Παρουσιάστηκε ως μια σημαντική – και εν πολλοίς «άδικη» – μεταστροφή της αμερικανικής διπλωματίας σε σχέση με τα ελληνικά συμφέροντα. Όμως, στην πραγματικότητα μάλλον αντανακλούσε και μια σειρά από «κοινούς τόπους» σε σχέση με τη βιωσιμότητα τέτοιων σχεδίων. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι ο αγωγός East Med είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από αντεπιχειρήματα, αρκετό καιρό πριν εμφανιστεί το non-paper του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Τι είναι ένα βιώσιμο πρότζεκτ;
Για να μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο ένα πρότζεκτ θα πρέπει σε ένα εύλογο βάθος χρόνο να μπορεί να αποδείξει τη χρησιμότητά του και κυρίως να μπορεί να κάνει απόσβεση στο κόστος του.
Ο αγωγός East Med εξαρχής αφορούσε τα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Ισραήλ – που είναι ήδη τυγχάνουν εκμετάλλευσης – και αυτά της Κύπρου, που ακόμη βρίσκονται στο στάδιο της έρευνας και έχουν να αντιμετωπίσουν όλες τις γεωπολιτικές συγκρούσεις γύρω από την Κύπρο και το γεγονός τη μη επίλυσης ακόμη του Κυπριακού.
Ειδικότερα, τα κοιτάσματα του Ισραήλ είναι υπαρκτά (413 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ή 14,6 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια στα τέλη του 2018, 36,7 φορές την ετήσια κατανάλωσή του το 2020), όμως σε μεγάλο βαθμό αφορούν την κατανάλωση του ίδιου του Ισραήλ. Από μόνα τους δεν δικαιολογούν ένα τόσο μεγάλο και κοστοβόρο έργο.
Τα κοιτάσματα της Κύπρου είναι διαπιστωμένα και είναι σημαντικά (και για τον «Γλαύκο» η αρχική εκτίμηση είναι 5-8 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια και για την «Αφροδίτη» έχει αναφερθεί εκτίμηση για 4 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια) όμως απέχουν ακόμη από το να έχουν καταστεί εκμεταλλεύσιμα, ώστε να φανεί εάν από μόνα τους δικαιολογούν ένα τέτοιο έργο. Επιπλέον, η ολοκλήρωση της δυνατότητας εκμετάλλευσής τους προϋποθέτει εάν όχι κάποια επίλυσης του Κυπριακού, τουλάχιστον μια πιο αρμονική συνύπαρξη και μια δυναμική λύσης.
Το ερώτημα της Αιγύπτου
Συχνά αναφέρεται ότι θα μπορούσε ο σχεδιασμός του αγωγού να συμπεριλάβει και τα κοιτάσματα της Αιγύπτου. Η Αίγυπτος είναι η μόνη χώρα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο που αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύεται πραγματικά μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Διαθέτει 2,186 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ή 77,2 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου και κατέχει τη 16η θέση στον κόσμο. Το τελευταίο διάστημα οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου που κάνει αυξήθηκαν (47% στο δεύτερο τρίμηνο του 2021) και θεωρείται ότι εξελίσσεται σε μεγάλο παίκτη στην αγορά του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). H Αίγυπτος διαθέτει το πλεονέκτημα να έχει εγκαταστάσεις υγροποίησης φυσικού αερίου και δεν δείχνει σε αυτή τη φάση να θεωρεί ότι χρειάζεται έναν αγωγό όπως τον East Med, προκρίνοντας σε αυτή τη φάση κυρίως την ενίσχυση του ρόλου της ως βασικού κέντρου στην υγροποίηση φυσικού αερίου για τις εκμεταλλεύσεις της ευρύτερης περιοχής.
Ούτως ή άλλως με τον τρόπο που σήμερα κινείται η ζήτηση για φυσικό αέριο και για αγορές εκτός των ορίων του ευρωπαϊκών αγωγών, είναι εύλογο χώρες να προκρίνουν την εξαγωγή LNG αντί για την κατασκευή αγωγών. Για παράδειγμα η μεγάλη ζήτηση προς την Ανατολική Ασία είναι κίνητρο για την εξαγωγή LNG, ενώ και ενδεχόμενος περιορισμός των ρωσικών ροών προς την Ευρώπη επίσης θα δημιουργούσε ζήτηση για LNG. Σημειώνουμε εδώ ότι στις εξαγωγές LNG δεν παίζει ρόλο μόνο το μέγεθος των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων αλλά και η παραγωγική ικανότητα στις εγκαταστάσεις υγροποίησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αίγυπτος δεν ενδιαφέρεται για μια ευρύτερη συνεννόηση των χωρών της περιοχής για τα θέματα των εξορύξεων φυσικού αερίου. Αντιθέτως, ο τρόπος που στηρίζει το East Med Gas Forum δείχνει το ενδιαφέρον της. Όμως, αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως και σχέδιο αγωγού.
