Διερωτώμαι εάν κάποιο ιδεολογικό κατάλοιπο της μαρξιστικής του περιόδου, θα απέτρεπε τον σημερινό υπουργό Προστασίας του Πολίτη από τις προχθεσινές μεγαλοστομίες της «παράγκας» ως προς την «βία στα Πανεπιστήμια».
Και πέραν του εάν είναι ή όχι η βία «μαμή της Ιστορίας» – όπως θα του έλεγε η «καθοδήγηση» την εποχή που υπήρξε γραμματέας στην ΚΝΕ – φαίνεται πλέον πολιτισμικά αναπόφευκτο η «παραβίαση» να οδηγεί το όριο στο όριο του «είναι» του.
«Να το παρακινεί να αφυπνιστεί αναφορικά με την επικείμενη εξαφάνισή του. Να ξαναβρεί τον εαυτό του σε ό,τι αποκλείει», όπως γράφει ο Φουκώ στο «Πρόλογος στην παραβίαση» (Πλέθρον, 2012).
Ακόμα περισσότερο: να ξαναβρεί τον εαυτό του αποκλείοντας ό,τι το αποκλείει, χωρίς την πρόσληψη πτυχιούχων αστυνομικών γι’ αυτή τη δουλειά.
Αν δεν είναι οι νέοι ένα τέτοιο αποκλεισμένο και αποκλειστικό όριο, τότε δεν είναι νέοι. Είναι ό,τι η κοινωνία του ενός τρίτου επιθυμεί: ρέπλικες.
Είναι περίεργη η γνώμη -και η σχέση- που είχα στο Πανεπιστήμιο με τους νέους όχι σαν αυτούς που αρνούνται, όπως τους καταμαρτυρούν, τις «αξίες», αλλά σαν αυτούς που οδηγούν τις «αξίες» στον καθρέφτη μας και στα όριά τους.
Αυτοί όριζαν κατά κάποιο τρόπο και το δικό μου όριο.
Αλλιώς, τώρα, σε ώρες ανίας και εγκλεισμού, αναγκάζομαι να συναντώ την εικονική τους πραγματικότητα που τους επιβάλλεται ερήμην τους, (δηλαδή πολιτισμικά): στο Survivor.
Και τότε, τρομάζω που επιζώ!
Τότε σκέφτομαι όχι μόνο την πολιτιστική έκπτωση αλλά κυρίως την ανθρωπολογική μετάλλαξη.
Ένας νέος δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Μανιάτης, το έγραψε πολύ καλύτερα από εμένα στα χθεσινά «Νέα»: «Ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς παραμένει αναξιοποίητο και σε αναντιστοιχία με τις σπουδές και τις δεξιότητές του. Στην τηλεόραση εικονοποιείται ένα μόνο και μικρό μέρος της πραγματικότητας. Δεν θα αργήσει η στιγμή που θα τρέχει λαχανιασμένη να καταγράψει νέες τάσεις. Μαζί της και όσες πολιτικές δυνάμεις αντιληφθούν γρήγορα τον υπόγειο κραδασμό. Μαζί της και όσοι κυβερνώντες βλέπουν την κοινωνία πίσω από τα φιμέ τζάμια των υπηρεσιακών τους οχημάτων ή από τη γυάλα των επικοινωνιολόγων τους.»
Το ζήτημα είναι ότι πραγματικότητα (ή σαν πραγματικότητα) είναι η τηλεόραση και πώς ο Θεοδωρικάκος, σαν πολιτικός πλέον, τη βλέπει – όπως βλέπει δημοσκοπικά και την πραγματικότητα – μέσα από τα φιμέ τζάμια του υπουργικού του, τώρα. Και τότε, μέσα από τη γυάλα της GPO.