Φωτεινή Τσαλίκογλου – «Η έγνοια μας για τον άλλον άνθρωπο είναι ασπίδα για την ψυχική μας υγεία»

Μια συζήτηση με την καθηγήτρια Ψυχολογίας και συγγραφέα με αφορμή το βιβλίο της «Ο Αζόρ και ο κύριος των εννιά», το οποίο γράφτηκε στις μέρες του σκληρού lockdown το 2020, και τις ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή της πανδημίας

«Αν κανείς δε με ρωτήσει, ξέρω τι είμαι. Αν κάποιος με ρωτήσει, δεν ξέρω τι να του πω»: τούτα τα λόγια του Αυγουστίνου ήρθαν στον νου μου διαβάζοντας το νέο βιβλίο της συγγραφέως και καθηγήτριας Ψυχολογίας Φωτεινής Τσαλίκογλου, «Ο Αζόρ και ο κύριος των εννέα». Γραμμένο στην εποχή του σκληρού lockdown του 2020, το βιβλίο είναι ένας μεγεθυντικός καθρέφτης του εγώ μας. Αποτυπώνει την «υπαρξιακή δίψα» που μας διακατέχει έτσι καθώς πασχίζουμε να αντισταθούμε σε κάθε λογής θανάτους.

Το βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Ο Αζόρ και ο κύριος των εννιά. Μια αληθινή ιστορία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

«Γεννήθηκε μετά το παρηγορητικά διαλογικό βιβλίο «Με βλέπεις;» που γράψαμε με την Τασούλα Επτακοίλη, ένα βιβλίο σύντροφο μέσα στην αγριευτική μοναχικότητα της πανδημίας» μας λέει η συγγραφέας. «Στην πραγματικότητα αυτό το επόμενο μικρό μου βιβλίο είναι αφιερωμένο στους φοιτητές του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Για όσα εδώ και πολλά χρόνια οι ίδιοι τους με δίδαξαν για μια ψυχολογία ανοιχτή στη γνώση του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που, σε πείσμα όλων των καιρών, επιμένει να σχεδιάζει προτάγματα για εκείνο που-δεν-υπάρχει-ακόμη. Ενός ανθρώπου που συλλογίζεται, μαθαίνει, τρελαίνεται, ξεχνάει, θλίβεται, φοβάται, ελπίζει, καταλύεται, απελπίζεται. Στην περίοδο της πανδημίας όλα αυτά τα ρήματα απέκτησαν μια πρωτόγνωρη ένταση. Η λογοτεχνική γραφή σού επιτρέπει να συνομιλείς μαζί της. Σε παροτρύνει να δώσεις μια μορφή στο χάος. Ο Αζόρ ήταν η μορφή που επινόησα στην προσπάθειά μου να βάλω μια τάξη στο χάος που ένιωθα να με περιβάλλει μέσα και γύρω μου».

 

Ποιος είναι όμως ο Αζόρ;

«Ενας σκύλος εγκαταλελειμμένος από τη μάνα του. Ενα πλάσμα κακοποιημένο από το πρώτο αντικείμενο αγάπης στη ζωή μας. Ο Αζόρ είναι η εμβληματική φιγούρα του απελπισμένου, δίχως στέγη, δίχως πατρίδα, δίχως παιδική ηλικία, ανθρώπου. Μια αλληγορία για έναν γυμνό άνθρωπο. Απογυμνωμένο από οποιαδήποτε φαντασίωση ασφάλειας. Ενα πλάσμα που «δεν καταδέχεται τη θαλπωρή του ψεύδους». Ενα γενναίο πλάσμα «αφού δεν ήταν ονειροπόλος. Οταν τύχαινε να δει στον ύπνο τη μάνα του να του γλυκομιλά, έσπευδε να βγει έξω από το όνειρο». Παράλληλα έχει κάτι που τον κάνει να μην είναι ο Αζόρ, αλλά ο κάθε Νίκος, Βαγγέλης, η κάθε Ελένη, ή Φωτεινή, ή ακόμα ο μικρούλης π.χ. Αρθουρ στη Μεγάλη Βρετανία που τον είδαμε να σπαράζει στη μικρή οθόνη «κανείς δεν με αγαπάει, κανείς δεν με ταΐζει», λίγο προτού σκοτωθεί από τους ίδιους τους «φροντιστές» του. Θα μπορούσε ακόμα να ήταν η οκτάχρονη Ολγα που πολτοποιήθηκε σε εργοστάσιο στο Κερατσίνι μπροστά στα αδιάφορα βλέμματα συνανθρώπων μας».

