Παρατηρώ, κάνοντας έναν αχρείαστο υπολογισμό, πως έχω υποθηκεύσει τον εαυτό μου σε ό,τι βλέπω. Θα τον αποκαλούσα μάλιστα «δεσμευμένο παρατηρητή», αν το καθήκον, που μου ανέθεσε η κοινωνία, δεν περιοριζόταν σ’ αυτό του μπανιστιρτζή που την βλέπει γυμνή από την κλειδαρότρυπα (Σήμερα, φερειπείν, δικάζεται ντυμένος καθηγητής Πανεπιστημίου με την κατηγορία της τοκογλυφίας).
Άλλες φορές εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως ιεροκύρηκα που, από άμβωνος, νουθετεί άδεια καθίσματα.
Παπάς ή μπανιστιρτζής, και στις δύο περιπτώσεις η δημοσιογραφική μου διαστροφή είναι ίδια: μ’ αρέσει να κλαίγομαι αλλά δεν μπορώ να κλαίω μόνος μου.
Καμιά φορά λέω πως για το «γκρίζο φως του απογεύματος στον τοίχο απέναντι», ο Σινόπουλος είναι σα να μη μου μίλησε ποτέ. Κι ας επισκέφθηκε κι αυτός τον Άγγελο Τερζάκη στο «Βήμα» στη Χρήστου Λαδά να τα πούνε, επί ίσοις υποτίθεται όροις, για την μετέπειτα στήλη του (αμισθί;) στις «Εποχές» του Λαμπράκη.
Αλλά δεν διαμαρτύρομαι γιατί ξέρω ότι η διαμαρτυρία είναι σημάδι πως μας βολεύει η Κόλαση (Οι άλλοι δηλαδή, όχι εμείς).