Ο συνδυασμός ανάμεσα στο γεγονός ότι τα κοιτάσματα του Ισραήλ είναι πεπερασμένα και δεν προορίζονται πρωτίστως για εξαγωγή, στο γεγονός ότι τα κυπριακά κοιτάσματα είναι δυνητικής εκμετάλλευσης και προϋποθέτουν συνολικότερη πολιτική επίλυση του Κυπριακού (ή έστω ένα modus vivendi ανάμεσα σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο) και την απροθυμία της Αιγύπτου να επενδύσει σε αγωγούς, γίνεται σαφές ότι ως προς το μέρος αμιγώς της οικονομικής βιωσιμότητας τα πράγματα δεν ήταν ιδιαίτερα καλά.
Να σημειώσουμε εδώ ότι παρότι δεν προχωράει η υπόθεση με τον East Med για το Ισραήλ παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό το σχέδιο για τη διασύνδεση του ηλεκτρικού του δικτύου με αυτό της Ευρώπης, δηλαδή το σχέδιο για τον EuroAsia Interconnector (που ενδιαφέρει και την Ελλάδα), γιατί αυτό θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια ακόμη και εάν επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις με τους γείτονές του.
Γιατί οι ΗΠΑ προκρίνουν το LNG
Οι ΗΠΑ γενικά δεν συμπαθούν τους αγωγούς. Προτιμούν το LNG. Αυτό έχει να κάνει με διάφορους λόγους. Σίγουρα παίζει ρόλο το γεγονός ότι οι αγωγοί δίνουν μεγάλη ισχύ σε αυτούς που τους ελέγχουν και διαμορφώνουν «αποκλειστικές» σχέσεις ανάμεσα σε εξαγωγείς και καταναλωτές, όπως φαίνεται από την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο την οποία οι ΗΠΑ προσπαθούν με κάθε τρόπο να υπονομεύσουν. Αντίθετα, το LNG επιτρέπει πιο ρευστές και πολυμερείς σχέσεις ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές. Βεβαίως αυτό που «παραβλέπουν» οι ΗΠΑ είναι ότι ταυτόχρονα το κυνήγι φορτίων στην ελεύθερη αγορά έχει για τις χώρες που είναι ενεργειακά εξαρτημένες μια επιπλέον επισφάλεια σε σχέση με τους αγωγούς. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα που επίσης εξάγει υγροποιημένο φυσικό αέριο και έχει κάνει μεγάλες επενδύσεις και στην εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου.
Πάντως οι ΗΠΑ εξακολουθούν να υποστηρίζουν τα σχέδια ηλεκτρικής ενεργειακής διασύνδεσης, δηλαδή τόσο το EuroAsia Interconnector όσο και το EuroAfrica Interconnector.
Οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί
Προφανώς σε όλα αυτά υπάρχουν και γεωπολιτικοί υπολογισμοί και απόπειρες ισορροπιών. Σε σχέση με τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο μπορεί οι ΗΠΑ να εξέφρασαν κατά καιρούς τη σαφή αντίρρησή τους σε επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, είτε απέναντι στην Ελλάδα είτε απέναντι στην Κύπρο, όμως την ίδια στιγμή με εξίσου σαφή τρόπο εξέφραζαν την άποψή τους υπέρ μιας λογικής συνεννόησης και τελικά «συνεκμετάλλευσης» των φυσικών πόρων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Για να το πούμε διαφορετικά οι ΗΠΑ ουδέποτε συναίνεσαν σε μια λογική που θα έλεγε ότι πρακτικά η Τουρκία θα αποκλειόταν από το «μεγάλο παιχνίδι» της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Ούτε ισχύει ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ γενικά προσανατολίζονται σε μια ρήξη με την Τουρκία. Το ακριβώς αντίθετο: για τις ΗΠΑ δεν είναι τόσο εύκολο να αφήσουν να χαθεί μια χώρα που έχει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς του ΝΑΤΟ. Άλλωστε, και η ίδια η Τουρκία είναι σε τροχιά κάποιου τύπου επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ. Από την εναγώνια προσπάθεια του Ερντογάν να βρει δίαυλο επικοινωνίας με την κυβέρνηση Μπάιντεν και την εκ νέου προσέγγιση με χώρες παραδοσιακά σύμμαχες προς τις ΗΠΑ όπως τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μέχρι τον τρόπο που εμπλέκεται σε συγκρούσεις όπως αυτή π.χ. στον Καύκασο ή στην Ουκρανία (σε εμφανώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της Ρωσία), είναι πολλά τα σημάδια ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει το στρατόπεδο της «Δύσης», ακόμη και εάν διεκδικεί τη σχετική αυτονομία της περιφερειακής δύναμης.