Οι κακουχίες του όμως το κάνουν ένα ανθεκτικό πλάσμα.

«Ναι! Είναι ανθεκτικός ο Αζόρ. Ανθρωποποιείται μέσα από τις συμφορές του. Θα μπορούσε να ήταν κι ένας άνθρωπος της εποχής μας, γέννημα της πανδημίας που διακατέχεται από πρωτόγνωρα άγχη και αγωνίες. Με μια αίσθηση διαταρακτικού αβοήθητου να τον πλημμυρίζει».

Μέσα από την ιστορία του Αζόρ, εγκαταλειμμένου από τη μητέρα του με το που γεννήθηκε, βγαίνει ένα πρωταρχικό και θεμελιώδες αίτημα. Αυτό της αγάπης. Τι σημαίνει αγαπάω; Τι σημαίνει «με αγαπάω»;

«»Με αγαπάω» σημαίνει μαθαίνω μια αλήθεια για τον εαυτό μου. Μαθαίνω όχι ποιος είμαι αλλά ποιος μπορώ να γίνομαι. Μέσα από την πρωταρχική σχέση με τη μητέρα, μέσα από τις ηδονές και τις οδύνες αυτής της σχέσης μαθαίνω μια αλήθεια για τον εαυτό μου. Θυμίζει αυτό που συμβαίνει σε μια ψυχοθεραπεία. Μέσα από τη μεταβίβαση, μέσα από τον ασυνείδητο έρωτα που μεταφέρεται στον αναλυτή, ο αναλυόμενος περιμένει να μάθει μια αλήθεια για τον εαυτό του. Το ασχημάτιστο Εγώ, από την πρώτη στιγμή, χρειάζεται ένα Εσύ, μια ετερότητα για να μπορέσει να σχηματιστεί. Η μητέρα λειτουργεί ως περιέχον των αισθήσεων του μωρού της. Είναι εκείνη που διακόπτει την αδιατάρακτη απομόνωση του βρέφους και μετατρέπει την πείνα σε ευχαρίστηση, τον φόβο σε ασφάλεια, τη μοναξιά σε συντροφικότητα. Η ζωή μας μέσα στην πανδημία ενδέχεται για κάποιους να βιώνεται σαν μια πληγή. Να παραπέμπει σε μια τραυματική, στην αρχή της ζωής, σχέση με μια απούσα, νεκρή ή κακοποιητική μητέρα».

Ο Αζόρ στην ιστορία σας συμβολίζει το έσχατο της εγκατάλειψης και της κακοποίησης. Θα μπορούσε να είναι και ο καθένας από εμάς που διακατέχεται από άγχος, φόβο μοναξιάς, αποσύνδεσης από τον εαυτό του. Ενα θλιμμένο και ευάλωτο πλάσμα πώς μπορεί να βρει το φως;

«Τα ευάλωτα, ακόμα και τα ψυχικά πάσχοντα άτομα που βρέθηκαν ή τα αναζήτησα εγώ στη ζωή μου μού έμαθαν πολλά για τον πόθο ζωής. Σε αυτά τα θλιμμένα πλάσματα χρωστάω και ένα μεγάλο μάθημα ζωής: μου φανέρωσαν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη σημαίνει εμπειρία της απελπισίας και μια ζωτική ικανότητα να την ξεπερνάμε. Το Εγώ μας πάλλεται μέσα στην πολλαπλότητά του. Μπορούμε να είμαστε ένα πληγωμένο πλάσμα και ταυτόχρονα ένα πλάσμα ικανό να φροντίζει τον άλλον. Η έγνοια μας για τον άλλον άνθρωπο μας καθιστά ανθρώπινα υποκείμενα. Είναι ασπίδα για την ψυχική μας υγεία. Και σύμφωνα με μια άποψη, στην έγνοια για τον άλλον οφείλεται ο ίδιος μας ο πολιτισμός».

