Είναι ένα βροχερό πρωινό στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου και μια νεαρή μαντιλοφορεμένη γυναίκα, η Λίλι, διασχίζει ταραγμένη τους δρόμους έχοντας στο καροτσάκι τον μιγά γιο της. Κουβαλά επίσης μια απόρρητη επιστολή, γραμμένη από την ετοιμοθάνατη μητέρα της, την οποία πρέπει όχι μόνο να παραδώσει προσωπικά σε κάποιον – έναν συγκεκριμένο μεσήλικο άνδρα – αλλά και να περιμένει την αποκλειστικά προφορική του ανταπόκριση. Γνωρίζει άραγε η ίδια το περιεχόμενο του νευραλγικού μηνύματος που μεταφέρει ή όχι; Καθίσταται γρήγορα σαφές ότι κάτι σημαντικό διακυβεύεται, κρατικής σημασίας. Αλλά τι ακριβώς; Το ίδιο πρωί, «σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη σκαρφαλωμένη σε μια απομακρυσμένη ακτή της Ανατολικής Αγγλίας», ο 33χρονος Τζούλιαν Λόνζλι βγαίνει από το ολοκαίνουργιο μαγαζί του και περπατώντας σκέφτεται. Αφενός, την πρόσφατη ανατρεπτική αλλαγή της ζωής του. Αφετέρου, εκείνον τον παράξενο ασπρομάλλη και επίδοξο πελάτη, με την ταμπά καμπαρντίνα και την πλατύγυρη φεντόρα, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη νεοσύστατη επιχείρησή του το προηγούμενο απόγευμα και άρχισε να τον δασκαλεύει (μάλλον διακριτικά) ύστερα από μια διερευνητική συνομιλία που είχε μαζί του. Διότι ο Τζούλιαν είχε ανοίξει βιβλιοπωλείο («Τα Καλύτερα Βιβλία», μάλιστα) αλλά δεν είχε ακούσει ποτέ του λ.χ. τους Δακτύλιους του Κρόνου του Γερμανού Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Πλην όμως, πριν από μόλις δύο μήνες ο εργένης Τζούλιαν βρισκόταν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, ήταν ακόμη ένα «αποφασισμένο αρπακτικό», ένας επιτυχημένος τρέιντερ σε χρηματιστηριακή εταιρεία στο Σίτι. Απλώς, από ένα σημείο και μετά, αποφάσισε να «απαρνηθεί τη λάμψη του χρυσού για χάρη της μυρωδιάς του πολυκαιρισμένου χαρτιού» και να απολαύσει την επαρχιακή γαλήνη. Από την άλλη μεριά βεβαίως, το βασικό θέμα εδώ, το κρισιμότατο θέμα, δεν είναι ο Τζούλιαν αλλά εκείνος ο μυστηριώδης άνθρωπος με τις πολλαπλές εκδοχές που πήγε, σκόπιμα όπως αποδεικνύεται, να τον συναντήσει.
Σε μια γνώριμη ατμόσφαιρα
Οι εναρκτήριες σκηνές του Σίλβερβιου, του εικοστού έκτου βιβλίου του Τζον Λε Καρέ, δημιουργούν στον αναγνώστη ένα είδος ακαριαίας οικειότητας, μια καθησυχαστική και συγχρόνως βουλιμική αίσθηση ότι, ευτυχώς, τον περικυκλώνει μια γνώριμη ατμόσφαιρα και μια διακριτή (και διακεκριμένη) αφηγηματική φωνή, η οποία μπορεί ενδεχομένως να ακούγεται πιο χαμηλά ετούτη τη φορά αλλά εξακολουθεί να ακούγεται, δίχως αμφιβολία, σε όλη την εξαίσια ευρύτητά της.
John le Carre – Σίλβερβιου
Μετάφραση Μαρία Παπανδρέου.
Εκδόσεις Bell, 2022, σελ. 264, τιμή 16,60 ευρώ
Το μυθιστόρημα αυτό κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021, τις μέρες που ο Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (αυτό ήταν το πραγματικό και πλήρες ονοματεπώνυμό του) θα γιόρταζε τα ενενηκοστά του γενέθλια, αν δεν είχε πεθάνει τον Δεκέμβριο του 2020. Σε περίπτωση που το κύριο ερώτημα είναι αν υπάρχει η τέχνη του Τζον Λε Καρέ εν προκειμένω, στο Σίλβερβιου που είδε το φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατό του, η απάντηση είναι ξεκάθαρη και απολύτως θετική. Πρόκειται για το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του δημοφιλούς βρετανού συγγραφέα και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ώριμης (ίσως πιο απελευθερωμένης και πρόδηλα πολιτικής, απέναντι στην ανερμάτιστη παγκοσμιοποίηση του 21ου αιώνα) φάσης της καριέρας του, κατά τη διάρκεια της οποίας ποτέ δεν απογοήτευσε κανέναν, οφείλουμε να το υπενθυμίσουμε και να το υπογραμμίσουμε αυτό, γιατί ο Τζον Λε Καρέ έγραψε πολλά και απολαυστικά βιβλία, ασχέτως αν τα αριστουργήματά του (Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο και η περίφημη «Τριλογία του Κάρλα» με ήρωα τον Τζορτζ Σμάιλι) αναδύθηκαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 αντιστοίχως, με σταθερό υπόβαθρο τότε τον καμβά του Ψυχρού Πολέμου (άλλωστε έχει περάσει ήδη στη ιστορία ως αξεπέραστος ανατόμος της περιόδου).