Πέραν, όμως, της στάσης των ΗΠΑ οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί αφορούν ακόμη και τις αποφάσεις άλλων παραγόντων σε αυτά τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που προφανώς συνεκτιμούν και παράγοντες όπως η σταθερότητα. Ούτως ή άλλως, ο τρόπος που μετά το καλοκαίρι του 2020 αποκαταστάθηκε μια σχετική αποκλιμάκωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως προς τα θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες περιοχές, στηρίχτηκε στην παραδοχή ότι κρίσιμες περιοχές είναι επί της ουσίας διαφιλονικούμενες.
Ο παράγοντας των περιβαλλοντικών ανησυχιών
Μπορεί το φυσικό αέριο να αντιμετωπίζεται ως ένα «καύσιμο μετάβασης», καθώς έχει μικρότερες εκπομπές από τον άνθρακα, όμως δεν παύει να είναι ένα ορυκτό καύσιμο που συμβάλλει στην κλιματική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει χρονικό όριο στην εκμετάλλευσή του, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι πρέπει το όποιο πρότζεκτ να μπορεί να αποσβέσει τα κόστη του σε έναν πεπερασμένο χρονικό ορίζοντα.
Ταυτόχρονα, ολοένα και περισσότερο θα υπάρχουν πιέσεις από τη μεριά κινημάτων και ευρύτερα από την κοινωνία των πολιτών σε σχέση με τις εξορύξεις. Και μπορεί σε ορισμένες περιοχές, π.χ. σε χώρες της Αφρικής μεγάλα πρότζεκτ εξορυκτικά να αντιμετωπίζονται ως μοχλός ανάπτυξης στον οικονομικό «Βορρά» τα πράγματα είναι διαφορετικά και υπάρχει μεγάλη πίεση ενάντια σε νέα σχέδια εξορύξεων. Η πίεση αυτή επικεντρώνεται και στις μεγάλες πολυεθνικές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, σε μια φάση όπου προσπαθούν να αποκτήσουν «πράσινο προφίλ» και ανακατευθύνουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό σημαίνει, αναγκαστικά, και μια επιλεκτικότητα ως ποια πρότζεκτ θα προκρίνουν.
Οι τεθλασμένες γραμμές της εξωτερικής πολιτικής
Όλα αυτά επικαθορίζονται και από το σύνθετο τρόπο με τον οποίο οικονομία και διπλωματία ταυτόχρονα συνδέονται αλλά και διαχωρίζονται, παρότι στην ελληνική δημόσια σφαίρα κανείς παρατηρεί εύκολες ταυτίσεις ή ακόμη και συγχύσεις.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 η ελληνική πλευρά επένδυσε, με κοινή στάση ως προς αυτό αλλεπάλληλων κυβερνήσεων, στη «διπλωματία των τριμερών» σε σχέση με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Μόνο που συχνά στην αντιμετώπισή τους τα ζητήματα που αφορούν τη δυνητική «απομόνωση» της Τουρκίας και αυτά που αφορούν τις εξορύξεις και το φυσικό αέριο συχνά συγχέονταν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα φάσμα από στρεβλές αναγνώσεις πρωτοβουλιών, είτε με τη μορφή της πεποίθησης ότι διαμορφώνεται «αντιτουρκικός άξονας» (παρότι ούτε το Ισραήλ ούτε η Αίγυπτος παρά τις προστριβές τους με τον Ερντογάν έχουν πάρει επιλογές ρήξης με την Τουρκία ακόμη και εάν θέλουν να της ασκήσουν πίεση), είτε με την τάση να θεωρείται ότι ο γεωπολιτικός συμβολισμός ενός έργου όπως ένας μεγάλος υποθαλάσσιος αγωγός αρκεί και για να τον καταστήσει βιώσιμο ως εγχείρημα.