Μεταξύ 1989 και 2016, από την ευφορία για την πτώση του Τείχους έως την επανάκαμψη μιας ανελεύθερης δημοκρατίας δημαγωγών και υβριδικών αυταρχικών καθεστώτων, μεσολαβεί μια εικοσιπενταετία κατά την οποία η πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας έμοιαζε για πολλούς να ακολουθεί τη μονοσήμαντη διαδρομή που περιέγραφε ο Φράνσις Φουκουγιάμα στο Τέλος της Ιστορίας. Εκείνη μιας παγκόσμιας διάδοσης χωρίς αξιόλογη αμφισβήτηση πέρα από τα κατάλοιπα κάποιων δικτατοριών στην περιφέρεια της Δύσης. Το απόγειο της αισιόδοξης αυτής πρόσληψης υπήρξε πιθανότατα η «Αραβική Ανοιξη» το 2011 – και η αποκλιμάκωσή της τόσο ταχεία όσο και η διάψευση του επαναστατικού κινήματος. Η επικράτηση αναδυόμενων λαϊκιστών, με τον Ντόναλντ Τραμπ και τους υπέρμαχους του Brexit στην εμπροσθοφυλακή, ευνόησε τη διάδοση ενός αφηγήματος κρίσης της δημοκρατίας που εδράζεται κυρίως στα επακόλουθα της «Μεγάλης Υφεσης» του 2008. Ωστόσο, χωρίς να αρνείται κανείς τον μείζονα αντίκτυπo της τελευταίας στην πολιτική, μια ερμηνεία που τονίζει αποκλειστικά τη σημασία της «βραχείας διάρκειας» δεν μπορεί να είναι πλήρης.
Σέρι Μπέρμαν – Η πολιτική εξέλιξη της νεότερης Ευρώπης. Δημοκρατία εναντίον δεσποτείας και δικτατορίας από το Παλαιό Καθεστώς μέχρι τις μέρες μας
Μετάφραση Μιχάλης Λαλιώτης
Εκδόσεις Δώμα, 2021, σελ. 768, τιμή 30 ευρώ
Μία από τις πρώτες επισημάνσεις του ογκώδους τόμου της αμερικανίδας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κολούμπια Σέρι Μπέρμαν με τίτλο Η πολιτική εξέλιξη της νεότερης Ευρώπης (εκδ. Δώμα) είναι ακριβώς η αναγκαία διεύρυνση της προοπτικής: «τα σημερινά προβλήματα της δημοκρατίας έχουν τις ρίζες τους στην παρακμή των θεμελίων πάνω στα οποία στηρίχθηκε η ανοικοδόμηση της δημοκρατίας μετά τις τραγωδίες του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου». Δεν πρόκειται επομένως για ζήτημα συγκυρίας, αλλά φθοράς θεσμών και αξιών.
Από το 1789 στο 1989
Η ευρωπαϊκή πολιτική διαδρομή πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα διαφορετικών διαρκειών. Σε ένα εύρος τριών αιώνων το μοτίβο που επικρατεί είναι αυτό του αγώνα για την εξάλειψη του Παλαιού Καθεστώτος και της επίτευξης συναίνεσης ως προς τη διαδοχή του. Η ανατροπή του Ancien Régime δεν ήταν στιγμιαία πράξη, ενσαρκωμένη στο γαλλικό 1789 (ή, ατελέστερα, στο αγγλικό 1688), υπήρξε μια διαδικασία αργή, μακροχρόνια και σε καμία περίπτωση γραμμική. Μόνο στο τέλος του «μακρού 19ου αιώνα», το 1914, και με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια έπειτα και από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, το 1945, μπορεί να θεωρήσει κανείς την πορεία αυτή περαιωμένη. Για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα η Σέρι Μπέρμαν προβάλλει αντιφάσεις, πισωγυρίσματα, αβεβαιότητες που υποδεικνύουν την απουσία οποιασδήποτε νομοτέλειας στην ανάδυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: η μακρά, αργόσυρτη μεταρρύθμιση της Βρετανίας, η Γαλλία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, η Γερμανία του συμβιβασμού αστών και αριστοκρατών γαιοκτημόνων υπό τη διακυβέρνηση του καγκελάριου Μπίσμαρκ, η Ισπανία των ατέρμονων εμφυλίων πολέμων, πραξικοπημάτων και καθεστωτικών εναλλαγών του 19ου αιώνα, τα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου και ο ναζισμός αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ούτε η ευνοϊκή αφετηρία ούτε οι αρχικές αντιξοότητες προκαθορίζουν την πορεία μιας δημοκρατίας, επισημαίνει η Μπέρμαν. Αντίθετα, αυτή φαίνεται να εξαρτάται από τη συγκρότηση κρατών και εθνών και η σειρά εγκαθίδρυσής τους συναρτάται με την ποιότητα και τη σταθερότητά της. Ιδιαίτερο ρόλο, τέλος, διαδραματίζουν οι συνθήκες διαμόρφωσης της μεταπολεμικής συνθήκης, καθώς στη συγκεκριμένη περίοδο επιτυγχάνεται η οριστική συναίνεση για τη στερέωση της δημοκρατίας με την ταυτόχρονη δημιουργία εθνικών, διεθνών και υπερεθνικών θεσμών που όρισαν το πλαίσιό της.