Και ο κύριος των εννιά; Πώς «εισέβαλε» στην αφήγησή σας;

«Το μαγικό με τη γραφή είναι ότι σε πάει εκείνη. Δεν γνωρίζεις από τα πριν. Το κείμενο σε παίρνει από το χέρι και σου ανοίγει δρόμους. Η γραφή είναι ανοιχτή στην έκπληξη. Και αυτό από μόνο του έχει κάτι το ανακουφιστικό. Με αυτή την έννοια συχνά σκέφτομαι ότι οι συγγραφείς, εκτός από μια διαθεσιμότητα αντοχής στη μοναξιά, έχουν κι ένα ακόμα «ιερόσυλο» προνόμιο που μοιράζονται με τους τρελούς και τα μικρά παιδιά: να μεταπλάθουν κατά βούληση την όποια πραγματικότητα. Ο κύριος των εννιά εμφανίστηκε στο μυαλό μου μαζί με εκείνες τις περίφημες βεβαιώσεις, αν θυμάστε, που έπρεπε να συμπληρώσουμε για τις έκτακτες άδειες εξόδου. Ηταν η εποχή που κυκλοφορούσαν διάφορα χιουμοριστικά σκιτσάκια, θα τα θυμάστε, όπου στη θέα ενός αστυνομικού το κορίτσι, π.χ., γονάτιζε στα τέσσερα, γάβγιζε κι έκανε τον σκύλο για να μην πληρώσει πρόστιμο το αγόρι της. Ηταν η εποχή όπου τα αδέσποτα γίνονταν περιζήτητα, προτού με ευκολία πεταχτούν και πάλι στους δρόμους. Ο κύριος των εννιά σηματοδοτεί το τέλος των ανθρώπινων σχέσεων. Εκφράζει την εργαλειοποίηση, την ελαφράδα, τη ρευστότητα των σχέσεων σε μια εποχή ρευστής νεωτερικότητας που απομακρύνεται από οτιδήποτε στέρεο και ανθεκτικό. Ο δεσμός από ισχυρός υποστηρικτικός παράγοντας ψυχικής υγείας μεταμορφώνεται σε εφήμερης χρήσης εξάρτημα. Ο κύριος των εννιά, προϊόν αυτής της εποχής, εμφανίζεται μόνο και μόνο για να «χρησιμοποιήσει» τον Αζόρ. Βέβαια στη συνέχεια όλα αλλάζουν. Οπως η γραφή, έτσι και ο κάθε δεσμός, ακόμα και αυτός που προβάλλει ως χρησιμοθηρικός, είναι ανοιχτός στην έκπληξη, στην ανατροπή. Ετσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος είναι μια ευρύχωρη, εν τέλει, έννοια. Ο Αζόρ και ο κύριος των εννιά ενδέχεται να είναι εκδοχές του ίδιου. Η ύπαρξη του ενός να μην μπορεί να νοηθεί δίχως την ύπαρξη του άλλου».

Είπατε πως ο Αζόρ ήταν ο σύντροφός σας στην πανδημία; Πόσο μας άλλαξε η συνθήκη που ζούμε δύο χρόνια τώρα;

«Μια νύχτα κοιμηθήκαμε και το πρωί ξυπνήσαμε σε έναν άλλον κόσμο… Η αίσθηση-ψευδαίσθηση ότι ορίζουμε, έστω στοιχειωδώς, τη μοίρα μας τινάχθηκε στον αέρα. Ο ιός ήλθε αναπάντεχα να μας θυμίσει αυτό που με κάθε τρόπο η νηπενθής κοινωνία μας απωθούσε προκειμένου ανενόχλητη να συνεχίζει τον τρόπο ζωής της: τη θνητότητά μας. Ολα έγιναν άλλα. Ο θάνατος ήλθε βίαια στο προσκήνιο. Η εικόνα ενός ασυντρόφευτου, βασανιστικού, καλωδιωμένου θανάτου γλίστρησε από τις οθόνες της τηλεόρασης και στοίχειωσε την ψυχή μας».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.