Μια οικογένεια κατασκόπων
Λοιπόν, για να επανέλθουμε, όταν ο Τζούλιαν ζητεί να μάθει περισσότερα για τον «αεικίνητο» κύριο Εντουαρντ Εϊβον, ο οποίος δεν εμφανίστηκε μονάχα ως άτυπος σύμβουλος του βιβλιοπωλείου αλλά και ως μελλοντικός συνεργάτης (υποτίθεται ότι θα έστηναν από κοινού μια «λαϊκή κλασική βιβλιοθήκη» στο υπόγειο, την πολλά υποσχόμενη «Δημοκρατία της Λογοτεχνίας»), εκείνος σπεύδει να περιγράψει τον εαυτό του ως εξής: «Ας πούμε ότι είμαι ένας Βρετανός μπάσταρδος, συνταξιούχος, πρώην πανεπιστημιακός χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, και αυτό που λένε άνθρωπος για όλες τις δουλειές». Ωστόσο, αυτό που εξάπτει την περιέργεια του Τζούλιαν είναι ο ισχυρισμός ότι ο κύριος Εϊβον υπήρξε συμμαθητής και παλιός φίλος του δικού του νεκρού πατέρα (ενός αποτυχημένου κληρικού, μεταξύ άλλων). Σε σύντομο διάστημα ο Τζούλιαν διαπιστώνει ότι ο Εντουαρντ έχει πολωνικές ρίζες, μένει στο «μεγάλο σκοτεινό σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης» (στο Σίλβερβιου δηλαδή, εμπνευσμένο αυτό από το Ζίλμπερμπλικ, την οικία του Νίτσε στη Βαϊμάρη) και είναι παντρεμένος με την αξιοσέβαστη κυρία Ντέμπορα Γκάρτον, επιφανή αραβολόγο, η οποία είναι καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο. Ο Τζούλιαν, όταν την αντικρίζει για πρώτη φορά στο πλαίσιο ενός αμήχανου δείπνου, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι ήταν επί σειρά ετών και η κορυφαία αναλύτρια των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών σε θέματα της Μέσης Ανατολής. Αυτό, όπως και τα υπόλοιπα μυστικά μιας οικογένειας κατασκόπων, αποκαλύπτονται σταδιακά μετά την κηδεία της, καθώς η «Υπηρεσία», με εντολή του Διευθυντή Εσωτερικής Ασφαλείας, του 55χρονου Στιούαρτ Πρόκτορ, προβαίνει στην εσπευσμένη «απαγωγή» του Τζούλιαν, στον οποίο ο κύριος Εντουαρντ Εϊβον είχε αναθέσει, με τη σειρά του, μια εξόχως εμπιστευτική αποστολή. Στο μεταξύ, παρακολουθώντας την έρευνα μιας επικίνδυνης «διαρροής» στο παρόν, έχουμε εισχωρήσει στο τραυματικό παρελθόν ενός υποδειγματικού κατασκόπου, του «Φλόριαν», του οποίου η κατοπινή «μεταστροφή» (εξαιτίας ενός πολέμου, στη Βοσνία, και μιας γυναίκας) μετεξελίχθηκε σε απειλή για ένα ολόκληρο σύστημα σε αποδρομή.
Ο Λε Καρέ, με την προσεγμένη γλώσσα, την ψυχολογική εμβάθυνση και την κοινωνική του ανησυχία, μετέτρεψε την κατασκοπευτική συνθήκη σε υπαρξιακό εργαστήριο με σκοπό να ξεψαχνίσει τα όρια του ανθρώπου
Το εργαστήριο της αμφισημίας
Ομως, ως προς την πλοκή του βιβλίου, αρκούν τα όσα ήδη έχουμε αναφέρει, με κάμποση προσοχή, ώστε να προστατεύσουμε τις εκπλήξεις της. Ο Λε Καρέ δεν αφήνει τίποτα ανεξήγητο και, την ίδια στιγμή, μας σπρώχνει αριστοτεχνικά στη ρευστή επικράτεια της ηθικής αμφισημίας, είτε αποτυπώνει την ακεραιότητα είτε την προδοσία. Ο Λε Καρέ, με την προσεγμένη γλώσσα και τους υπέροχους διαλόγους του, την ψυχολογική εμβάθυνση και την κοινωνική του ανησυχία, μακριά από τον εύπεπτο μανιχαϊσμό και την εύκολη εντυπωσιοθηρία, μετέτρεψε την κατασκοπευτική συνθήκη σε υπαρξιακό εργαστήριο με σκοπό να ξεψαχνίσει, μέσω της μυθοπλασίας, τα όρια του ανθρώπου, τη δύναμη και την αδυναμία του. Και κατόρθωσε να αναβαπτίσει το (υπο)είδος με το οποίο καταπιάστηκε, να το διευρύνει τόσο πολύ ποιοτικά ώστε να το προσδέσει, χωρίς άδικους αστερίσκους, στο ενιαίο άρμα της Λογοτεχνίας. Είναι ένα επίτευγμα που αναγνωρίστηκε αρκετά όσο ο ίδιος ήταν ακόμη εν ζωή και αναμένεται να εκτιμηθεί πιο πολύ στο μέλλον.