Η κοινωνία δημιουργεί τις ανάγκες της ή οι ανάγκες δημιουργούνται για να επιβληθούν στην κοινωνία; Μοιάζει περίπου σαν την all time classic ερώτηση αν ή κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα; Εδώ δεν θα απαντήσουμε ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη ερώτηση. Αυτό που θα προσπαθήσουμε όμως να δούμε είναι αν όντως η επιστροφή της κασέτας ήχου αποτελεί ανάγκη της κοινότητας των ακροατών στη βάση της retromania και της memorabilia ή τέχνασμα των εταιρειών να τονώσουν τη φθίνουσα πορεία των απτών μορφών ήχου.
Πενήντα εννέα χρόνια μετά την παρουσίαση της πρώτης compact cassette ή musicassette (MC) από την ολλανδική εταιρεία Philips στο Hasselt του Βελγίου (από τον Lou Ottens – πέθανε στις 6 Μαρτίου 2021 – και την ομάδα του), οι αριθμοί δείχνουν ότι κάτι έχει αρχίσει να κινείται στην αγορά της κασέτας. Το 2021 ήταν η 9η συνεχής χρονιά όπου οι πωλήσεις του συγκεκριμένου προϊόντος σημείωσαν άνοδο, αν και αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος των πωλήσεων της ηχογραφημένης μουσικής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης, αυτό που είναι αδιαπραγμάτευτο είναι ότι οι κασέτες διατίθενται πλέον ως στάνταρ σε πολλές κυκλοφορίες άλμπουμ.
Αύξηση της τάξης του 20%
Σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, ο απολογισμός του 2021 αναμένεται να δείξει ότι την περυσινή χρονιά αγοράστηκαν περίπου 190.000 κασέτες. Αύξηση της τάξης του 20% σε σχέση με το 2020, ενώ είναι επίσης ο υψηλότερος αριθμός πωλήσεων κασέτας από το 2003 (τότε είχαν πωληθεί 243.000 προϊόντα). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τα προβλεπόμενα άλμπουμ κασετών με τις περισσότερες πωλήσεις για το 2021 (με βάση τα δεδομένα επίσημων τσαρτ στο Ηνωμένο Βασίλειο) αναμένεται να είναι: Olivia Rodrigo – Sour, Dave – We’re All Alone in This Together, Lana Del Rey – Chemtrails Over The Country Club, Queen – Greatest Hits, Coldplay – Music of the Spheres.
Μπορεί τα νούμερα να φαντάζουν και να είναι μικρά, αλλά και αυτά ακόμη παίζουν καθοριστική σημασία στα τσαρτ. Τις περισσότερες φορές η διαθεσιμότητα ενός άλμπουμ σε φυσικές μορφές ήχου παίζει καθοριστικό ρόλο ώστε να μπορέσουν οι καλλιτέχνες να επιτύχουν Νο 1. Το 2021 στις 40 από τις 52 εβδομάδες του έτους το άλμπουμ που ανέβηκε στην κορυφή των τσαρτ το έκανε χάρη στις συνδυασμένες αγορές CD, βινυλίου και κασέτας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άλμπουμ «30» της Adele, το οποίο στις πρώτες πέντε εβδομάδες κυκλοφορίας του είδε το 75% των πωλήσεων των τσαρτ που αποδίδεται σε αγορές σε φυσική μορφή.
Κασετόφωνα και walkman
Πάντως για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σωστή βάση, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1989 στο peak των πωλήσεων είχαν πωληθεί 83.000.000 κασέτες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε για το 2020 ένα από τα μεγαλύτερα online καταστήματα διακίνησης μουσικού υλικού, το Discogs, πουλήθηκαν περίπου 300.000 κασέτες σε όλο τον πλανήτη, παρουσιάζοντας μια αύξηση της τάξης του 33,33 % σε σχέση με το 2019. Στον ίδιο ιστότοπο παρουσιάζονται οι 100 πιο ακριβές κασέτες που πούλησε ποτέ. Στο Νο1 είναι οι Xero, crossover metal συγκρότημα από την Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η κασέτα που ομότιτλου άλμπουμ (του 1997) πουλήθηκε προς 4.500 δολάρια (περί τα 4.000 ευρώ). Σε κάτι περισσότερο βατό σε εμάς, η κασέτα Depeche Mode των Dépèche Mode (1980) πουλήθηκε για 1.500 δολάρια. Ως εκ τούτου, καλό είναι να ψάξουμε στα πατάρια μας.
