για μία ανακάλυψη που φέρνει τους ειδικούς πιο κοντά στην κατανόηση του περίπλοκου αυτού μοτίβου και ενδεχομένως να ανοίξει τον δρόμο και προς πιθανές θεραπείες.
Έξι μήνες μετά τη μόλυνση από Covid-19, σύμφωνα με στοιχεία του NBC News, περίπου 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ εξακολουθούν να υποφέρουν από απώλεια ή αλλοίωση της όσφρησης. Η ακριβής αιτία παραμένει άγνωστη, αλλά οι επιστήμονες πιστεύουν ότι προέρχεται από τη ζημιά που προκαλείται στα μολυσμένα κύτταρα σε μια συγκεκριμένη περιοχή της μύτης, γνωστή και ως οσφρητικό επιθήλιο. Αυτά τα κύτταρα προστατεύουν τους οσφρητικούς νευρώνες, οι οποίοι επιτρέπουν στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν τις οσμές.
«Πώς πηγαίνουμε από τη μόλυνση στην απώλεια όσφρησης, παραμένει ασαφές», αναφέρει ο Δρ. Τζάστιν Τέρνερ, αναπληρωτής καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
«Τα αρχικά στοιχεία δείχνουν ότι τα υποστηρικτικά κύτταρα του οσφρητικού επιθηλίου είναι εκείνα που μολύνονται περισσότερο από τον ιό, και πιθανόν αυτό οδηγεί στον θάνατο των ίδιων των νευρώνων», τόνισε. «Αλλά δεν ξέρουμε στα αλήθεια γιατί και πότε συμβαίνει αυτό και γιατί φαίνεται φαίνεται να συμβαίνει περισσότερο σε συγκεκριμένα άτομα».
Ένας γενετικός παράγοντας κοντά σε δύο οσφρητικά γονίδια, σχετίζεται με την απώλεια όσφρησης και γεύσης από Covid, σύμφωνα με τη μελέτη. Ο εν λόγω παράγοντας έχει να κάνει με τη σταθερή θέση ενός γονιδίου σε ένα χρωμόσωμα.
Αυτός ο γενετικός παράγοντας κινδύνου αυξάνει κατά 11% την πιθανότητα ένα άτομο που έχει μολυνθεί από κορωνοϊό, να παρουσιάσει απώλεια όσφρησης ή γεύσης.
Επιπλέον, ενώ ορισμένες εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι 4 στους 5 ασθενείς με Covid ανακτούν αυτές τις αισθήσεις, η έρευνα δείχνει ότι η επίμονη αδυναμία ή η μειωμένη ικανότητα όσφρησης και γεύσης επηρεάζει τις σχέσεις, τη σωματική υγεία και την ψυχολογική ευεξία.
Οι ερευνητές συνέκριναν επίσης τις γενετικές διαφορές μεταξύ ατόμων που έχασαν την όσφρησή τους από το μόλυνση και εκείνους που δεν εκδήλωσαν αυτό το σύμπτωμα, και βρήκαν μια περιοχή του γονιδιώματος που σχετίζεται με αυτό τον διαχωρισμό, η οποία βρίσκεται κοντά σε δύο γονίδια, το UGT2A1 και το UGT2A2. Και τα δύο αυτά γονίδια βρίσκονται στον ιστό της μύτη που σχετίζεται με τη μυρωδιά και παίζει ρόλο στον μεταβολισμό των οσμών.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι οι Αφροαμερικανοί ή τα άτομα με καταγωγή από την Ανατολική Ασία, ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να αναφέρουν απώλεια όσφρησης ή γεύσης. «Η αιτία δεν είναι ακόμη γνωστή», αλλά, σύμφωνα με τον Άνταμ Ότον, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. Η ομάδα των ερευνητών επισημαίνει, ωστόσο, ότι η μελέτη δείχνει μια προκατειλημμένη εικόνα για την περίπτωση των ανθρώπων ευρωπαϊκής καταγωγής, λόγω περιορισμένων στοιχείων.
Τα ευρήματα της μελέτης μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς με δύο τρόπους, αναφέρει η Ντανιέλ Ριντ, αναπληρώτρια διευθύντρια του Monell Chemical Senses Center, η οποία μελετά τις διαφορές από άτομο σε άτομο σε ό,τι αφορά την απώλεια της όσφρησης και γεύσης λόγω Covid και δεν συμμετείχε στη νέα έρευνα.
Πρώτον: «Βοηθάει στο να απαντηθεί η ερώτηση ‘γιατί εγώ’ σε ό,τι αφορά την απώλεια όσφρησης και γεύσης από Covid», εξηγεί. «Σε κάποιους συμβαίνει και σε κάποιους άλλους όχι. Τα γενετικά χαρακτηριστικά ίσως εξηγούν εν μέρει το γιατί».
Δεύτερον, η μελέτη μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να βρουν θεραπείες. Οι αρχικές έρευνες δείχνουν ότι η απώλεια αυτών των αισθήσεων σχετίζεται με μια «αποτυχία σε ό,τι αφορά την προστασία των αισθητηρίων κυττάρων της μύτης και της γλώσσας από ιογενή λοίμωξη», αναφέρει η Ριντ.
«Αυτή η μελέτη όμως δείχνει μια διαφορετική κατεύθυνση», σημειώνει. «Οι οδοί που διασπούν τις χημικές ουσίες, οι οποίες προκαλούν γεύση και όσφρηση, εξαρχής μπορεί να είναι υπολειτουργικές ή υπερβολικά λειτουργικές, μειώνοντας ή αλλοιώνοντας την ικανότητα γεύσης και όσφρησης».