Στη Δυτική Ευρώπη η μεταπολεμική στροφή έλαβε χώρα υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών («μια αυτοκρατορία κατόπιν προσκλήσεως», κατά την Μπέρμαν), ενώ στην Ανατολική Ευρώπη η σοβιετική δεσποτεία οικοδόμησε μια απομίμηση δημοκρατίας («πρέπει να μοιάζει με δημοκρατία αλλά τα πάντα να είναι υπό τον έλεγχό μας», σύμφωνα με τη ρήση του ανατολικογερμανού κομμουνιστή ηγέτη Βάλτερ Ούλμπριχτ). Ενώ στη Δύση παγιώθηκε η «συστημική» ή «διάχυτη» νομιμοποίηση όπου το δημοκρατικό σύστημα εγκρινόταν αξιακά, καθώς οι πολίτες αποδέχονταν την εγγενή υπεροχή του, η Ανατολή υποχώρησε σε μια νομιμοποίηση «εκ των επιδόσεων» ή «εκ των αποτελεσμάτων», αποδοχής υπό αίρεση και αξιολόγηση που δεν ταυτίζεται με βαθύτερη απήχηση και συνιστά πρακτικά δωροδοκία του πληθυσμού η οποία, εφόσον αποτύχει, αφήνει τη βία ως μόνη μέθοδο ελέγχου. Η στρατιωτική επέμβαση του στρατηγού Βόιτσεκ Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία το 1981 ανήκει στο τελευταίο αυτό στάδιο, αν και η αποτυχημένη απόπειρα καταστολής των επαναστάσεων του φθινοπώρου του 1989 σε Ανατολική Γερμανία και Ρουμανία συνιστούν ενδεικτικότερες και βιαιότερες περιπτώσεις. Ενδιαφέρουσα σύγκριση αποτελεί εδώ η μελέτη της φρανκικής Ισπανίας όπου η μερική εισαγωγή του εκσυγχρονισμού (ηθελημένη στη διοικητική της μορφή, αθέλητη σε εκείνη της αστικοποίησης) υπονόμευσε την παραδοσιοκρατία, διέρρηξε τις αγροτικές βάσεις του φρανκισμού και διασφάλισε την εξάτμιση του καθεστώτος αμέσως μετά τον θάνατο του δικτάτορα.
Πού οφείλεται επομένως η σημερινή «κρίση» της δημοκρατίας; Το «τρίτο κύμα» εκδημοκρατισμού ακολουθεί σύμφωνα με την Μπέρμαν το γνώριμο μοτίβο των προηγούμενων που δεν ταυτίζονται με άλματα, αλλά κατά κανόνα με τεθλασμένες γραμμές. Η οπισθοδρόμηση της Ουγγαρίας του Βίκτορ Ορμπαν ή της Πολωνίας του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη συντελείται σε κοινωνίες όπου μετά το 1945 υπήρχε ήδη η υπόγεια συναίνεση ως προς το αίτημα της αυτοκυβέρνησης, όχι όμως ως προς τις φιλελεύθερες αξίες. Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα διέπεται από την υπονόμευση των βασικών πυλώνων της μεταπολεμικής διευθέτησης.
Oι ΗΠΑ και η πολιτική ανισορροπία
Η χρόνια πλέον απροθυμία ηγεσίας των ΗΠΑ, πιο έκδηλη παρά ποτέ στην πρόσφατη τετραετία Τραμπ, δημιουργεί πολιτική ανισορροπία. Ο νεοφιλελευθερισμός υποσκάπτει τα θεμέλια της «σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης». Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εμμένει σε μια οικονομικιστική αντίληψη που παράγει πολιτικό έλλειμμα. Το επιχείρημα της εξτρεμιστικής Δεξιάς για «λιγότερη δημοκρατία», οι αιτιάσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς περί «θεμελιώδους έντασης μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας», η λαϊκιστική έξαρση, εκδηλώνονται μέσα σε αυτό το τοπίο. Υποδειγματική επισκόπηση που θεμελιώνει την ανάλυση με όρους πολιτικής επιστήμης σε στέρεη ιστορική προοπτική, το βιβλίο της Μπέρμαν δεν απαντά ως προς το αν είμαστε μάρτυρες μιας παροδικής ταλάντευσης του πολιτικού εκκρεμούς ή μιας πραγματικής μεσοβασιλείας. Σημειώνει όμως ότι αν η φιλελεύθερη δημοκρατία άκμασε μεταπολεμικά, αυτό συνέβη επειδή έπειτα από μια καταστροφική τριακονταετία το δημοκρατικό κράτος άσκησε εξουσία επί των αγορών, λήφθηκε πρόνοια για την οικοδόμηση μηχανισμών που απέτρεπαν τις οικονομικές κρίσεις και τους κοινωνικούς διχασμούς, συγκροτήθηκε ένα λειτουργικό πλέγμα εθνικών, περιφερειακών και υπερεθνικών θεσμών. Μάθημα το οποίο η Σέρι Μπέρμαν θεωρεί επίκαιρο τόσο για τις ελίτ όσο και για τα εκλογικά σώματα του σήμερα.
Σύντομο βιογραφικό
Η Σέρι Μπέρμαν (φωτογραφία) είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Κολέγιο Μπάρναρντ του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ιστορία της δημοκρατίας, στον λαϊκισμό, στον φασισμό και στην ιστορία της Αριστεράς. Στα ελληνικά κυκλοφορεί και το βιβλίο της «Το πρωτείο της πολιτικής. Η σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014).