Αστέρια της σύγχρονης μουσικής, από την Ariana Grande μέχρι το πανκ ντουέτο Sleaford Mods, επιλέγουν αυτό το φορμάτ παραγωγής ήχου. Εμπορική ενέργεια των δισκογραφικών εταιρειών, που μάλιστα συνοδεύεται και από την παραγωγή κασετοφώνων, κυρίως vintage, όπως επίσης και των walkman. Αλλωστε το συγκεκριμένο προϊόν δεν απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν μεγαλώσει με αυτό, αλλά και στις νεότερες γενιές, οι οποίες πρέπει να έχουν και τα κατάλληλα μηχανήματα για να ακούσουν τις κασέτες. Οι νέοι πάντως στρέφονται περισσότερο στα walkman, ενώ οι μεγαλύτερες στρέφονται στα Boomboxes (πρόκειται για φορητή συσκευή αναπαραγωγής μουσικής με τρανζίστορ που διαθέτει ένα ή δύο μαγνητόφωνα/συσκευές αναπαραγωγής κασετών και ραδιόφωνο AM/FM, με λαβή μεταφοράς. Το θρυλικό κασετόφωνο). Εκτός από τη γενικότερη retromania στη σύγχρονη κουλτούρα, κάποιοι έχουν συνδυάσει αυτή την αναβίωση της κασέτας με την ταινία «Guardians of the Galaxy». Το soundtrack κυκλοφόρησε και σε κασέτα που μοιάζει με αυτήν που προβάλλεται στην ταινία.
Το χαμηλό κόστος
Οπως όμως κι αν πιάσεις το θέμα αναβίωσης της κασέτας, υπάρχει πάντα ένα «μα γιατί;». Μια καλή απάντηση για τα τελευταία δύο χρόνια είναι το lockdown εξαιτίας του κορωνοϊού. Μείναμε κλεισμένοι στα σπίτια μας, ψάχναμε να βρούμε τι θα κάνουμε, «θάψαμε» το παλιό κασετόφωνο και αρχίσαμε να «γράφουμε». Πιθανόν, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι κασέτες είναι εκπληκτικά φθηνές για τους παραγωγούς μουσικής. Κοστίζουν περίπου 1,50 δολάριο για την παραγωγή τους, καθιστώντας τες μια πραγματικά ισχυρή επιλογή για εταιρείες και καλλιτέχνες. Με αποτέλεσμα να είναι εξίσου φθηνές για τον καταναλωτή, περίπου στη μισή τιμή και λιγότερο σε σχέση με δίσκους βινυλίου. Αλλη αιτία; το παράξενο της νοσταλγίας. Δεν είναι μόνο αυτό που ακούγεται, αλλά η όλη εμπειρία πίσω από την ακρόασή της – η οικειότητα, η αίσθηση, η συσκευασία – τα πάντα. Η μόδα. Οι νέοι θέλουν να επιστρέψουν στο παρελθόν, γοητεύονται από αυτό και θέλουν να το κάνουν κομμάτι της καθημερινότητάς τους.
Φαίνεται ότι η γοητεία τής DIY (Do it Yourself) μουσικής συνεχίζει να σαγηνεύει. Οσοι από εμάς έχουμε ζήσει την εποχή της κασέτας και των κασετοφώνων, πολύ δε περισσότερο των θρυλικών walkman, δεν κάναμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από να δημιουργούμε τα προσωπικά μας άλμπουμ. Εγγραφή κυρίως δίσκων βινυλίων, εγγραφή τραγουδιών από το ραδιόφωνο, με την αγωνία να μη μιλήσει ο παραγωγός την ώρα που έπαιζε το κομμάτι, αλλά και εγγραφή επίσημη/ανεπίσημη στο δισκάδικο της γειτονιάς. Ηταν και εύκολη η μεταφορά του κασετοφώνου, είτε στα πάρτι, είτε στις εκδρομές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει άλλωστε τα τεράστια διπλά κασετόφωνα που έκαναν θραύση τη δεκαετία του ’80;